Μικροί «αιχμάλωτοι πολέμου»
Γράφει Δήμητρα Τριανταφύλλου / AnthensVoice
Είναι όμορφος και γλυκός, κοιτάζει τις κάμερες αγέρωχα και με περηφάνια, με μια αντρική σκληράδα που δεν ταιριάζει στην ηλικία του, με μαλλιά ανάκατα και τσαμπουκά, με την έκφραση που στρογγυλοκάθεται στο πρόσωπο όταν είσαι αποφασισμένος για όλα και το παίρνεις πάνω σου – κανένα σημάδι λύπησης, κουρελιάσματος, κανένα τσάκισμα στο πρόσωπο, ακόμα και με το ένα μάτι βουλωμένο κοιτάζει ίσια μπροστά και δεν θέλει καθόλου να κρυφτεί, δεν σκύβει όπως συνηθίζεται στις συλλήψεις, θέλει να τον κοιτάξουμε καλά καλά. Είναι 20 χρονών και τον λένε Νίκο Ρωμανό.
Η μαμά του, η Παυλίνα Νάσιουτζικ, ως μαμά που είναι βρίσκεται ήδη στη χώρα του πόνου, του θρήνου, του τρόμου. Τη Δευτέρα το πρωί μού μιλάει στο τηλέφωνο σαν χαμένη, δεν καταλαβαίνει τίποτα, από ποια εφημερίδα παίρνω, τι της λέω, κάνει μόνο μεγάλα κενά σιωπής και κλαίει. Προσπαθεί στιγμιαία να βάλει για ένα λεπτό τα πράγματα μέσα της σε τάξη. Αλλά δεν μπαίνουν με τίποτα. Με τσακισμένη αλλά αποφασιστική φωνή μού λέει τη μοναδική φράση που της επιτρέπει προς το παρόν ο δικηγόρος της οικογένειας, Φραγκίσκος Ραγκούσης: «Είμαστε πολύ υπερήφανοι για το γιο μας και θα τον υπερασπιστούμε μέχρι τέλους». Στη μοναδική εμφάνιση που έχει κάνει σε τηλεοπτικό κανάλι θα προσθέσει: «Τα παιδιά είναι πολύ χτυπημένα. Χτυπήθηκαν όλα μέσα στην Ασφάλεια, δεν χτυπήθηκαν κατά τη συμπλοκή».
Δύο μέρες μετά θα ξεκινάει προκαταρκτική ανάκριση για τους βασανισμούς που ασκήθηκαν στα τέσσερα παιδιά κι οι ξένες εφημερίδες θα γράφουν (ξανά) για την αυθαιρεσία των ελληνικών αστυνομικών αρχών και το κακότεχνο photoshop, ενώ στο ελληνικό διαδίκτυο θα αναπαράγεται με ταχύτητα φωτός το video που δεν έπαιξαν τα κανάλια – τη στιγμή της μεταφοράς των συλληφθέντων από την Ασφάλεια στο δικαστικό μέγαρο Κοζάνης και με τα σημάδια της κακοποίησης εμφανή στα πρόσωπά τους, ο εικοσάχρονος Ρωμανός να κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο μίσος κάμερες, δημοσιογράφους, αστυνομικούς και σαν αγρίμι να φωνάζει: «Ζήτω η αναρχία, κουφάλες».
Εντυπωσιακή, απόλυτη ανυπαρξία φόβου. Άλλωστε έχει μπει από μικρός σε προπόνηση για γερά στομάχια. Πέντε χρόνια νωρίτερα δεν φορούσε την ταμπέλα του «Βενιαμίν Τρομοκράτη», αλλά αυτή του «Κατεξοχήν Αυτόπτη Μάρτυρα» στη δολοφονία του καλύτερού του φίλου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ο Ρωμανός στεκόταν δίπλα του όταν έφευγε από το όπλο του Κορκονέα η σφαίρα. Στην κατάθεση ο δεκαπεντάχρονος τότε έλεγε: «Είδαμε από απόσταση 15-20 μέτρων δύο αστυνομικούς. Ο Αλέξανδρος ήταν μπροστά μου και πίσω δεξιά του ήμουν εγώ. Κάποιος από πίσω μου πέταξε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι και φυσικά δεν έφτασε στους αστυνομικούς. Με το που έριξε κάποιος το μπουκάλι, οι αστυνομικοί, και οι δύο αν δεν κάνω λάθος, έβγαλαν τα όπλα από τις θήκες. Δεν πυροβολούσαν ούτε προς τα επάνω ούτε προς τα κάτω. Σημάδεψαν προς το μέρος μας και πυροβόλησαν. Ο Αλέξανδρος έπεσε κάτω. Ο κόσμος φώναζε και κάποιοι σήκωσαν την μπλούζα του. Είδα ότι είχε μια τρύπα στη μέση του θώρακα και λίγο προς την καρδιά. Είχε βγάλει και αίμα...».
Τη στιγμή που η σφαίρα βρήκε τον προορισμό της ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση στο μυαλό του Ρωμανού. Στο δικαστήριο θα παρακολουθούσε τη δίκη με τους γονείς του από το ακροατήριο, αλλά όταν θα έφτανε η ώρα της δικής του κατάθεσης θα έστελνε επιστολή που θα έλεγε: «Δεν είχα κανένα σκοπό να εμφανιστώ στη δίκη, διότι δεν με απασχολεί ούτε στο ελάχιστο η έκβασή της. Αποφασίζω, ως πολιτική μου επιλογή, να μην εμφανίζομαι στις στιγμές που ορίζουν οι θεσμοί, αλλά να διαμορφώνω εγώ ο ίδιος τα δικά μου πλαίσια στα οποία θα εκφράζω την αντίληψή μου». Η κοινωνία μας τον είχε ήδη βάλει στο παιχνίδι των πολιτικών επιλογών την ώρα που έπρεπε να τον έχει στο παιχνίδι των ονείρων του μέλλοντος.
Η οικογένειά του είναι μία από τις οικογένειες που «φέρουν» πάνω τους τα σημάδια των αλλαγών σε αυτό τον τόπο, αλλά και σημάδια από τραγικά γεγονότα. Ο παππούς του Ρωμανού, Αθανάσιος Νάσιουτζικ (διανοούμενος, συγγραφέας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών), ήταν μέλος της ΕΠΟΝ και με τη λήξη του Εμφυλίου πέρασε οκτώ χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αλβανία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1984 κατηγορήθηκε για τη δολοφονία (με 97 χτυπήματα στο κεφάλι με σφυρί) του Αθανάσιου Διαμαντόπουλου, επίσης συγγραφέα και μέλος του ΚΚΕ. Όταν έγινε το «έγκλημα στο Κολωνάκι» (όπως έμεινε στην ιστορία) η κόρη του Νάσιουτζικ, επίσης συγγραφέας και φιλόλογος Παυλίνα, ήταν 18 χρονών. Πέρασε μια δεκαετία, δύο αθωωτικές αποφάσεις για τον πατέρα της και στο τέλος μια οριστική καταδίκη. Το μεσοδιάστημα μέχρι σήμερα εξέδωσε στην αρχή ιστορικά βιβλία και μελέτες (γύρω από θέματα του μείζονος ελληνισμού) και μετά επιτυχημένα lifestyle βιβλία («Μύκονος Μπλουζ», «Μαμάδες Βορείων Προαστίων» κ.ά.). Και τώρα, ξανά, νέο χτύπημα. Ο γιος της μέσα από τη φυλακή να λέει σε όλους μας: «Τα κίνητρά μου ήταν πολιτικά. Θεωρώ τον εαυτό μου αιχμάλωτο πολέμου. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου θύμα. Δεν θα υποβάλω μήνυση στους αστυνομικούς που με χτύπησαν. Επιθυμώ η κακοποίησή μου να ευαισθητοποιήσει τις συνειδήσεις των πολιτών».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο συλληφθέντας Γιάννης Μιχαηλίδης, που έξω από τα δικαστήρια Κοζάνης φώναζε με τις χειροπέδες: «Μπάτσοι - χαφιέδες πολιτικοί, δεν έχετε κανένα λόγο να κοιμάστε ήσυχοι. Χάσαμε μια μάχη, όχι τον πόλεμο».
Ας προσπαθήσουμε να μην είμαστε μελό ούτε να δώσουμε συγχωροχάρτια ούτε και να μιλήσουμε για «ευαίσθητες παιδικές καρδούλες». Αλλά ας εννοήσουμε αυτό. Ότι αυτά τα παιδιά μιλάνε για πόλεμο, ζουν σε πόλεμο, αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως πόλεμο. Κι ας είναι, όπως λέει ο κόσμος, από τα Βόρεια Προάστια. Πριν από πέντε χρόνια αυτά τα Βόρεια Προάστια έβαζαν στις νύχτες και τις μέρες της Αθήνας φωτιά επί ένα μήνα. Τώρα πια δεν υπάρχουν Βόρεια και Δυτικά Προάστια, ούτε «Μαμάδες Βορείων Προαστίων», υπάρχουν εικοσάχρονοι με καλάσνικοφ στα χέρια. Κι υπάρχει ένα ίσιωμα, ένα χάος και μια «θεσμική» κατά τα άλλα κοινωνία, που όχι απλώς τα αφήνει εντελώς απροστάτευτα αλλά τα τρώει με λαιμαργία.
Υ.Γ. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές μού τηλεφωνεί η μητέρα μου, καθηγήτρια στο 59ο σχολείο Αθηνών. Λίγα λεπτά πριν, το προαύλιο του σχολείου έχει γεμίσει με μαύρες προκηρύξεις με το ακόλουθο μήνυμα: «Φασίστες, θα σας τσακίσουμε, ερχόμαστε». Ανυπόγραφο.