Το Πολυτεχνείο ήταν πιο σημαντικό για το μέλλον του παρά για το παρόν του
Η νέα ποιότητα της εξέγερσης οφείλεται στο ότι συνδέθηκε με τα υπόγεια, αυθόρμητα ρεύματα μιας κοινωνικής αμφισβήτησης. Σχεδόν όλα έχουν ειπωθεί. Τόσο που φαντάζει σα να κουραστήκαμε όλοι, κι εκείνοι που ακούνε κι εκείνοι που τροφοδοτούν κατ’ έτος τις αναμνήσεις και τη νεανική τους ορμή με αφηγήσεις προσαρμοζόμενες αναλόγως.
Τώρα, νομίζω, πως στην αγορά δεν έχει αντίκρισμα το νόμισμα «ήμουν κι εγώ εκεί». Όχι γιατί εξορίστηκε το παρελθόν, όσο γιατί κάθε αφήγηση ακολουθείται από ένα ερώτημα: «τώρα πού είσαι;». Το οποίο είναι δύσκολο να απαντηθεί, ακόμα κι από εκείνους που «είναι». Καθώς τα «είναι», οι τόποι και οι ιδέες μιας σχετικά σταθερής εγκατάστασης, κόμματα, κινήματα, κινήσεις, «ρεύματα», ομάδες, παρέες δεν συνιστούν ακριβή ταυτότητα και ακριβή τοποθεσία, δεν βεβαιώνουν οπωσδήποτε εκείνο το «που είναι» του ερωτώμενου. Μια διάχυση που έχει συντελεστεί, έχει κάνει και δυσδιάκριτες τις εν λόγω τοποθετήσεις. Δεν ξέρω αν κατ’ ανάγκην πρόκειται για κάτι κακό, ή αν η κατάσταση αυτή υπαινίσσεται μια «δημιουργική ασάφεια» (κατά την πρόσφατη μόδα που ξεχάστηκε τόσο γρήγορα), ή κάτι καλύτερο, μια δημιουργική αναζήτηση, παραπέμποντάς μας σε αυτό που συχνά λέμε, νέα εποχή. Μιας και είναι πολλοί εκείνοι που λάμνουν στα πάνω νερά αναζητώντας τα ρεύματα, λέω κι εγώ να συνεισφέρω με κάποιες σκέψεις παρελθόντος που βρίσκω εξαιρετικά μελλοντικές. Το Πολυτεχνείο δεν θα ήταν Πολυτεχνείο, δηλαδή μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση, αν είχε περιοριστεί.
Ποικιλοτρόπως περιοριστεί. Στο χώρο, στο χρόνο, στους αποδέκτες του, στους συμμετέχοντες, στις συνειδήσεις κ.ο.κ. Μερικές φορές σκέφτομαι, πως ήταν πιο σημαντικό στο μέλλον του, παρά στο παρόν του.
Έκανε, δηλαδή, πιο πολλά ως αφήγηση παρά ως συμβάν καθεαυτό. Δεν έριξε τη χούντα.
Αλλά έστειλε την απειλή και άμεσα και δευτερευόντως μια γενικότερη απειλή. Τόσο πιο μεγάλη όσο περισσότερο μεγάλωνε ο μύθος του. Ο οποίος μεγάλωνε για πολλά χρόνια μετά, ως ακόμα και σήμερα.
Αλλά οι μύθοι για να υπάρξουν στο παρόν και να διατηρηθούν, πολύ περισσότερο να επεκταθούν στο χρόνο, χρειάζεται να κάνουν υπέρβαση στο παρόν τους, δηλαδή να πετύχουν ως συμβάν ώστε να γίνουν εν συνεχεία και εκ των υστέρων μύθος.
Πριν όμως συντελεστεί και πριν ο μύθος γίνει μύθος, το συμβάν πρέπει να ζήσει σε μια δύσκολη πραγματικότητα. Αυτό υποδηλώνει το Πολυτεχνείο του ’73. Μια σκληρή προετοιμασία, υπομονετική δουλειά χρόνων, αυτή την άχαρη, καθημερινή και αντιηρωική προσπάθεια, να πείσεις έναν-δυο, να μιλήσεις σε άλλους δυο-τρεις που συνήθως δεν σε ακούνε, ή τουλάχιστον δεν ανταποκρίνονται, να εισπράξεις το «εσύ καλά τα λες αλλά δεν γίνεται τίποτα, αυτοί θα μείνουν εκατό χρόνια, οι Έλληνες είναι υποταγμένοι, μόνο την καλοπέρασή τους σκέφτονται», και την απογοήτευση που τα συνοδεύει. Να ζήσεις με την απειλή μιας σύλληψης και όσων την ακολουθούν, για κάτι που δείχνει ανέφικτο, ή τουλάχιστον μη αποδεκτό από τους γύρω σου.
Να υπάρχεις σε μια σιωπή, χωρίς καν τη μικρή δόξα μιας αναγνώρισης - που δεν έχεις τρόπο να την εισπράξεις μέσα στο συνωμοτισμό. Να καταφεύγεις σε ηρωικές φαντασίες για να διασώζεις το παρόν, αλλά κυρίως τον εαυτό σου.
Όλα αυτά θέλουν να εισαγάγουν σε ένα θέμα που έχει πολυσυζητηθεί, αλλά πιστεύω σχεδόν όλες τις φορές με λάθος τρόπο, για τα γεγονότα του 1973, και το οποίο είναι δραματικά κρίσιμο και επίκαιρο, σήμερα.
Αν το «Πολυτεχνείο» ήταν υπόθεση των οργανωμένων δυνάμεων και του αντιδικτατορικού ρεύματος που είχε απλώσει στους φοιτητές και στους πολιτικοποιημένους συμπαραστάτες, θα είχε γίνει, θα είχε τελειώσει και θα διεκδικούσε τη δόξα των προηγούμενων καταλήψεων της Νομικής, συσσωρεύοντας μια ακόμα ποσότητα. Αλλά το «Πολυτεχνείο» έγινε η μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα επειδή συνδέθηκε σε βάθος με τα υπόγεια, αυθόρμητα ρεύματα μιας κοινωνικής αμφισβήτησης, ασαφούς, απροσδιόριστης, πολυποίκιλης, μερικές φορές, ή ίσως τις περισσότερες, απολίτικης.
Το «Πολυτεχνείο» θα είχε περιοριστεί στο πλαίσιο ενός γεγονότος, αν δεν έπαιρναν μαζικά μέρος οι ποδοσφαιρόφιλοι που είχαν στέκια τα γήπεδα και την Ομόνοια, οι ραδιοφωνικοί πειρατές που δεν ενδιαφέρονταν παρά να μεταδίδουν πειράγματα στα κορίτσια και νέα χιτς της μουσικής, οι περιθωριακοί θαμώνες των πλατειών, οι κάθε είδους απόμακροι, παρέες και ομάδες, ροκάδες πειραγμένοι που δεν καταλάβαιναν γρι από πολιτική, ροκάδες που καταλάβαιναν από πολιτική αλλά δεν έπαιρναν μέρος, οργισμένοι κάθε είδους, ομάδες και παρέες, μικρές ή μεγάλες, μιας νεανικής αναζήτησης που δεν περιελάμβανε ανώτερες πολιτικές επεξεργασίες κ.ο.κ., εν ολίγοις, ποικίλα, ανεξάρτητα και ανεξερεύνητα ρεύματα, μακρινά και απρόσιτα, που αίφνης βρήκαν στην εξέγερση τη δημιουργική τους κοίτη.
Φυσικά αυτοί δεν ήταν οι μόνοι, αλίμονο, όμως έκαναν τη διαφορά και στον όγκο και στην ορμή της εξέγερσης. Μετέφρασαν την εξέγερση στη δική τους γλώσσα, έβαλαν τη δική τους διεκδίκηση, έδωσαν το χρώμα τους και πήραν από το χρώμα της, κάνοντας την δική τους και δική μας, με ισότιμο τρόπο. Δέχτηκαν να ενταχθούν σε μια οργανωμένη προσπάθεια, πήραν από τη Συντονιστική Επιτροπή τις κατευθύνσεις, και τις υλοποίησαν με τη δική τους έμπνευση στους δρόμους. Είναι, για παράδειγμα, γνωστό το πώς οι ραδιοπειρατές μετέδιδαν σε όλη την Αθήνα και όλη την Ελλάδα τα μηνύματα του σταθμού, με κίνδυνο να εντοπιστούν και συλληφθούν.
Σε όλη αυτή την εξέλιξη, ήταν αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως μια μικρή πρωτοπορία έφερε μέσα στο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα κατ’ αρχήν, ξανά τη στρατηγική στόχευση της Αριστεράς, κάτι που απουσίασε από τις επίσημες εκφράσεις της τη δεκαετία του ’60 - απουσία που επέτρεψε στη χούντα να επιβληθεί και εν συνεχεία να επιβάλλει τη σιωπή από το 1967 μέχρι το 1971.
Γι’ αυτό το «Πολυτεχνείο» έγινε σύμβολο μιας βαθύτερης αμφισβήτησης, πέρα από τα παραδοσιακά πλαίσια και διεκδικήσεις, ακόμα και της Αριστεράς. Πήρε και διέδωσε τον αγωνιώδη ριζοσπαστισμό περιφρονημένων αναζητήσεων και ρευμάτων, στα οποία έδωσε πρόσωπο και ταυτότητα, τα πήρε στα σοβαρά και τα ανέδειξε σε πρωταγωνιστές, όπως συμβαίνει πάντα σε μια γνήσια εξέγερση.
Κι αν επανέρχομαι σήμερα σε τέτοιες αφηγήσεις δεν είναι μόνο για να αναμοχλεύσω ξεχασμένες εικόνες, κι ας έχουν τη σημασία τους, όσο για να θυμίσω σε όσους το ξεχνούν, πως καλά είναι να μιλάς για μια «δόξα», αλλά πρέπει και να μαθαίνεις πως η «δόξα» αυτή έχει λιγότερο «ηρωισμό» και περισσότερο κόπο, φθορά και απελπισία. Και κυρίως, πως κάθε αναζήτηση του παρόντος, για να ανανεώνεται και να υπάρχει πραγματικά, με απαίτηση να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στα επερχόμενα γεγονότα, οφείλει να αναδεικνύει τη στρατηγική της στόχευση και να συνδέεται με τα ποικίλα υπόγεια ρεύματα αντίστασης που δεν έχουν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, ακόμα και με εκείνα της αυθόρμητης, απολίτικης και μερικές φορές επιφανειακά αντιδραστικής (με τα κριτήρια των αριστερών καταλόγων), αναζήτησης και αμφισβήτησης. Καθότι, σήμερα, θεωρούμε πως η Αριστερά έχει καθήκον να καθοδηγήσει αυτά τα ρεύματα και να τα οδηγήσει στην δική της δεδομένη αλήθεια, παραβλέποντας το πόσα έχει να πάρει. Να πάρει από αυτά και να τους δώσει, αποδεικνύοντας εμπράκτως πως αποτελεί η ίδια το καλύτερο μέρος τους. Όπως, δηλαδή, δεν έγινε στα κινήματα των πλατειών.
* κείμενο του 2018 kommon.gr/