Βιβλιοκριτική: ΕΝΕΚΕΝ Αφιέρωμα. Η Λέσβος της Ψυχής μας
ΕΝΕΚΕΝ: (Τεύχος : 25/ Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2012),
Αφιέρωμα. Η Λέσβος της Ψυχής μας, Επιλογή κειμένων-Επιμέλεια αφιερώματος: Παναγιώτης Σκορδάς, Επιμέλεια Φωτογραφιών: Μάκης Μπεκιάρης, σελ 160
Το 25ο τεύχος του αφιερώνει το περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ στη Λέσβο, με αφορμή τον εορτασμό των εκατό χρόνων από την απελευθέρωσή της. Ο τίτλος Η Λέσβος της ψυχής μας έδωσε αμέσως και το στίγμα της προσέγγισης του αφιερώματος. Ναι, της «ψυχής μας» και η ψυχή μας φαίνεται μέσα από τη λογοτεχνία περισσότερο. Έχουμε επομένως ένα αφιέρωμα στη λογοτεχνία που άνθισε στη Λέσβο και εξακολουθεί να ανθίζει από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Κι όσο και αν τα χρόνια τα δικά μας είναι «δίσεκτα» ή «σακάτικα» η λογοτεχνία μας είναι πάντα ανθηρή και σπουδαία.
Στις160 σελίδες του περιοδικού διαβάζουμε το εκδοτικό σημείωμα του Γιώργου Γιαννόπουλου, ο οποίος με την ιδιότητα του λογοτέχνη, και όχι μόνο του εκδότη, ζητά να επανεξετάσει το ρόλο της λογοτεχνίας, επισημαίνοντας τον «ζωτικό χαρακτήρα» της για «αναστοχασμό»,«συνείδηση» και «άσκηση της κριτικής σκέψης». Περνώντας εν συντομία τη κρίση που μαστίζει την εποχή μας με κυριότερη την κρίση του ανθρωπισμού μας, καταλήγει στην αναγκαιότητα της λογοτεχνίας ως μόνης ικανής να περιγράψει και την «ιστορική εμπειρία» και την «τραγικότητα της ύπαρξης».
Επιμελητής του αφιερώματος είναι ο ακούραστος διδάκτωρ φιλολογίας, Παναγιώτης Σκορδάς, ο οποίος επιλέγει να αρχίσει το κείμενό του με ένα απόσπασμα από τα Ανοιχτά Χαρτιά του Ελύτη, του ποιητή που, επιφανής ανάμεσα στους επιφανέστερους του εικοστού αιώνα, έδωσε την πιο χαρακτηριστική περιγραφή του νησιού· «Η άλλη Λέσβος». Με αυτόν τον τίτλο που διεκδικεί την υπέρβαση, ο Ελύτης τολμά να αναγάγει τη γέννηση της Λέσβου στην πνοή κάποιου Θεού που τη φύσηξε σαν πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγου και δεν μοιάζει με την πραγματικότητα. Και τούτο γιατί η μία Λέσβος, αυτή που γέννησε τους γεννήτορές του βρίσκεται στους χάρτες, ενώ η «άλλη», βρίσκεται στην καρδιά του, στην ψυχή του, στον κόσμο των ιδεών ή των πρώτων ουσιών.
Το κείμενο του Παναγιώτη Σκορδά θα κάνει βαθύ μακροβούτι στο χρόνο, για να ανασύρει όλα τα ονόματα των επιφανών που γεννήθηκαν και άκμασαν στη Λέσβο, θα προχωρήσει και θα βγει στην εποχή μας για να συναντήσει τον «Λεσβιακό Κύκλο» και την «Λεσβιακή Άνοιξη». Θα προσπαθήσει να μην ξεχάσει κανέναν πνευματικό άνθρωπο που συνέβαλε στο λεσβιακό θαύμα, αλλά αυτό είναι αδύνατον, αφού ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Η σειρά των κειμένων δεν είναι τυχαία. Είναι μια «νοητή περιδιάβαση» που ξεκινά από την πόλη της Μυτιλήνης και περνώντας από την Καλλονή, τον Μόλυβο, τη Συκαμιά, την Άντισα, τη Βατούσα, την Ερεσό, το Πλωμάρι, θα καταλήξει στην Αγιάσο. Η Λέσβος όμως δεν εξαντλείται σ’ αυτά μόνο. Είναι κι άλλες μικρότερες πόλεις και χωριά που και αυτά λίγο πολύ είναι μέσα στα κείμενα, καθώς και οι απέναντι παραλίες που κύμα το κύμα φτάνουν για να συναντήσουν τη «Λέσβο της ψυχής μας».
Οι συγγραφείς συμμετέχουν με αδημοσίευτα έργα, ακόμα και οι τεθνεώτες. Με αυτόν τον τρόπο η «Λεσβιακή Άνοιξη» συνεχίζει την ανθοφορία της και έτσι, όλοι, ακόμα κι αν δεν βρίσκονται στη ζωή, είναι παρόντες.
Το περιοδικό κοσμεί αρχειακό φωτογραφικό υλικό, το οποίο επιμελήθηκε ο Μάκης Μπεκιάρης που έχει κάνει σκοπό της ζωής του την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μυτιλήνης. Τούτο αποδεικνύει με άλλον ένα τρόπο την λεσβιακή ανθοφορία.
Το πρώτο κείμενο ανήκει στον Γιαννακό Βόμβα και το δεύτερο στον Μίμη Σαραντάκο. Δηλαδή σε δύο πεθαμένους λογοτέχνες, οι οποίοι, ωστόσο, παραμένουν ολοζώντανοι. Ο πρώτος, ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, γεμάτο χιούμορ και αγάπη για τη ζωή, που απομυθοποιεί το θάνατο με το σκωπτικό, σατιρικό, χιουμοριστικό, φαινομενικά, ανέμελο, ύφος. Ο δεύτερος, με έναν προσωπικό, εξομολογητικό, οικείο λόγο που επιστρέφει στη Λέσβο για να συναντήσει τα αγαθά φαντάσματα των προγόνων του, να ακούσει τις φωνές του, να επικοινωνήσει με τις ρίζες του και να ευχηθεί τα εγγόνια του να έρχονται πάλι και πάλι στη Μυτιλήνη.
Από εδώ και πέρα τη σκυτάλη παίρνουν οι ζωντανοί. Καθένας με τον τρόπο του, με το θέμα του, την ιδιάζουσα γλώσσα του,συγκινεί, έχει κάτι αλλιώτικο να πει στον αναγνώστη, στον εντόπιο αλλά και στον ξένο.
Ο Στρατής Πασχάλης, ανάμεσα σε πολλές δικές του ενδιαφέρουσες επισημάνσεις θα μας θυμίσει τον Λώρενς Ντάρελ που είπε για τη Μυτιλήνη πως «ακόμα κι αν χαθεί τελείως από το χάρτη ως απτή πραγματικότητα, η αίσθησή της θα επιζεί και θα υπάρχει πάντα, άσβηστη και καταλυτική». Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης λέει πως «έτσι να κάνουμε με το χέρι μας, θ’ αγγίξουμε την ύπαρξη όλων αυτών, αν στήσουμε αυτί, θ’ ακούσουμε τον θόρυβο των λαδοβάρελων …» που η μνήμη του κρατά σαν θησαυρό. Ο Τάκης Χατζηαναγνώστου θυμάται την Παναγιά που τον είχε «τάξει» η μάννα του, όταν ήταν παιδί και κινδύνευσε. Και μεταρσιωνόταν και ένιωθε «σαν ένα πλάσμα μιας άλλης εποχής, φερμένο απ’ ένα άλλο σύμπαν. Η Μαρία Αναγνωστοπούλου θυμάται τη γιαγιά της που με ένα «τσουτζούκ βαρ» (υπάρχουν παιδιά) έδιωξε του Γερμανούς που ήθελαν δωμάτιο στο σπίτι. Σίγουρα οι Γερμανοί δεν κατάλαβαν τι είπε η γιαγιά αλλά μπορεί να φοβήθηκαν μην είπε κανένα ξόρκι ή καμιά κατάρα. Ο Κώστας Μίσσιος περιπλανιέται με την κόρη του στο αεροδρόμιο, περιμένοντας την πτήση για Μυτιλήνη, κι έπειτα στην αφήγησή του μπαίνουν Γερμανοί, παιχνίδια, τέρατα και στις 25Μαρτίου πάντα, έρχονται τα χελιδόνια. Η Μαρία Κοτοπούλη σ’ ένα κείμενο γεμάτο ποίηση και μουσική ανοίγει διάλογο με την Σαπφώ, τη Δέκατη Μούσα του Πλάτωνα η οποία σαν την Αφροδίτη κατέβαινε από τους ουρανούς με τα φτερά του Ζέφυρου. Ο Φαίδων Χατζηδημητρίου σε ένα κείμενο αρκετά αναλυτικό κείμενο, με πολλές αναφορές σε πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα θυμάται τους πολιτικούς του αγώνες και τους φίλους με τους οποίους είχε «την τύχη και την τιμή» να κοιταχτεί «για λίγο».
Ο Μάκης Αξιώτης συνθέτει ποίημα για τις «δυο αντικρυνές Στεριές», με τα φώτα / από εδώ και από εκεί/ να βλέπουν οι άνθρωποι/ και να μιλούν τα βάσανά τους / ίδια πάντα/ σε διαφορετική γλώσσα/ .
Ο Στρατής Μπαλάσκας αφήνει τη μνήμη του να τρέξει στον Άτταλο και σε «μονοπάτια πονεμένα απ’ τον χαμό τ’ Αλή, απ’ τον χαμό του γέρο-Παναγιώτη, απ’ τον χαμό του μπάρμπα Γρηγόρη, απ’ την Εριφύλη που χάθηκε στον δρόμο, απ’ την Αναστασία που πνίγηκε…», που ο Άτταλος ήξερε τις φωνές τους και «ήταν ο τελευταίος που τις είχε ακούσει». Ο Αριστείδης Κυριαζής στέλνοντας γράμμα στην αγαπημένη του Ερατώ, «αγαπώ σε και σε γλυκοσπάζομαι», μας ξεναγεί στους αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους του νησιού, ιστορίες και μύθους, έρωτες, Αφροδίτες και άλλες καλλονές εις άπταιστον καθαρεύουσαν. Ο Άρης Ταστάνης με μια διάθεση αυτοσαρκασμού ή εξορκισμού του κακού, ίσως και πάλι κραυγή πανικού βλέπει τα «μάτια» που σαν αερικά παραβιάζουν το χώρο του, παρακολουθούν, θορυβούν, «μπαίνουν με ηδονικό πόνο στο σώμα του μέσα από τις ρυτίδες του… ξεσκίζουν με ιερή δύναμη τις φαντασιώσεις. Λογχίζουν τη δυσοσμία των παρακρατικών ονείρων του»και άλλα πολλά… αλλά δεν παύουν να είναι «των ματιών του, τα μάτια».
Η Φωτεινή Φραγκούλη με ένα κείμενο για τη δύναμη της αγάπης που υπερβαίνει το θάνατο,μας βεβαιώνει ότι «η αγάπη δεν παλιώνει και δεν σε παλιώνει, μόνο τροφοδοτεί το αίμα σου στο φως της ζωής». Ο Γιάννης Κωνσταντέλλης με ένα ποίημα υμνεί το Μόλυβο «μες στην αναλαμπή του εσπερινού/ … ο χρόνος έγινε τοπίο ετούτο το Φθινόπωρο». Ο Νίκος Αναστασάτος περιδιαβάζει και αυτός τον Μόλυβο αλλά μας προειδοποιεί πως αν ακούσουμε κάποιον ψίθυρο κοντά μας «μπορεί να είναι ο Νάσος, ο καπετάν Χρήστος ή ο Ιγνάτιος, μακαρίτες πια, που ήρθαν να δώσουν κι αυτοί το παρόν», φίλοι παλιοί από το παρελθόν. Ο Λευτέρης Κανέλλης με μια νοσταλγική ματιά σε τόπους, πρόσωπα και γεγονότα, από τα αρχαία χρόνια στα νεότερα, στα μεσαιωνικά, στον Τέρπανδρο, στον Αλκαίο, στον Στησίχορο αλλά και στον Μπαρμπαρόσα, τριγυρίζει όλο το νησί και αναρωτιέται «από πού να σε δω;» πατρίδα μου; Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης θυμάται δυο δασκάλους με μεράκι, τον Στρατή και τον Ταξιάρχη(ονόματα εμβληματικά), και μια κοπέλα, τη Μυρσίνη που από του δασκάλου της την αγάπη μεταμορφώθηκε σαν την σταχτοπούτα του παραμυθιού. Ο Γιώργος Καρτέρης, με μια ντοπιολαλιά, που «δεν είναι μόνο γλώσσα, είναι και φιλοσοφία, στάση ζωής», μας κάνει μια συγκινητική αναφορά στη θεία του Σαπφώ και στον άντρα της τον Ακίνδυνο που έχει το χάρισμα να αφηγείται τους μισιλέδες με αστείο τρόπο. Ο Δημήτρης Νικορέτζος έχει κάνει τάμα τη Μεγάλη Εβδομάδα να ανεβαίνει στο μοναστήρι του Υψηλού κι εκεί να συναντά … τις ηρωίδες του Παπαδιαμάντη. Και αν οι δυσκολίες τον εμποδίσουν κάποια χρονιά να πραγματοποιήσει το τάμα του, εκείνος εξακολουθεί να «ζει με την προσδοκία της επόμενης χρονιάς»και το μοναστήρι θα ζει κι εκείνο «στο πανόραμα των νεφών και τη γραφικότητα της μοναξιάς του». Ο Αντώνης Χιώτης με μεγάλο χιούμορ απαριθμεί λιχουδιές και καυγάδες με τη γυναίκα του. Αφορμή οι διακοπές στο Σίγρι, που είναι η πατρίδα του και όχι στην «Μπελοπόννησο» που είναι η δική της, με έναν απολαυστικότατο επίλογο: «Μάστορα! Πιάσε άλλη μια σόδα για τη γυναίκα μου. Μπορεί να το έφαγε με το στόμα της το Σίγρι, μπορεί να το κατάπιε στο τέλος, αλλά φαίνεται πως θα δυσκολευτεί ακόμα να το χωνέψει». Ο Ξενοφών Μαυραγάνης κάνει αναδρομή στις διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, τα ήθη και τα έθιμα, με αφορμή την ισχυρή προσωπικότητα και αξιοπρέπεια της καπετάνισσας Πελαγίας με «το γαλάζιο φόρεμα που της άρεσε να φοράει στους παραθαλάσσιους περιπάτους της». Ο Δήμος Κλαδίτης αφού κατ’ αρχάς πετυχαίνει την αποθέωση της απομυθοποίησης των πάντων, με κέντρο τη Λίτσα, που εκείνη του εκμυστηρεύεται «πολύ προσωπικά της πράγματα» κι εκείνος «πολύ προσωπικά του ψέματα», καταλήγει σ’ έναν αληθινό θρήνο για το κορίτσι που με την ανατρεπτική του συμπεριφορά ανέτρεψε και τα αισθήματά του. Ο Λάκης Παπαστάθης εισδύει στα άδυτα του παλαιού σφαιριστηρίου για να παρακολουθήσει τον ιδιοκτήτη του, λάτρη του Πινδάρου και της κλασικής μουσικής, να σκαλίζει το ραδιόφωνό του, σύντροφο στη ζωή του και στη μοναξιά του.
Και το τεύχος κλείνει με τον Γιώργο Γιαννόπουλο που το άνοιξε, με ένα ερωτικό, τρυφερό κείμενο. Μια γυναίκα στα γόνατα του Φοίβου, γεμάτη από έρωτα, στο τέλος των διακοπών της στο νησί, απολαμβάνει τη στιγμή.
Σαν να είναι η Λέσβος ξαπλωμένη στα νερά και στο φως του Φοίβου Απόλλωνα, θα λέγαμε.
Τέλος, μια φωτογραφία παραδοσιακής ορχήστρας, πλατιά σαν τοιχογραφία στο εξώφυλλο-οπισθόφυλλο, από το χρόνο ελαφρά κιτρινισμένη, όλο νέοι άντρες με υψωμένο το ποτήρι, με τα μαύρα μαλλιά τους και τα φωτεινά τους μάτια, τα μουστάκια τους, τα καβουράκια και τα ψαθάκια τους, τα παραδοσιακά όργανα και τα παιδάκια τους, όλοι πεθαμένοι πια αλλά και όλοι ζωντανοί συγχρόνως, με το ΕΝΕΚΕΝ χελιδόνι και αγγελιοφόρο, στέλνουν το μήνυμα μια αιώνιας λεσβιακής άνοιξης.
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Φιλολογίας