Εκεί που ενταφιάζουν βαθιά τα πτώματα μιας ενοχλητικής εποχής – όπως έγινε και με τις ήττες και τα πτώματα του εμφυλίου – κάποιοι “Κυνηγοί” βλέπουν τους νεκρούς να βρίσκονται παρόντες ως τρόμος και απειλή, να συναρπάζουν τις νέες εποχές και να δείχνουν πιο ζωντανοί από τους εν ζωή νεκρούς. Κι έτσι ιδέες ταριχευμένες στα επίσημα εορτολόγια, μουσικές μετατρέψιμες σε συνάλλαγμα και φόροι τιμής που έχασαν την τιμή τους, ξαναπαίρνουν τη ρεβάνς˙ οι ηττημένοι δεν παίρνουν βέβαια θέση νικητή, αλλά ωστόσο εκδικούνται με τον τρόπο τους και ξαναγίνονται πρόσωπα του δράματος, το οποίο παίζεται σε τριακοστή όγδοη προβολή αλλά ανανεώνεται σαν να είναι η πρώτη. Είναι αυτό το μυστήριο με τα μεγάλα γεγονότα. Έχουν ένα περίεργο πείσμα και μια εμμονή να νικήσουν. Ακόμα κι αν δαπανήσουν λίγες, μερικές ή πολλές δεκαετίες προσδοκίας.
Ωστόσο δεν είναι οι λέξεις, ούτε οι πιο ειλικρινείς, που αναπλάθουν το παρελθόν. Και κυρίως δεν μπορούν να αναστήσουν ιδέες ενταφιασμένες. Δεν είναι οι ρητορείες που κάνουν εφικτή μια λύση. Ούτε τα αγάλματα, οι πόζες, οι παρελάσεις που αποκαθιστούν τη μνήμη. Είναι οι παλλόμενες χορδές των πραγμάτων και οι επίμονοι υπερασπιστές μιας νεότητας που παραμένει ένθεη. Προετοιμάζουν και τα μεν και οι δε, τη Γένεση, αδιαφορώντας για το αντίτιμο που πρέπει να πληρωθεί, του φόβου, της χλεύης, των διαψεύσεων, ακόμα και για το αίμα, προς χάρη μιας μοναδικής ελπίδας. Αυτό αρκεί.”
Θανάσης Σκαμνάκης