«Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα/ κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη/ και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα…»
Σαν σήμερα, στις 10 του Φλεβάρη 1975, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ποιητής και συγγραφέας Νίκος Καββαδίας.
O Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 του Γενάρη 1910, στη Ματζουρία. Ηρθε στην Ελλάδα το 1914 και από το 1920 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Μαθητής του Δημοτικού έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.
Το 1929 μπαρκάρισε ως ναύτης, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να δημοσιεύει τις εμπειρίες του από τα ταξίδια.
«Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι και ζωντανοί και πνιγμένοι είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αίτιος και ο Υπεύθυνος για το σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα και για το πνευματικό και το ηθικό τους σκοτάδι, είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός…» γράφει για τον Καββαδία ο Κώστας Βάρναλης.
Το 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού», που θα του χαρίσει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του.
Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύτηκε ως ημιονηγός και τις εμπειρίες αυτές τις κατέγραφε στο πεζογράφημα «Στο άλογό μου». Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Την ίδια περίοδο άρχισε να δημοσιεύει και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» και το ποίημα «Αντίσταση». Το 1946, μαζί με άλλους διανοούμενους, υπέγραψε διαμαρτυρία κατά του Γ΄ Ψηφίσματος που ήταν ο «θεμέλιος λίθος» του αντικομμουνιστικού οργίου.
Το 1947 ο Καββαδίας θα τυπώσει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Πούσι» (εκδόσεις Α. Καραβία). Τα ποιήματά του θα γίνουν πολύ γνωστά, αργότερα, όταν μελοποιηθούν και τραγουδηθούν και θα κάνουν τον ποιητή από τους πιο αγαπημένους, όλων των ηλικιών.
Ο Κώστας Βάρναλης έχει ήδη αναγνωρίσει τη λογοτεχνική αξία του νεαρού Καββαδία και έχει εκφραστεί γι’ αυτόν με θερμά λόγια, νωρίτερα, σε κριτική του για την πρώτη του συλλογή «Μαραμπού» (1933). Τελειώνει μάλιστα την κριτική του με τη φράση «Ας γίνει επί τέλους… γνωστός!».
Λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 ο Καββαδίας έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική», όπου αφιέρωσε και το ποίημά του «Σπουδαστές». Στη διάρκεια της δικτατορίας αξιοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις. Το 1974, ο ποιητής συνέβαλε με την υπογραφή του στον αντιμοναρχικό αγώνα.
«Έφυγε» χωρίς να προλάβει να δει τυπωμένη την τρίτη συλλογή του «Τραβέρσο» και ν’ ακούσει μελοποιημένα τα ποιήματά του. Το 1954 εκδόθηκε το πεζογράφημα «Βάρδια».
«Ο Νίκος Καββαδίας, ο μέγας αυτός παραμυθάς, χρησιμοποιεί τη θάλασσα, το πλοίο, τα λιμάνια ως πεδίο για να πει πράγματα πολύ σημαντικά και διαχρονικά. Να μιλήσει για το αιώνιο ταξίδι, να μιλήσει και να πει το «Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται». Και δεν εννοεί μόνο τη φυγή από τη βάρβαρη πραγματικότητα, αναφέρεται κυρίως στην ανάγκη να ονειρευτούμε για να πάμε σε μια άλλη κοινωνία, στην οποία ο άνθρωπος θ’ αυτοπραγματωθεί. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να «χορέψουμε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Δηλαδή να ξεπεράσουμε τις καταγεγραμμένες μας δυνατότητες, να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Με άλλα λόγια, να κατακτήσουμε το Αδύνατο» επισημαίνει ο Θάνος Μικρούτσικος.
πηγη: