Υπάρχει ηλιοφάνεια όταν έχει φύγει; Όχι λέει το τραγούδι, όχι λέει και η Μαργαρίτα
Υπάρχει ηλιοφάνεια όταν έχει φύγει;
Όχι λέει το τραγούδι *, όχι λέει και η Μαργαρίτα
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Πάει λίγος καιρός όταν μιλώντας στο τηλέφωνο οικογενειακή φίλη με παρότρυνε να διαβάσω το βιβλίο της κας Ρασβίτσου, Μαργαρίτα γης Μαδιάμ, ζητώντας να της πω τη γνώμη μου. Στην συνομιλία που είχαμε, ομολογώ ότι διέκρινα μια αγωνία στα λόγια της, η οποία δεν άργησε να φανεί όταν μου είπε «θέλω να ξέρω αν σ’ αυτό το βιβλίο θα βρεις κάποια γραφόμενα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λίγο προχωρημένα για κάποια πρόσωπα, θα μπορούσαν δηλαδή να είναι λίγο υβριστικά». Δεν πέρασαν δυο τρεις ημέρες και το βιβλίο ήρθε στα χέρια μου. Ξεφυλλίζοντάς το διαπίστωσα τρία βασικά χαρακτηριστικά που με την πρώτη ματιά το κάμουν ευχάριστο και ενδιαφέρον βιβλίο: ο τίτλος, το εξώφυλλο και οι σύντομες αφηγηματικές ιστορίες. Ένα σχόλιο για τον τίτλο είναι νομίζω απαραίτητο. Η Μαργαρίτα είναι πρόσωπο καθημερινό, συνηθισμένο και για την ηλικία της αρκετά τολμηρή, μιας και η κριτική της προς πρόσωπα και γεγονότα ξεφεύγουν από την παιδικότητα της μικρής ηλικίας και θυμίζουν έφηβη – θετικότατη, βέβαια, στάση ζωής πέρα για πέρα. Και, βέβαια, η Μαργαρίτα, που όλα τα κάμει γης Μαδιάμ. Εδώ, ακόμη ένα θετικό χαρακτηριστικό του τίτλου: από το βιβλίο των Κριτών της Παλαιάς Διαθήκης, η συγγραφέας αντλεί τις δύο εκείνες λέξεις που έμειναν στην ιστορία ως εκείνη η εισβολή των Ισραηλιτών με την κατάκτηση περιοχών όπου ζούσαν πολλές φυλές - μια εξ αυτών ήταν οι Μαδιανίτες - της ερήμου, οι οποίες ζητούσαν χώρο εγκατάστασης δυτικά του ποταμού Ιορδάνη. Πέραν των θεολογικών και ιστορικών σχολείων που μπορεί ένας ειδικός επ’ αυτού του θέματος να κάμει, κι αυτά δεν είναι δυνατόν εδώ να μας αφορούν, εκείνο που αξίζει να γραφεί είναι το εξής απλό: η Μαργαρίτα πράγματι τα κάμει όλα γης Μαδιάμ, αλώνει τα πάντα στο πέρασμά της και το κυριότερο καταρρίπτει στερεότυπα και προκαταλήψεις που σχετίζονται με την οικογένεια, τη θρησκεία, την πολιτική, την ετερότητα, τις διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Όμως, ο τίτλος του βιβλίου είναι ενταγμένος εντός των τειχών του εξωφύλλου, με φωτογραφίες που η καθεμιά παραπέμπει και σε κάποιο πρόσωπο. Κι επειδή στην έκδοση των βιβλίων το εξώφυλλο για τον αναγνώστη πάντοτε λειτουργεί ως ένας καλός ή κακός «κράχτης», το εξώφυλλο του βιβλίου της κας Ρασβίτσου, θεωρώ ότι είναι ένας καλός «κράχτης», που δείχνει στον αναγνώστη τι θα συναντήσει στις σελίδες που θα διαβάσει. Η μικρή ηρωίδα Μαργαρίτα, βάσει του εξωφύλλου, επηρεαζόμενη από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, έρχεται αντιμέτωπη με αυτά, γι’ αυτό και δεν διστάζει να κάμει γης Μαδιάμ όσα στερεότυπα πηγάζουν απ’ αυτά.
Στυλ γραφής ολίγον προκλητικό, ενάντια στην αβρότητα μαρτυρούν οι εικοσιεννέα αφηγηματικές ιστορίες της κας Ρασβίτου. Η καθεμιά είναι κι ένα ισχυρό ταρακούνημα του καθωσπρεπισμού, όσων άλλοτε με σεμνοτυφία κι άλλοτε με υποκρισία, με τα ματογυάλια τους επικρίνουν και μέμφονται οτιδήποτε δεν ταιριάζει στον περίκλειστο εαυτούλη τους. Όπως λέγει κι η συγγραφέας στο σύντομο επιλογικό σημείωμά της αλλά και σε μια συνέντευξή της, η ηρωίδα Μαργαρίτα, άλλοτε ανηφορίζει κι άλλοτε κατηφορίζει δρόμους για να δείξει σ’ όλους μας ό,τι τελικά κάτι δεν κάνουμε καλά με την τσαλαπατημένη ελευθερία, την οποία μας στερούν λογής - λογής καιροσκόποι που βρίσκονται ανάμεσά μας.
Και οι εικοσιεννέα αφηγηματικές ιστορίες, σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη δείχνουν ότι η βιοτή του οφείλει να είναι μια διαρκής αμφισβήτηση, φτάνει βέβαια, αυτά που αμφισβητώντας επιθυμεί να μαθαίνει και να πιστεύει να τα ντύνει με μύθο, όπου μύθος είναι «λόγος ψευδής, εικονίζων αλήθειαν», όπως σοφά έλεγε ο φιλόσοφος Θέωνας, τελευταίος διευθυντής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και πατέρας της μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας. Όπως λόγου χάριν οι μύθοι της Ανδρονίκης, που περιμένει τη «νύχτα, φτιάχνοντας τους μύθους της» (σ. 23).
«Η ηθική διδασκαλία, οδηγός συμπεριφοράς του μέσου ανθρώπου της προκαπιταλιστικής εποχής, με την έλλογη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου και την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας»· «το πνεύμα του καπιταλισμού και η έννοια του καθορισμένου κανόνα ζωής που απαιτεί ηθική κύρωση», γράφει ο Max Weber, στο βιβλίο του: Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, καθορίζουν την κατεύθυνση της παρεχόμενης εκπαίδευσης είτε αυτή προέρχεται από την οικογένεια είτε από τη θρησκευτική ατμόσφαιρα όπου μεγαλώνει ένας άνθρωπος, ιδιαίτερα από την παιδική μέχρι την εφηβική του ηλικία. Πρόκειται για εκείνη τη νοοτροπία που από τον 19ο αιώνα και εξής πέρασε και στην ελληνική κοινωνία, αλλοτριώνοντας την πίστη σε αξίες του νεοέλληνα, όπως λόγου χάριν η πίστη στο Θεό. Αυτήν την αλλοτρίωση, ατόφια σε προτεσταντικό περιβάλλον, μπορεί κανείς να τη δει στην ωραία ταινία του Μίχαελ Χάνεκε Η Λευκή Κορδέλα, όπου χάρη στην αυστηρή σκηνοθεσία, την αρχιτεκτονική, την ταξική διαχωριστική γραμμή, την αρρωστημένη θρησκευτικότητα – παρέα όλα μαζί, όπως χαρακτηριστικά σ’ ένα άρθρο του, στο περιοδικό Σύναξη, γράφει ένας καλός φίλος και συνάδελφος, ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου – με ψυχολογικούς καταναγκασμούς κυριαρχεί ένας παραμορφωμένος Χριστιανισμού, υπό τη θανατίλα του πουριτανισμού και του ευσεβισμού, με τις άμεσες προεκτάσεις του τόσο στην οικογένεια όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Αυτήν την ταινία, από τότε που προβλήθηκε στους κινηματογράφους, στα 2009, κάθε χρόνο άλλοτε στη Β΄ κι άλλοτε στην Γ΄ τάξη Λυκείου την προβάλλω, συνδυάζοντας τα πολλά μηνύματά της με διδασκόμενες έννοιες στο μάθημα των Θρησκευτικών. Το υλικό που έχω συλλέξει από δραστηριότητες όλων αυτών των χρόνων προβολής της, με οδηγεί στη σκέψη ότι αυτό το πλαίσιο της εκκόλαψης μιας απάνθρωπης σκυθρωπής θρησκευτικότητας, για ηθική καθαρότητα και της δαιμονιώδους λύσσας επιβολής της, άνετα θα μπορούσε να ταιριάξει με μερικές αφηγηματικές ιστορίες του βιβλίου της κας Ρασβίτσου. Ενδεικτικά σημειώνω τρεις: «Ο θρόνος του δεσπότη», «Ουδείς αναμάρτητος», «Ο Καπίνο». Αναφέρω ένα παράδειγμα, με την Μαργαρίτα στην ιστορία «Ουδείς αναμάρτητος» και με αυτό κλείνω τις σκέψεις μου για το βιβλίο της κας Ρασβίτσου, το οποίο ανεπιφύλακτα συνιστώ να διαβάσουν, κυρίως νέοι κι έφηβοι.
- Ένα «νανο-διήγημα;» για την έννοια της συγχώρησης στη διδκατική πράξη του μαθήματος των Θρησκευτικών
Δύο τεχνικές διδασκαλίας, ενταγμένες στη βιωματική ή διερευνητική μέθοδο πάντα, βέβαια, με ομαδοσυνεργασία, όπου οι μαθητές στο μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ) έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα μια διδασκόμενη έννοια, είναι η λεγόμενη «Επιβραδυνόμενη θεώρηση κειμένου» και «Σκέψου, Συζήτησε, Μοιράσου», κατά τις οποίες (οι μαθητές), μελετώντας ένα εκτεταμένο κείμενο, πρώτα εξετάζουν ένα μέρος του και λίγο μετά βαθμιαία ακολουθεί η ολοκλήρωσή του. Συγχρόνως, μελετώντας το κείμενο, ο καθένας στοχάζεται πάνω σ’ αυτό και μετά με το διπλανό του και όλα τα μέλη της ομάδας του μοιράζεται τη σκέψη του.
Πριν λίγες ημέρες, διδάσκοντας στην Β΄ Λυκείου την έννοια της συγχώρησης, σε πενταμελείς ομάδες μαθητών, για μελέτη και επεξεργασία έδωσα ένα απόσπασμα από την ιστορία «Ουδείς αναμάρτητος». Σε φύλλο εργασίας υπήρχε η εξής δραστηριότητα: οι μαθητές καλούνταν να περιγράψουν τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα της μικρής Μαργαρίτας, όταν η ευσεβής γιαγιά της, την οδήγησε σ’ ένα ναό για να εξομολογηθεί. Οι μαθητές, επίσης, στο φύλλο εργασίας κλήθηκαν να ανακαλύψουν τα αίτια που δυσχέραιναν τη συγχώρηση της Μαργαρίτας από τον ιερέα. Η δραστηριότητα, όμως, δεν σταματούσε εδώ. Ενημέρωσα τους μαθητές πως το εν λόγω απόσπασμα έχει συνέχεια, την οποία θα διαβάσουμε στο επόμενο μάθημα, εξερευνώντας όμως όχι τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Μαργαρίτας αλλά τη σύνδεση της αγάπης με τη συγχώρηση, αφού καθώς φαίνεται με γλαφυρότητα στο κείμενο, τελικά έλειπε από τον ιερέα.
Η πρώτη αντίδραση που εισέπραξα από μαθήτρια μιας ομάδας, ομολογώ ότι με εξέπληξε. Αν και δεν έχω πάρει ακόμη στα χέρια μου το πρώτο φύλλο εργασίας για αξιολόγηση, την άκουσα να λέγει το εξής αποκαλυπτικό: «Μα κύριε, το παιδί που αφηγείται την πρωτότυπη αυτή ιστορία, αν και την πλάθει με το μυαλό του, ζητά από τον παπά βοήθεια». Βγαίνοντας διάλειμμα, σκεφτόμουν συνέχεια την άποψη της μαθήτριάς μου. Έλεγα μέσα μου ότι κάπου την έχω ξανακούσει ή κάπου την έχω διαβάσει. Ώρες έσπαγα το μυαλό μου να βρω μιαν άκρη. Και πράγματι, αργά το απόγευμα τη βρήκα. Πάει αρκετός καιρός που διαβάζοντας ένα πρωτότυπο βιβλίο, το: Όταν ο Θεός πεθαίνει. Μια συζήτηση, με συγγραφείς τον Αλέξανδρο Κατσιάρα και τη Μάρω Βαμβουνάκη, είχα προσέξει την απάντηση του Αλέξανδρου στην ερώτηση της Μάρως, για το αν η μετάνοια βοηθά; Με τον Αλέξανδρο να της απαντά ότι «η μετάνοια δεν βοηθά, είναι Βοήθεια». Το Β με κεφαλαίο παρακαλώ.
Το πρώτο μέρος του αποσπάσματος είναι το εξής:
[…] Μπήκα και έκατσα σε μια καρέκλα. Ο παπάς με κοίταξε, μου είπε μπράβο που πήγα τόσο μικρό παιδί και με ρώτησε: «Υπάρχει κάτι που θέλεις να…;» Πριν τελειώσει όμως την πρότασή του εγώ τα είχα όλα έτοιμα αποβραδίς, πήρα φόρα και:
«Μια φορά που πήγαμε εκδρομή στο δάσος, εγώ πήγα μόνη μου για εξερεύνηση. Αφού περπάτησα αρκετά, είδα ένα σπιτάκι. Πήγα κοντά και από το παράθυρο είδα μέσα μια γριά κι ένα μικρό παιδάκι. Η γριά αυτή ήταν κακιά και το παιδάκι το τυραννούσε. Το έβαζε να κάνει όλες τις δύσκολες δουλειές, το τάιζε λίγο και το είχε ντυμένο με τα κουρέλια. Τότε εγώ κρύφτηκα και όταν βγήκε το παιδάκι να πάει να μαζέψει ξύλα το πήρα από πίσω και του είπα: ήρθα να σε σώσω. Εκείνο μ’ ευχαρίστησε και καταστρώσαμε ένα σχέδιο δολοφονίας της γριάς. Όταν πήγε το αγοράκι να πάρει νερό από το πηγάδι, έκανε ψέματα ότι του έπεσε ο κουβάς μέσα και φώναξε τη γριά. Εκείνη πήγε κοντά, έσκυψε για να δει και τότε πήγα κι εγώ από πίσω και τον βοήθησα και την πετάξαμε μέσα στο πηγάδι και πέθανε».
Ο παπάς με κοιτούσε και δεν μιλούσε. «Και που έγινε αυτό;» Με ρώτησε.
«Στο δάσος» του απάντησα.
Με κοίταζε και δεν μιλούσε. Τον κοίταζα κι εγώ. Στο τέλος μου είπε:
«Είναι αμαρτία να λέμε ψέματα, το ξέρεις;»
«Το ξέρω, αλλά εδώ γι’ αυτό ακριβώς ήρθαμε, για να πούμε τις αμαρτίες μας. Κι αφού δεν έχω αμαρτίες και είμαι καλή, είπα να πω ψέματα για να έχω κι εγώ μια αμαρτία να συγχωρεθώ. Θα με συγχωρέσετε;»
«Δεν συγχωρώ εγώ. Ο Θεός συγχωρεί, κι εσύ είπες ψέματα…»
«Τα είπα για να συγχωρεθώ».
«Μετάνιωσες που τα είπες;»
«Όχι».
«Τότε δεν μπορείς να συγχωρεθείς» […]
Την άλλη εβδομάδα προς διερεύνηση θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος του αποσπάσματος:
[…] Αχ, τι ήταν τούτο πάλι! Δεν μου τα ‘παν αυτά! Το πράγμα στράβωσε και ο παπάς ή ο Θεός δεν με συγχώρεσε. Η ώρα περνούσε.
«Η γιαγιά μου θ’ ανησυχεί» του είπα μπας και ξεμπλέξω.
Αλλά εκείνος επέμεινε ότι έπρεπε πρώτα να μετανιώσω και μετά να πάρω συγχώρεση. Μου ήρθε να τα κάνω όλα λίμπα, αλλά συγκρατήθηκα. Ο παπάς διάβαζε αμίλητος, εγώ καθόμουν αμίλητη, κούναγα τα πόδια μου με τα γυαλιστερά λουστρίνια και σκεφτόμουν ότι έμπλεξα άσχημα. Μετά από κάμποση ώρα σιωπής, του είπα:
«Δεν είσαι καλό παπάς, γιατί για να μ’ αφήσεις να φύγω θες να πω ψέματα ότι μετάνιωσα, αλλά εγώ δεν θα πω».
«Μπορείς να φύγεις χωρίς να συγχωρεθείς», μου είπε χωρίς να με κοιτάξει.
Τότε άνοιξα την πόρτα και μόλις είδα τη γιαγιά έπεσα πάνω της και μ’ έπιασαν τα κλάματα. Εκείνη συγκινήθηκε και είπε στις φίλες της ότι είμαι το καλύτερο παιδί. Τότε βγήκε ο παπάς και της είπε:
«Το κοριτσάκι αυτό πρέπει να το προσέξετε. Χρειάζεται πολλή υπομονή και καθοδήγηση, αλλιώς θα το χάσετε» […]
Εδώ, εκείνο που προκαταβολικά σημειώνω είναι ότι στην τόσο όμορφη αυτή ιστορία, μπορεί ο εκκλησιαστικός άνθρωπος, εδώ ο ιερέας, να ενεργεί εν ονόματι του Θεού - έτσι λέγει στη μικρή Μαργαρίτα – αυτό όμως δεν σημαίνει αυτομάτως πιστότητα στα κριτήριά του. Διότι το μέγιστο κριτήριο του Θεού είναι η αγάπη προς κάθε άνθρωπο, τον οποιονδήποτε, όσο διαφορετικός κι είναι αυτός.
--------
υποσήμειωση για τον τίλτο
*Από το πανέμορφο τραγούδι: Ain't No Sunshine, το οποίο προτιμώ να το ακούω από τη φωνή του Joe Cocker.