Ταλαίπωροι ταξιδιώτες του Αιγαίου
Πάνος Κοκκίδης/protagon.gr
Η ζέστη καθότανε πυκνή και χυλωμένη πάνω στο λιμάνι του Πειραιά. Ο μοναδικός αέρας στα μάγουλά μου ήταν τα απόνερα από μια αυτοσχέδια βεντάλια που κουνούσε αδέξια η ενδεκάχρονη κόρη μου στη θέση του συνοδηγού. Μπαμπάς και κόρη θα πήγαιναν μαζί διακοπές, για να αποκτήσουν αναμνήσεις. Η μεν παιδικής ηλικίας, ο δε για τις κρύες νύχτες του χειμώνα που θα είμαι μόνος μου και ξεχασμένος από παιδιά και φίλους, όπως τόσοι και τόσοι γέροντες. Τέλος πάντων, ήμασταν όλο χαρά μέσα στο τζιπάκι το κόκκινο το καλοκαιρινό το κάμπριο, ακούγοντας κάποιο ξεχασμένο κομμάτι των Deep Purple από κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο του Πειραιά. Μακριά απ' την κριτική της μαμάς, πιο μακριά απ' την επίμονη ζήλια του αδελφού, μασουλάγαμε τσίχλες φράουλα χωρίς ζάχαρη πλαταγίζοντας το στόμα κωλοπαιδίστικα, με τους αγκώνες να κρέμονται έξω απ' το παράθυρο, φορούσαμε μαύρα ray ban και ακούγαμε Deep Purple μέσα στο πηχτό απόγευμα του Ιουλίου. Εγώ, δηλαδή, διότι η μικρή ούτε που έπαιρνε είδηση τι monumental rock άκουγε. Αλλά έτσι είναι αυτά. Ο καθένας μας σ' αυτόν τον κόσμο ακούει ό,τι θέλει.
Το πλοίο για τη Μυτιλήνη όπου να ‘ναι θα αριβάριζε. Μια καμπάνα εκκλησίας έπαιζε τα "Παιδιά του Πειραιά" και το βρήκα πολύ προχωρημένο εκ μέρους της Πειραϊκής Εκκλησίας. Ο ιδρωμένος λιμενικός με το μαύρο κασκέτο και το μαύρο το γυαλί το γκανγκστερικό, που τελευταία φοράνε και οι αθλητές των 100 μέτρων, μας έστειλε στο τέλος της ουράς τριακοσίων αυτοκινήτων. «Και πρόσεξε μη φύγεις μέσα», μου είπε δείχνοντάς μου πως έπρεπε να πάω δίπλα απ' το ρείθρο που συγκατοικούσε το μαύρο νερό του γαύρικου λιμανιού. Ξέρω ότι έχω φάτσα περίεργη, αλλά για φάτσα ηλίθιου οδηγού δεν το ήξερα. Το έμαθα αυτό τώρα, μαζί με την κόρη μου.
Τελικά φτάσαμε τα ηλίθια στο τέλος της ουράς που θα έμπαινε μέσα στο φέρι. Λέω "τα ηλίθια", διότι εν τω μεταξύ όσα καινούρια αυτοκίνητα ερχόντουσαν μπαίνανε μπροστά-μπροστά με τον γελοίο και τάχα μου αφελή τσαμπουκά του εκτός μνημονίου Έλληνα. Αφού μπήκαμε στην όποια γραμμή, ένα βάρος και μια αγωνία έφυγε από πάνω μου κι αποφάσισα να το γιορτάσω πίνοντας μισό μπουκαλάκι νερό Κορπή. Τώρα ακούγαμε το Ιn the summertime των Μungo Jerry. H μικρή δίπλα μου δε χαμπάριαζε τι φοβερή επιτυχία έξυνε τα αυτάκια της. Γι’ αυτήν είχε ξεκινήσει η πιο όμορφη περίοδος της χρονιάς: Οι καλοκαιρινές διακοπές. Τι να λέμε τώρα...
Μέσα σ' αυτό το μολυσμένο σύννεφο της ευτυχίας ήρθε και μας βρήκε το κακό μαντάτο με τη φάτσα ενός εξηνταπεντάρη καραφλού κι ασπρομάλλη συνταξιούχου του ΙΚΑ που απευθύνθηκε γεμάτος θρίαμβο σε μια ηλικιωμένη, ξεχασμένη απ' το θάνατο, γυναίκα που ‘ταν χωμένη σε ένα παλιό Τογιότα κι έπιανε με φόβο τη χειρολαβή του συνοδηγού μήπως και βουλιάξει μέσα στα πλαστικά μπαγκάζια που έφταναν μέχρι την οροφή.
- Μάνα! Θα έχουμε καθυστέρηση! Έπεσε η μπουκαπόρτα στη θάλασσα!
Σταματήσαμε με μιας το μασούλημα φράουλας και είδαμε στο μπροστινό μέρος της ουράς του καλοκαιριού να έχουν μαζευτεί περίεργοι, να γουστάρουν την αγωνία του λοστρόμου. Βγήκαμε έξω απ' τ' αμάξι και αρχίσαμε να περπατάμε προς το γεγονός. Όλοι ήταν έξω. Το χάπενινγκ των διακοπών εξελισσόταν μια χαρά. Άντρες με σαγιονάρες και άκομψα κοντά παντελόνια μιλούσαν σε κινητά σκορπίζοντας το γεγονός στα πέρατα της γης. Μασουλούσαν σάντουιτς, κοκακόλες και πλαστικά νερά που τα πετούσαν στο λιμάνι μόλις τελείωναν. Τσιγάρα στριμμένα και γατάκια μέσα σε κλουβιά περίμεναν υπομονετικά πάνω σε ζεστά καπό αυτοκινήτων. Και πάνω απ' όλα ο σαλεπιτζής. Ο εκσυγχρονισμός της Μέρκελ. Ο σαλεπιτζής ήρθε θριαμβευτικά πάνω σε μια θηριώδη γουρούνα Suzuki. Πάει και το γραφικό τρίκυκλο του Κοτζαμάνη που μας συντρόφευσε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Αφού διασχίσαμε πλάνα απ' το Weekend του Γκοντάρ, φτάσαμε στην κεντρική σκηνή. Πράγματι η πόρτα αυτού του υπεσύγχρονου φέρι είχε φύγει στο νερό! Κάποιος ταλαίπωρος κολυμπούσε και με τη βοήθεια μιας βάρκας και ενός γερανού που κατέφθασε, προσπαθούσαν να ψαρέψουν τα συρματόσχοινα και να τη σηκώσουν. Είχαμε κιόλας μιάμιση ώρα καθυστέρηση. Όμως το πλήθος γούσταρε τη φάση και μόνο κάποιος εναλλακτικός με γκρι κοτσίδα και γυαλιά σαν του Τζεπέτο, του πατέρα του Πινόκιο, διαμαρτυρόταν σε κάποιον με σιρίτια ότι ξέρει τον υπουργό Ναυτιλίας και πως αυτά τα καραγκιοζιλίκια δεν θα περάσουν έτσι. Χθες ήταν μαζί του και τα λέγανε. Ο ναύαρχος τον άκουγε στωικά. Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα βουβής αλληλεγγύης. Βέβαια, ήταν ένα ακόμα ψώνιο του «ξες, ρε, ποιος ειμ’ εγώ;».
Κάποια στιγμή νύχτωσε και ξαφνικά άρχισαν να βάζουν κόσμο στο βαπόρι. Ήταν φανερό πως ήθελαν να μας καπαρώσουν γιατί μερικοί, που τους είχαν τελειώσει τα σάντουιτς και τα τσιγάρα, έδειχναν αποσχιστικές τάσεις προς το σπίτι τους.
Όταν μπήκαμε μέσα άρχισαν οι αναγγελίες ότι δεν θα ξεκινήσουμε πριν δώσει άδεια ο νηογνώμων. Φαντάστηκα κάποιον τύπο σε ένα καφενείο, με πράσινο λακόστ, να πίνει ουζάκια στην Πειραϊκή. Να καρφώνει μια σαρδέλα και να χτυπάει το κινητό ότι πρέπει να πάει στο λιμάνι να επιθεωρήσει μια μπουκαπόρτα για να φύγει το πλοίο. Ο νηογνώμων με τη σαρδέλα στο πιρούνι μάλλον θα σκεφτόταν «βρε, δεν πάνε να κουρεύονται, νυχτιάτικα».
Και πήγαμε. Όσοι μπόρεσαν πήγαν για ύπνο. Άλλοι κατέρρεαν στις καρέκλες των μπαρ. Κι άλλοι κάπνιζαν κοιτώντας το πουθενά. Κόντευαν μεσάνυχτα όταν ο νηογνώμων άφησε τη σαρδέλα κάτω. Απ' το φιλιστρίνι είδα τις φωτεινές επιγραφές του Πειραιά να θαμπώνουν και να απομακρύνονται αργά-αργά, βυθίστηκα στον επόμενο εφιάλτη μου. Μια οικογενειακή παραλία στο Αιγαίο.
«Μα, πώς τα αντέχεις» μου έγραψε ένας φίλος.
Έλα, ντε;