Δεν έχουν μιλήσει όλοι
του Οδυσσέα Ιωάννου / protagon.gr
Δεν μιλάνε όλοι. Υπάρχουν εκατομμύρια που δεν έχουμε ακούσει ακόμη τη φωνή τους. Μια λέξη, να καταλάβουμε. Κάθε τρία χρονάκια περίπου, μπαίνουν στο παραβάν, ρίχνουν το χαρτάκι και μετά δεν τους «ξανακούμε». Σε όλο το υπόλοιπο διάστημα είναι «κανονικοί» άνθρωποι. Ούτε πάθη, ούτε μίση, ούτε δημόσιες τοποθετήσεις. Από το πεζοδρόμιο πάντα της ζωής, κοινή γνώμη. Αν αθροίσεις όλους όσοι έχουμε πει πέντε κουβέντες αυτά τα τέσσερα χρόνια -αρθρογράφοι, σχολιαστές, σχολιαστές στα σχόλια, συνεντευξιαζόμενοι, μια φρασούλα στο facebook κ.λπ- δεν νομίζω πως είμαστε περισσότεροι από εκατό χιλιάδες. Θέλεις περισσότεροι; Να το κάνω πεντακόσιες;
Λείπει κόσμος πάλι. Θα μου πεις, αφαίρεσε υπέργηρους, γιαγιάδες και παππούδες, μικρά παιδιά, ασθενείς και οδοιπόρους, όσους δεν έχουν πρόσβαση σε δημόσιο βήμα (ακόμη κι έναν απλό ιντενετικό λογαριασμό) δεν είναι και τόσο μεγάλο το νούμερο. Μπα, είναι ακόμα.
Έχω πολλούς γνωστούς που δεν έχω πάρει μυρωδιά. Η σχέση μας είναι εκείνη η συναναστροφή της καθημερινότητας που δεν δίνει εύκολα ευκαιρίες (λες και τις χρειάζεται η εποχή μας) για να διακρίνω κάποια νότα. Όπως προχθές που κάποιος χρόνια γνωστός μου μεσίτης, μου πέταξε όταν το έφερα στην κουβέντα «μην απαξιώνεις τη γνώμη όσων υπηρέτησαν στις Ειδικές Δυνάμεις, για το πού πρέπει να πάει η χώρα!». Μου ήρθε να πάρω πενήντα κάμψεις! Δεν απαξιώνω τη γνώμη κανενός, του είπα, αλλά το ότι απαιτείτε προνομιακή αντιμετώπιση στον δημόσιο διάλογο διακόσιοι νοματαίοι επειδή κάποτε πηδήσατε με αλεξίπτωτο (ούτε καν χωρίς) και περάσατε και κάτι ψωλόκρυα στα σκηνάκια, δεν το καταλαβαίνω. Πρώτη φορά με κοίταξε έτσι. Μάλλον δεν θα τα ξαναπούμε. Δεν βαριέσαι, ποιος έχει ανάγκη από μεσίτες στην εποχή μας…
Από την άλλη, εξαιρετικός επιστήμονας, γνωστός οφθαλμίατρος, με μπόλικη και μάλλον πλούσια πελατεία, αυστηρός και ακριβής σαν διάγνωση, αποστασιοποιημένος και στυγνός επαγγελματίας, δεν κρατήθηκε, έσπασε και πέταξε «αν η Χρυσή Αυγή περάσει το δέκα τοις εκατό, τα μαζεύω και φεύγω με τα παιδιά μου. Μπορώ να δουλέψω οπουδήποτε, δεν κάθομαι εδώ».
Ξέρω τι θα μου πεις. Αν με το καλημέρα κουβεντιάζαμε για πολιτική, αν στα παιδικά πάρτι άνοιγες τέτοια συζήτηση με τους άγνωστους μπαμπάδες, αν ο χασάπης μαζί με το κρέας σού περνούσε ανάμεσα στις μπριζόλες και μία μπροσούρα του Ανταρσύα, αν στο σουπλά στην ταβέρνα ήταν τυπωμένο το τελευταίο άρθρο του Φαήλου, και αν ο κλόουν στον παιδότοπο έλεγε στα παιδάκια, κάντε έναν κύκλο και επαναλάβετε μετά από μένα τo καινούργιο τραγουδάκι «ξέρω πώς είναι να ζεις με πεντακόσια ευρώ», τότε θα τιναζόμασταν στον αέρα κάθε λίγο και λιγάκι σαν κινούμενα σχέδια.
Το θέμα δεν είναι η πολιτική. Είναι η ζωή μας. Για αυτήν δεν συζητάμε ουσιαστικά. Φοβόμαστε πως η κουβέντα θα γίνει αμέσως κομματική και αποφεύγουμε την κακοτοπιά. Μη χαλάσει η βραδιά. Μη χαλάσουν οι καρδιές μας. Γιατί μας ξέρουμε καλά. Θα φανατιστούμε, θα πυροδοτηθούν όλα μας τα στερεότυπα, όλες μας οι σιγουριές, δεν θα κάνουμε βήμα πίσω, και η σεμνή τελετή θα γίνει μπουρδέλο.
Όταν ο Συριζαίος πιστεύει πώς κάθε ψηφοφόρος της Νέας Δημοκρατίας θα ψήφιζε χαλαρά Χρυσή Αυγή, και ο Νεοδημοκράτης πως ο κάθε Συριζαίος ονειρεύεται κρεμάλες αλλοπίστων, τότε ο καθένας βγάζει τα νύχια του και τα δείχνει στο κοπάδι. Χαράζει τη γραμμή της άμυνάς του και όποιος την περάσει, θα του πλέξει ζηπουνάκια με τα άντερά του…
Έχουμε διαφορές. Με ορισμένους, θεόρατες. Και ναι, ο διάλογος δεν είναι η μαμή της Ιστορίας. Οι κοινωνίες επαναστατούσαν πάντα, χυνόταν αίμα, και προχωρούσαν. Η ζωή προϋπήρχε της θεϊκής εντολής «καταδικάζω τη βία από ό,που κι αν προέρχεται»… Πέρασαν από αυτήν την ήπειρο- τη σκέψη, την πολιτική, τον στοχασμό- και κάτι μεγέθη κατά τι μεγαλύτερα από τον Χρύσανθο Λαζαρίδη.
Όμως, θέλω να ξέρω. Γι’ αυτό θέλω τον διάλογο. Να ξέρω τι είσαι, και όχι τι νομίζω ότι είσαι. Να μη σε αθροίσω εύκολα στους αντιπάλους επειδή βαριέμαι να κάνω τη διάκριση. Να μην υποπέσω στο αμάρτημα του καταλογισμού συλλογικής ευθύνης, κρίνοντάς σε μόνο από μία πράξη ή μία κουβέντα σου. Θέλω να εξαντλήσω τις πιθανότητες να συνεννοηθούμε.
Μοιάζει πολυτέλεια, όταν είσαι με την πλάτη στον τοίχο και το μαχαίρι στον λαιμό. Το ξέρω. Αλλά από την άλλη, η δραματικότητα της συγκυρίας μπορεί άνετα να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα αυτοαθώωσης που έγινες αυτό που σιχαινόσουν και χρησιμοποίησες τις πρακτικές τους.
Kαι μη μου πεις πως δεν είναι προσωπικό, πως ιδέες υπερασπίζεσαι και πολεμάς και όχι ανθρώπους. Οι ιδέες δεν φύονται ελεύθερες στη φύση. Και παίρνουν πάντα το σχήμα των ανθρώπων που τις φοράνε. Είναι πιο προσωπικό κι απ΄ το sex.
φώτο:Aπό τη Μπιενάλε, έκθεση Agora. (Photo: Π. Τζάμαρος, fosphotos.com)