Στους δρόμους της προσφυγιάς - Από τον Πόντο στον Καύκασο, στο Καζακστάν και τελευταίο σταθμό, τη νέα Βίγλα Άρτας
«Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθα σου, ω πάτριος πόντια γη». Η ρήση του αείμνηστου πολιτικού, συμβόλου του ποντιακού ελληνισμού, Λεωνίδα Ιασονίδη, στην πλατεία του χωριού Βίγλα -νέος οικισμός, στην Άρτα, αποκαλύπτει στον επισκέπτη την ταυτότητα του οικισμού.
Εκατό οικογένειες, εκατό σπίτια, εκατό και πλέον χρόνια προσφυγιάς.
Οι παπούδες και οι γονείς τους κατατρεγμένοι και διωγμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες, τον Πόντο, βρεθήκαν στον Καύκασο, από εκεί στο Καζακστάν, και το 1957 έφτασαν στη νέα πατρίδα τη Βίγλα της Άρτας .
Για τους ηλικιωμένους του χωριού, οι μνήμες δεν έχουν σβήσει. Έφτασαν στην Ελλάδα μετά από πολυήμερα ταξίδια με τρένα και πλοία, στη νεανική τους ηλικία.
«Ήμουν 19 χρόνων νέος, όταν φτάσαμε εδώ. Ήταν δύσκολα, ο τόπος ένας βάλτος, φτώχεια ήταν, χάλια, δράμα», μεταφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Ανέστης Παυλίδης, 86 ετών, τον οποίον συναντήσαμε κοντά στην πλατεία του οικισμού. Φιλόξενος και πρόθυμος να ξεδιπλώσει την ιστορία της οικογένειας του, μας καλεί στην ταράτσα του σπιτιού του. H αφήγηση του κ. Ανέστη είναι μια ζωντανή μαρτυρία, ένα οδοιπορικό μνήμης και τιμής σε όσους χάθηκαν, βασανίστηκαν, ξεριζώθηκαν.
«Η ιστορία μας, ξεκινά με τις σφαγές των Τούρκων. Ο παππούς μου έφυγε από την Κερασούντα, όταν ο πατέρας μου, ήταν 3 ετών, το 1917. Πάντα μου έλεγε, για τη μικρή του αδελφούλα, που αποχωρίστηκε στο δρόμο του κατατρεγμού. Τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Το κοριτσάκι μωρό, στην κούνια τότε. H οικογένεια μαζί με άλλους προσπάθησαν να γλιτώσουν από τη σφαγή, έτρεχαν μέσα στο δάσος, εκείνο έκλαιγε συνεχώς τρομοκρατημένο. Η ομάδα είπε στη γιαγιά μου, πως έπρεπε να το εγκαταλείψει σε ένα δένδρο, για να μην τους εντοπίσουν οι Τούρκοι. Έτσι και έγινε... ποτέ δεν μάθαμε κάτι... το μωρό χάθηκε. Τελικά, κατάφεραν να επιβιβαστούν σε ένα ρωσικό πλοίο και πήγαν αρχικά στην Οδησσό και από εκεί, στην παραλιακή Γκάγκρα του Καυκάσου, όπου και εγκαταστάθηκαν».
Στη Γκάγκρα γεννήθηκε και ο κ. Ανέστης. Μέσα στο σπίτι έμαθε τη μητρική γλώσσα, τα ποντιακά και στο σχολείο τα pωσικά. Επί χρόνια, ο πατέρας του προσπαθούσε να έρθει η οικογένεια στην Ελλάδα. Όπως μας αναφέρει, από το 1938 μεχρι το 1956, είχε αλληλογραφία με την ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα, η οποία χορηγούσε τα απαιτούμενα έγγραφα, όμως οι ρωσικές αρχές δεν το επέτρεπαν.
Η εξορία, ο εκτοπισμός στο Καζακστάν, ήρθε το 1949.
« Ο Στάλιν το ΄49 , διέταξε να φύγουμε όλοι οι πόντιοι πρόσφυγες από τον Καύκασο, από τη Γκάγκρα, το Σότσι, το Σοχούμι όπου είχαμε βρει καταφύγιο .
Θυμάμαι εκείνο το ταξίδι. Μας μετέφεραν με τρένα φορτηγά. Από 10 οικογένειες στρυμωγμένες στο κάθε βαγόνι... Φτάσαμε μετά από ταλαιπωρία, στην Αλμά-Ατά, που ήταν η πρωτεύουσα, στο σημερινό Αλμάτι. Στη συνέχεια, μας οδήγησαν σε μία αγροτική περιοχή και εγκατασταθήκαμε στη πόλη Αρίς κοντά στην Τασκένδη. Ο πατέρας μου, ήταν τσαγκάρης, όμως εκεί εργάστηκε, ως ελαιοχρωματιστής. Μεροδούλι μεροφάι, υπήρχε μεροκάματο ίσια-ίσια να ζεις».
Τελικά, η οικογένεια κατόρθωσε το 1956 να φτάσει με καράβι από την Οδησσό στον Πειραιά. Ήταν ακόμη μία οδύσσεια στο δρόμο της προσφυγιάς για την οικογένεια του κ. Ανέστη Παυλίδη, αλλά και για 10δες άλλες Ποντίων. Από το Καζακστάν έφυγαν με τρένο για τη Μόσχα. «Ήταν τρεις μέρες δρόμος με τρένο. Από τη Μόσχα πήραμε άλλο τρένο, για την Οδησσό. ..ακόμη δύο μέρες στα τρένα. Στην Οδησσό, περιμέναμε το καράβι για την Ελλάδα... Φτάσαμε στον Πειραιά. Ο πατέρας μου γνώριζε πως συγγενείς του βρίσκονταν στην Κατερίνη. Πήγαμε εκεί για λίγο διάστημα, αρχικά. Με το πρόγραμμα αποκατάστασης του ΟΗΕ, αρχίσαμε μια νέα ζωή εδώ στη Βίγλα».
Ο κ. Ανέστης είναι από τους λιγοστούς πρώτης γενιάς πρόσφυγες που ζουν στη Βίγλα.
Απέναντι από το σπίτι του, ζει η 80χρονη κ. Κυριακή Δημητριάδη-Νικοπολίδη. Γνωρίσαμε μία γυναίκα φιλόξενη, που αμέσως άνοιξε το σπίτι της και μας υποδέχτηκε, για να μας διηγηθεί τη δική της προσωπική ιστορία.
Ζωές παράλληλες, με τραγικές στιγμές, με αγωνίες και αγώνες για την επιβίωση, με διωγμούς, με πίκρες και καημούς για τη χαμένη πατρογονική εστία, τον τόπο τους που μάτωσε και άρπαξαν οι Τούρκοι.
Η οικογένεια της κ. Κυριακής, είναι από τη Σαμψούντα. Το 1922 έφυγαν, κατατρεγμένοι για να σωθούν. Ο πατέρας ήταν τότε 14 ετών και γλίτωσε από θαύμα.
«Έκαψαν τη μητέρα του. Τους έκαψαν ζωντανούς...έφευγε με τη μητέρα του, όμως Τούρκοι τους φώναζαν, γυρίστε πίσω... τους παγίδευσαν... Όμως, ο πατέρας μου δεν άκουσε και έφυγε μπροστά, έτσι γλίτωσε. Μία μεγάλη ομάδα Ποντίων μαζί με τη μητέρα του, οδηγήθηκαν σε ένα κτήριο και τους έκαψαν ζωντανούς....». Με αυτά τα λόγια, η 80χρονη γυναίκα ξεδιπλώνει την ιστορία της.
Ο πατέρας της έφτασε στη Γκάγκρα, πάλεψε για τη ζωή του και έκανε οικογένεια. Είχαν ένα απλό σπίτι με πολλά καρποφόρα δένδρα, θυμάται αμυδρά η κ. Κυριακή, γιατί το 1949, εκτοπίστηκαν στο Καζακστάν. Όπως μας αναφέρει, δύο χρόνια πριν από την εξορία, ο πατέρας της εργαζόταν στο εξοχικό σπίτι του Στάλιν. Όταν πήραν εντολή να φύγουν, εκείνος διαμαρτυρήθηκε για να λάβει την απάντηση, «θα φύγετε γιατί είσαστε αλλοδαποί».
Στο Καζακστάν, η ζωή ήταν δύσκολη. «Εκεί πήγα και στο σχολείο. Στο σπίτι μιλούσαμε τη γλώσσα μας, τα ποντιακά. Στο σχολείο έμαθα τα ρωσικά».
Οι προσπάθειες της οικογένειας να έρθουν στην Ελλάδα, ήταν συνεχείς. Η πολυπόθητη πρόσκληση έφτασε το 1956.
«Το ταξίδι με το τρένο ήταν πολλές μέρες. Ήμασταν μικρά παιδιά, ο αδελφός μου 10 χρόνων, εγώ 13 και σαν παιδιά το βρήκαμε διασκέδαση. Από την Οδησσό στο Πειραιά, ταξιδέψαμε με καράβι. Όταν φτάσαμε, μας πήγαν στο Φάληρο, σε ένα παλιό ξενοδοχείο, του ΠΑΠΑ, έτσι λεγόταν. Εκεί, ήταν πολύς κόσμος, πρόσφυγες».
Οι οικογένειες των εκτοπισμένων έφτασαν στη Βίγλα, σταδιακά. Όπως περιγράφουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ήρθαν αντιμέτωποι με μία δύσκολη κατάσταση. Ο τόπος ήταν βαλτώδης, μέσα στη λάσπη και τους χωματόδρομους. Οι οικογένειες δεν είχαν όλα τα απαραίτητα για τη διαβίωση. Τα 50 πρώτα σπίτια κτίστηκαν στον βάλτο και χρειάστηκε να γίνουν αποστραγγιστικά έργα από μία ολλανδική εταιρεία. Όπως λέει ο κ. Ανέστης τα χωράφια ήταν άγονα, αλατούχα εδάφη, δεν έκαναν για καλλιέργεια. Ήταν δύσκολα, φτώχεια. Οι ντόπιοι δεν μας έβλεπαν αρχικά με καλό μάτι.
Ούτε ασφάκες, δεν μας άφησαν να κόψουμε για τις σόμπες.
Μαζί με τα σπίτια, μάς έδωσαν και χρήματα για να αγοράσουμε έπιπλα. Αγωνιστήκαμε πολύ, δουλεύαμε 20 ώρες τη μέρα και έτσι, καταφέραμε να στήσουμε τα σπιτικά μας, να ξανακτίσουμε τη ζωή μας ....»
«Δουλέψαμε μεροκάματο, ο καθένας όπως μπορούσε. Σπέρναμε αρχικά σιτάρι, μετά ήρθε κάποιος και μας έμαθε να σπέρνουμε βαμβάκι, όμως δεν είχαμε προκοπή και σταματήσαμε. Είχαμε ζώα, αγελάδες, αρνιά για το σπίτι.
Όλοι έτσι ήμασταν. Αυτή ήταν η κατάσταση στο χωριό», θυμάται η κ. Κυριακή και μας μιλάει, για τα ήθη και τις αρχές στην ποντιακή οικογένεια.
«Εμείς οι παλιοί, κρατάμε τις συνήθειες από τους γονείς μας. Στο μεγάλωμα των παιδιών, οι γονείς μας, έδιναν αρχές στην οικογένεια. Ήμασταν πιο αυστηρά σε σύγκριση με σήμερα».
Ο οικισμός Νέα Βίγλα, βρίσκεται 17 χιλιόμετρα από την πόλη της Άρτας. Ο Ποντιακός Σύλλογος Βίγλας "Οι Πρόσφυγες", αναφέρει σχετικά με την ζωή των Ποντίων, τα πρώτα χρόνια, στη Βίγλα:
«Εκείνη την εποχή η ζωή στη Βίγλα ήταν άθλια, το χωριό μας ήταν πρόσφατα αποστραγγισμένο και δεν υπήρχε φως και νερό. Το τηλέφωνο τότε, ήταν ένα και μοναδικό, κρατικό. Στη μέση του χωριού μας, κτίστηκαν τα δύο πρώτα σπίτια και μετά άλλα 50 που μας τα δώσανε με κλήρο. Μας έκτισαν το Δημοτικό Σχολείο και Παιδικό Σταθμό, το τότε "Σπίτι Παιδιού" από Ολλανδούς επιστήμονες. Οι κ. Κωκ και Άκερμαν αυτοί που θυμόμαστε από τους γονείς μας, δεν ξέρανε ποιοι ήμασταν και από πού ήρθαμε. Όταν επιβιώσαμε και στηριχθήκαμε στα πόδια μας και μετά από χρόνια επιβίωσης, ιδρύσαμε τον Σύλλογό μας.
Ο Ποντιακός Σύλλογος Βίγλας «Οι Πρόσφυγες» ιδρύθηκε το έτος 1982 στο προσφυγικό χωριό Βίγλα του νομού Άρτας. Το χωριό μας με 100 σπίτια χτίστηκε το 1957, για αποκατάσταση προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση. Οι παππούδες μας το 1914-15, με τη γενοκτονία των Ποντίων, έφυγαν από Τραπεζούντα, Κερασούντα, Σαμψούντα και εγκαταστάθηκαν στον Καύκασο της Ρωσίας, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, στις πόλεις ΣΟΧΟΥΜΠΙ - ΓΑΚΡΑ - ΤΟΤΣΙ».
Μαίρη Τζώρα/ ΑΠΕ- ΜΠΕ