Φτηνό μου, ακριβό μου νερό Ή θα πούμε το νερό "νεράκι"
Ενώ στην Αθήνα η ΕΥΔΑΠ για νερό ιδιαίτερης ποιότητας (θεωρείται το καλύτερο της Ευρώπης) το οποίο έχει σημαντικό κόστος παραγωγής έχει η τιμή διάθεσής του για τη περιοχή των Αθηνών είναι 8€ τα 9 πρώτα κ.μ (κυβικά μέτρα) του διμήνου Αντίθετα στη δε Λέσβο 18,5€ τα πρώτα 9κ.μ. με αποτέλεσμα να είναι κατά 132% ακριβότερο το νερό σε σύγκριση με την ΕΥΔΑΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν του ότι η επεξεργασία και έλεγχος του νερού δεν είναι αντίστοιχη με αυτή της ΕΥΔΑΠ, επιμέρους περιοχές των δήμων αυτών τροφοδοτούνται με νερό χωρίς καμιά επεξεργασία αλλά όπως βγαίνει από της γεωτρήσεις. Δηλαδή, είναι αμφισβητούμενης ποιότητας ή καλύτερα δεν υπόκειται σε συνεχή έλεγχο, ενώ πολλές φορές η ποιότητα έχει καταγγελθεί για επικινδυνότητα καθ' όσο γνωρίζω ή οι πολίτες δεν το χρησιμοποιούν ως πόσιμο διότι το θεωρούν «επικίνδυνο».
Ποιος θα μας απαντήσει για τη τόσο μεγάλη διαφορά στο κόστος προμήθειας ;
Γράφει ο Μιχάλης Βραχόπουλος*
Φτηνό μου, ακριβό μου νερό Ή θα πούμε το νερό "νεράκι"
Η ΕΥΔΑΠ είναι μια εταιρεία που μέχρι σήμερα φημίζεται διεθνώς για το εξαιρετικής ποιότητας νερό που διαθέτει στην Αθήνα και σε κάποιες περιοχές της Αττικής.
Η τροφοδοσία της γίνεται από τρείς κεντρικές πηγές με κύρια το Μόρνο και δεύτερη την Υλίκη, δύο τεχνίτες λίμνες οι οποίες συγκεντρώνουν τις απορροές ποταμών (κυρίως χειμάρρων) και από εκεί μέσω επιφανειακών (κυρίως) καναλιών οδηγείται σε μονάδες επεξεργασίας, διαδοχικά, Ασπρόπυργο και Γαλάτσι όπου ελέγχεται συνεχώς για την ποιότητά του.
Όπως γίνεται αντιληπτό πρόκειται για νερό το οποίο έχει ένα σημαντικό κόστος παραγωγής και η τιμή διάθεσής του για τη περιοχή των Αθηνών είναι 8€ τα 9 πρώτα κ.μ (κυβικά μέτρα) του διμήνου.
Φέτος, όπως και το 1990, η χώρα μας περνά μια περίοδο λειψυδρίας με αποτέλεσμα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να μας πληροφορούν πολύ συχνά ότι οι στάθμες στις λίμνες αυτές έχουν μειωθεί χαρακτηριστικά και ότι επίκειται να μειωθεί σημαντικά η διαθεσιμότητα των υδάτων στη χώρα γενικώς και βεβαίως και στην περιοχή της πρωτεύουσας. Το τελευταίο τονίζεται διότι εκεί, στην Περιοχή της Πρωτεύουσας, κατοικούν περί τα 4 εκ. πολίτες (περίπου η μισή χώρα) με μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού και το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρότατους κινδύνους για την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Ταυτόχρονα, η πολιτική ηγεσία, παράλληλα με τα δημοσιεύματα αρχίζει σπασμωδικά να εφαρμόζει ειδική πολιτική για το νερό ή ορθότερα εφαρμόζει την γνωστή πολιτική του εκφοβισμού για τον έλεγχο της κατανάλωσης μέσω ποινών για σπατάλη και αύξησης της τιμής (όπως προαναγγέλλει). Παράλληλα, αναμένονται «διαπιστώσεις» με τις οποίες θα προσεγγίζεται το μεγάλο κόστος για την αναζήτηση των απαραίτητων υδάτων με ιδιαίτερο στόχο να μεταβιβάσει, εάν μπορέσει, τη διαχείριση του νερού σε ιδιώτες που όπως και στην ενέργεια αναμένεται αφενός να κερδοσκοπήσουν απέναντι στον Ελληνικό Λαό. Η περίπτωση αυτή ενέχει διάφορους κινδύνους με κυριότερο την μείωση του κόστους παραγωγής μέσω της μείωσης του ελέγχου ποιότητας οδηγώντας την στα ελάχιστα όρια. Εν ολίγης, ακόμα και αν ο πληθυσμός της περιοχής πρωτευούσης θα πληρώνει το νερό ακριβότερα (έτσι προαναγγέλλεται) θα προμηθεύεται χαμηλότερης ποιότητας νερό.
Εν ολίγής, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας γίνεται με αύξηση της τιμής διάθεσης και την ιδιωτικοποίηση, ώστε όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μειώσουν τη κατανάλωση ΚΑΙ όσοι την έχουν να συνεχίσουν να σπαταλούν το νερό.
Το παράξενο είναι ότι οι επιστημονικές οργανώσεις και συντεχνίες είτε δεν προβάλουν και δεν προτείνουν τρόπους διαχείρισης και αντιμετώπισης της λειψυδρίας, είτε προτείνουν αλλά δεν εισακούγονται από την Πολιτεία. Το φαινόμενο βεβαίως με βάση την αναμενόμενη κλιματική μεταβολή στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων δε μπορεί να αντιμετωπίζεται με γνώμονα τα έσοδα από τη διάθεση του νερού. Είναι γνωστό σε όλους ότι η Αττική έχει στο υπέδαφός της πολύ μεγάλες ποσότητες νερού σε πολλές περιοχές οι οποίες μένουν στάσιμες και αναξιοποίητες. Επίσης, είναι γνωστό ότι στην περιοχή των Αθηνών δεν επιτρέπεται η χρήση των υπογείων υδάτων από τους πολίτες ούτε καν για να καλυφθούν οι ανάγκες άρδευσης και άλλες περιφερειακές καταναλώσεις όπως πλύσιμο πεζοδρομίων, μπαλκονιών κ.λπ. που ιδιαίτερα για την περιοχή της πρωτεύουσας αντιστοιχούν σε πολύ μεγάλες ποσότητες υδάτων. Εδώ σημειώνεται ότι τα νερά αυτά μπορούν κάλλιστα μετά τη χρήση τους να επανέλθουν στον υδροφόρο ορίζοντα, χωρίς μεταβολές και να μην επιβαρύνουν τα δίκτυα. Επίσης είναι άξιο απορίας ότι δεν προτείνονται μεθοδολογίες ορθολογικής διαχείρισης των υδάτων κατά την κατασκευή των νέων κτιρίων, για παράδειγμα, με διαχωρισμό και διαχείριση–χρήση των γκρίζων υδάτων και ένταξη της αντίστοιχης τεχνικής στους πολεοδομικούς κανονισμούς. Χαρακτηριστικό της αδιαφορίας από τη πλευρά της πολιτείας, είναι η προτροπή από την αρχή της θερινής περιόδου (φέτος) προς τους δήμους και παράλληλα η διάθεση χρηματοδότησης για διενέργεια μελετών για ύδατα, η οποία είχε ως προορισμό την αναζήτηση νέων πηγών (κυρίως υπογείων υδάτων ανά περιοχή) και όχι μελετών ορθολογικής διαχείρισης του νερού.
Εδώ, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο νερό που διατίθεται για αγροτική χρήση (αρδευτικό) το οποίο αξίζει να σημειώσουμε ότι στη χώρα μας κατασπαταλάται και δεν υπόκειται σε καμιά ουσιαστικά διαχείριση ενώ παράλληλα αποτελεί το 85-90% της συνολικής κατανάλωσης υδάτων στη χώρα. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα καταναλώνει την περισσότερη ποσότητα νερού ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος από όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Εδώ ας μην επεκταθούμε σε αυτό και ας μείνουμε στο προς ύδρευση νερό.
Η πιο πάνω αναφερόμενη διαδικασία επεξεργασίας και διαχείρισης του προς ύδρευση νερού (που όπως τονίσαμε θα έπρεπε να διαχωριστεί από την διάθεσή του για άρδευση κήπων, φυτών κ.λπ. με μεθοδευμένη διαχείριση) με τη τιμή διάθεσης από την ΕΥΔΑΠ στην περιοχή της πρωτεύουσας καθιστά την εταιρεία κερδοφόρα και μόνο από κακή οικονομική διαχείριση μπορεί να οδηγηθεί σε προβληματική οικονομική θέση. Τονίζεται αυτό για να γνωρίζουμε ότι η τιμή των 8€/9κ.μ. είναι ικανοποιητική για την οικονομική ανάπτυξη και επιβίωση της εταιρείας.
Τι γίνεται όμως σε άλλες υπηρεσίες ύδρευσης στη χώρα ?.
Δεν θα αναφερθώ για τη Θεσσαλονίκη για την οποία δεν έχω στοιχεία, θα αναφερθώ όμως για δυο περιοχές στις οποίες κατοικώ και πληρώνω χρήση υδάτων προς ύδρευση και για τις οποίες επίσης εφαρμόζεται η νομοθεσία που απαγορεύει την χρήση των υπογείων υδάτων για άρδευση, ενώ εδώ η πυκνότητα των κατοίκων είναι πολύ μικρότερη από ότι της πρωτεύουσας και ταυτόχρονα υπάρχουν μικρές καλλιέργειες εντός ή πλησίον οικισμών όπου η διάθεση αρδευτικού νερού δεν γίνεται αλλά αντικαθίσταται από νερό προς ύδρευση. Η μια περιοχή είναι αυτής του Δήμου Χαλκιδαίων και η άλλη της Λέσβου.
Αρχικά να δούμε τις τιμές διάθεσης. Στη Χαλκίδα η τιμή είναι 13,5€ τα πρώτα 10κ.μ. (το δίμηνο) δηλαδή κατά 52% ακριβότερα από ότι η ΕΥΔΑΠ, στη δε Λέσβο 18,5€ τα πρώτα 9κ.μ. με αποτέλεσμα να είναι κατά 132% ακριβότερο το νερό σε σύγκριση με την ΕΥΔΑΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν του ότι η επεξεργασία και έλεγχος του νερού δεν είναι αντίστοιχη με αυτή της ΕΥΔΑΠ, επιμέρους περιοχές των δήμων αυτών τροφοδοτούνται με νερό χωρίς καμιά επεξεργασία αλλά όπως βγαίνει από της γεωτρήσεις. Δηλαδή, είναι αμφισβητούμενης ποιότητας ή καλύτερα δεν υπόκειται σε συνεχή έλεγχο, ενώ πολλές φορές η ποιότητα έχει καταγγελθεί για επικινδυνότητα καθ' όσο γνωρίζω ή οι πολίτες δεν το χρησιμοποιούν ως πόσιμο διότι το θεωρούν «επικίνδυνο».
Εδώ τίθεται το ερώτημα γιατί η τόσο μεγάλη ακρίβεια στη διάθεση αυτού του αγαθού από τους δήμους και τις αντίστοιχες υπηρεσίες; Ποιος ωφελείται από αυτό ή που σπαταλάται το κέρδος? Το σημαντικό ερώτημα όμως είναι γιατί οι πολίτες να πληρώνουν τόσο ακριβό νερό και τόσο αμφισβητούμενης ποιότητας και γιατί όταν απαιτούνται χρήσεις άρδευσης να υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί το υδρευτικό και να χρεώνεται αναλόγως συμπεριλαμβανομένου και του κόστους αποχέτευσης. Σημειώνεται ότι πολλές περιοχές δεν έχουν καν δίκτυο αποχέτευσης ή δεν διαθέτουν βιολογικό καθαρισμό αλλά επίσης χρεώνονται.
Πιστεύει κανείς ότι η μέθοδος αυτή είναι μέθοδος διαχείρισης υδάτων?
Επειδή ο τρόπος ζωής, ο αυξανόμενος τουρισμός και γενικά οι δραστηριότητες της σύγχρονης κοινωνίας απαιτούν όλο και μεγαλύτερη χρήση των πόρων όπως η ενέργεια και το νερό, θα ήταν σκόπιμο μια κοινωνία που ενδιαφέρεται για την υγεία της και το περιβάλλον άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις να μελετήσει και να αντιμετωπίσει την συνεχή υποβίβαση των πόρων αυτών. Για την περίπτωση του νερού και σε σχέση με τα κλιματικά δεδομένα κρίνεται απαραίτητη η ορθολογική χρήση και η ανακύκλωση των υδάτινων πόρων με σκοπό τη διατήρηση των υδάτινων αποθηκών, φυσικών και τεχνιτών και την συνεχή επαναφόρτισή τους. Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητη η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων που απορρέουν από τις υπερχειλίσεις αλλά και από τις εκροές.
Αυτό καθιστά την κοινωνία συμμετέχουσα στην οικονομία υδάτων και ταυτόχρονα στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος σε ικανοποιητικό επίπεδο.
* Ο Δρ. Μιχάλης Γρ. Βραχόπουλος είναι Καθηγητής και Αναπληρωτής Πρόεδρος στο στο Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης, Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων.