Στη μνήμη Βασίλη Σκουταριώτη - "Γράψι Γιουν"
Γράφει ο Μιχάλης Στ. Λημναίος
"ΓΡΑΨΙ ΓΙΟΥΝ..." (Στη μνήμη Βασίλη Σκουταριώτη)
Στον απόηχο και της φετινής Αποκριάς, ένα περσινό κείμενο, γουστόζικο, αλλά και πάντα επίκαιρο.
Τα "γιούνια" στη Λέσβο, όπως έχει γίνει γνωστός ο όρος τελευταία, είναι οι κάθε λογής αποκριάτικοι "μασκαράδες". Γιατί υπάρχουν και άλλοι μασκαράδες, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας "ουλουσγυρίς ι χρόνους"...
Μία φωτογραφία λοιπόν, που αναρτήθηκε από την φίλη Ντίνα Καλλιντζή, τέως προϊσταμένη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ξάνθης, είχε σανθέμα μία παρέα, στο καφενείο της «Μπακλαβής» στην Αγία Παρασκευή, από τις Αποκριές του 1967 (όπως έγραφε, λέει, στο πίσω μέρος της φωτογραφίας) ήταν η αφορμή να θυμηθούμε το παρακάτω περιστατικό, που έλαβε χώρα κι αυτό, στο ίδιο καφενείο της «Μπακλαβής», τέτοιες μέρες, της Αποκριάς, κείνα τα χρόνια.
Χρόνια δύσκολα για τους πολλούς, που κυνηγούσαν τον επιούσιο για την οικογένειά τους με όποιο τρόπο ήταν μπορετό τούτο.
Αλλά που δεν άφηναν και να περάσουν οι λίγες χρονιάρες μέρες χωρίς να τις διασκεδάσουν. Και μάλιστα δίχως πολλά έξοδα και επιδείξεις πλούτου.
Και μέσα σ’ αυτές τις μέρες, τις χρονιάρες, ήταν και οι Αποκριές.
Να δούμε πρώτα τον ιδιοκτήτη του καφενείου. Ένας καλοκάγαθος ανθρωπάκος, ο κυρ Βασίλης Σκουταριώτης. Μικρόσωμος, αγαπητός απ’ όλους, με την χαρακτηριστική φωνή του, με το «στυψιανό» ιδίωμα, δεν πείραξε ποτέ του άνθρωπο. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην γειτονική, βουνίσια Στύψη, πολιτογραφήθηκε Αγιαπαρασκευώτης όταν παντρεύτηκε και έφτιαξε την οικογένειά του εδώ. Και τότες, στο τραπέζι των αρραβώνων του, ξέροντας πως ύστερα από τα όποια μεζεδάκια, θα ακολουθούσε ένα ολόγιομο ταψί με, οχτώ πόντους πάχος, «μπακλαβού», που κόλαζε και Δεσπότη, «γλυκατζής» από τα μικρά του, δεν περίμενε ίσαμε νάρθει η ώρα της και το πέταξε με την κελαρυστή φωνή του: «Άϊντι, πότι θι φάμι ντή μπακλαβιά;». Τι τα θες όμως! Αφορμή ήθελαν τα πειραχτήρια , οι Αγιαπαρασκευώτες, και του κόλλησαν του ανθρώπου το παρατσούκλι: «Μπακλαβή». Κι έτσι έμεινε από τότε, μέχρι τα στερνά του: «Ι Βασίλς η Μπακλαβή». Και το κληροδότησε και στους απογόνους του. Μην μου πείτε όμως, γλυκόηχο παρατσούκλι, άσε που μπορεί να ενεργοποιήσει και τους σιελογόνους αδένες μας. Γιατί υπάρχουν και κάτι άλλα παρατσούκλια, να μην πούμε…
Καφετζής το λοιπόν ο Βασίλης, με το καφενεδάκι του στην «Απάνω την Αγορά», έκανε αγόγγυστα τον μακρύ δρόμο, πήγαινε – έλα , μέχρι το σπίτι του, στην «Καυκάρα», δύο φορές τη μέρα, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο.
Και την μέρα αυτή, Αποκριές του 1960, δύο μασκαρεμένοι, δυό «γιούνια» δηλαδή, σύμφωνα με την ντόπια ορολογία, πέρασαν κι απ’τον καφενέ του Βασίλη. Η στολή τους, κάτι παλιόρουχα απ’ τις γυναίκες τους, με κάλτσες ίσαμε τα γόνατα, πλεγμένες στο χέρι από χακί «μίτο», με τεράστια στήθια , από πατικωμένο βαμβάκι, ραμμένο σε παλιά σουτιέν, και μια ξανθιά περούκα ο καθένας, απορίας άξιο που πήγαν και τη βρήκαν. Και για να μη γνωρίζονται, από ένα σκούρο μαντήλι στην μιας βδομάδας αξύριστη μούρη τους . Άρχισαν τα παλαβά τους στην αρχή, με τους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου να ξεραίνονται στα γέλια, για να καταλήξουν σε λίγο στο τεζιάκι του μαγαζιού.
Και δώστου τα κονιάκια εδώ και δώστου τα κεράσματα στον κόσμο που κουτσόπινε στα τραπέζια, πέρασε η ώρα.
Μόνο που κανένας δεν κατάφερε να αναγνωρίσει ποιοι κρύβονταν κάτω από την αποκριάτικη αμφίεση. Γιατί και τούτοι, σαν ήταν να ρουφήξουν το κονιάκ, ανέβαζαν λίγο το μαντήλι. Ούτε τη μύτη τους δεν έδειξαν.
Και σαν ήρθε η ώρα να φύγουν, πιωμένοι και στουπιά απ’ το μεθύσι και οι δυο, «άϊντι γειά σας ρε πιδιά, τσι τ’ χρόν’ γιροί να είμαστι» και τράβηξαν για την πόρτα.
«Τι να γράψου ρε παλ’κάρια;» ακούστηκε η φωνή του καφετζή, του Βασίλη, θεωρώντας ο φίλος μας πως θα περνούσαν σε κάνα δυο μέρες να ξεπληρώσουν το λογαριασμό.
«Γράψι γιούν’ …» , πέταξε το αμίμητο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα ο ένας «μασκαράς»…
Και τόγραψε, «γιούν», με το μολύβι του, στο μάρμαρο του τεζιακιού, εκεί που καταχωρούσε τα βερεσέδια των πελατών του, ο καλός και αγαθός Βασίλης.
Αλλά γιούν’ δεν πέρασε ποτέ, να ξεχρεώσει τα κονιάκια αυτής της Αποκριάς, ίσαμε που έκλεισε το μαγαζί του για να βγει στη σύνταξη...
Και πώς να περάσει άλλωστε;
Εδώ ένα σωρό «μπατάκια» των χωριών, με ονόματα και χωρίς μαντήλια στις μούρες τους, που έχουν φεσωμένους λογής λογής επαγγελματίες, αρνούνται ανερυθρίαστα να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, κουνώντας χωρίς αιδώ τους πισινούς τους, χορεύοντας στις μουσικές των πανηγυριών…
Κι από τότε έμεινε στο χωριό, σλόγκαν σε αντίστοιχες περιπτώσεις και θα διαιωνίζεται για πολλά χρόνια ακόμα, αυτό το "γράψι γιούν'..."
Άντε και του χρόνου και Καλή Σαρακοστή!

