Σαπίλα στο βασίλειο της Δανιμαρκίας
Κάθομαι εδώ και 10 λεπτά πάνω από το πληκτρολόγιο χωρίς να ξέρω πώς ακριβώς να εκφραστώ για ό,τι καταγγέλεται και διαδραματίζεται τις τελευταίες μέρες. Γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις τρίτοι δεν έχουν να πουν πολλά, αρκούν τα λόγια, οι περιγραφές και οι καταγγελίες των θυμάτων. Η υπόθεση Λιγνάδη είναι αρρωστημένη, είναι ζοφερή, είναι η επιτομή της αθλιότητας.
Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη υπόθεση, που λαμβάνει κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις, αναδεικνύοντας τη σαθρότητα των θεμελίων της κοινωνίας μας. Σπάνια, θα έλεγα, συναντά κανείς στη χώρα μας τέτοιας απαξίας εγκλήματα, όπως είναι ο βιασμός και μάλιστα σε βάρος ανηλίκων, από ανθρώπους που κατέχουν θεσμικές θέσεις. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για έναν απλό βιασμό, όσο μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει έναν βιασμό απλό, αλλά για εμπλοκή σ’ ένα κύκλωμα διακίνησης και εκμετάλλευσης ανηλίκων, υπό το κάλυμμα… ΜΚΟ!
Ως προς την πολιτική πλευρά της υπόθεσης, ομολογώ, πραγματικά, ότι τέτοια δεν θα ‘πρέπε να υπάρχει. Για τον λόγο ότι το να κάνει κανείς πολιτική επί πτωμάτων μόνο τυμβωρυχία μπορεί να θεωρηθεί. Δεν αφήνει, όμως, περιθώρια η συνέντευξη τύπου που έδωσε η υπουργός πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μετά την επισημοποίηση των καταγγελιών. Ουσιαστικά, μέσω της συνέντευξης, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τον… γνωστό σκηνοθέτη, δηλώνοντας ότι δεν υπήρξε φίλος δικός της, αλλά ουτε και του πρωθυπουργού, και ότι εξαπατήθηκε ως προς την απόφαση της να τον επιλέξει στη θέση του διευθυντή του εθνικού θεάτρου.
Ωστόσο, δημιουργείται μια πλειάδα ερωτήσεων. Κατ’ αρχάς, γιατί το 2019 ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου διορίζεται (κίνηση, μάλιστα, που είναι από τις πρώτες της νεοεκλεγείσας τότε κυβέρνησης) και δεν γίνεται διαγωνισμός, όπως συνέβη και προγενέστερα; Διότι μια τέτοια κίνηση μοιάζει με διορισμό ημετέρου. Δεύτερον, για ποιο λόγο εκδόθηκε από την διεύθυνση της ΕΡΤ αυτή η απαράδεκτη οδηγία (που θύμισε εποχές ΥΕΝΕΔ) για απόκρυψη φωτογραφιών του Λιγνάδη με την υπουργό και τον Πρωθυπουργό; Αν δεν υπήρχε κάποια φιλία που ίσως να ήθελαν να κρύψουν, δεν θα υπήρχε λόγος απόκρυψης και ενδεχόμενη δημοσιοποίησή τους με σκοπό την απόδειξη προσωπικών σχέσεων θα μπορούσε να διαψευσθεί. Τρίτον, γιατί λίγες μέρες πριν τη σύλληψη διηρρήγνυε τα ιμάτιά της κάνοντας λόγο για ανθρωποφαγία και για τεκμήριο αθωότητας και μετά από λίγες μέρες προβαίνει σε κυβίστηση ολκής, μιλώντας για εξαπάτηση; Τι άλλαξε σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα;
Από εκεί και πέρα, αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι να δούμε αν υπέχει ευθύνες η κυβέρνηση. Υπάρχει πρώτ’ απ’ όλα ο ακραίος, αλλά όχι αμελητέος, ισχυρισμός ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες. Αυτό ισχύει, μόνον αν λάβουμε ως δεδομένο ότι τα μέλη της κυβέρνησης γνώριζαν το ποιόν και το παρελθόν του σκηνοθέτη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Είτε γνώριζαν είτε όχι, επωμίζονται τον διορισμό ενός επικίνδυνου και ρυπαρού προσώπου σε μια σημαντική θέση. Αν γνώριζαν, μιλάμε για μια αποσχημάτιστη προσπάθεια συγκάλυψης και έλλειψη ηθικών φραγμών. Αν όχι, μιλάμε για διορισμό προσώπων χωρίς κριτήρια. Βέβαιο είναι ότι η υπουργός πολιτισμού θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί, γιατί το μόνο που κάνει είναι να δυσφημεί τον χώρο της τέχνης.
Κλείνω με μια απάντηση σ’ όλους εκείνους που λένε «γιατί τώρα;»: ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλα τα θύματα, από την Μπεκατώρου έως τον Νίκο Σ., που άνοιξαν το στόμα τους ΤΏΡΑ. Είναι άξιοι θαυμασμού και ευγνωμοσύνης, γιατί αποτέλεσαν την αιτία να απαλλαγούμε από δήθεν άριστους και απ’ όλους εκείνους τους επικίνδυνους που μόνο πόνο έδωσαν σε συμπολίτες μας.
* Ασκούμενος Δικηγόρος