Στέλιος Χιωτέλλης (Μπλούκος) (In memorial)
Γράφει ο Μιχάλης Λημναίος
Μία τυχαία συνάντηση στο σούπερ Μάρκετ της γειτονιάς μου ήταν, πρόσφατα.
Εκεί, ανάμεσα στα ζαρζαβατικά του μανάβικου, αντάμωσα τον κυρ Παναγιώτη Χιωτέλλη. Να τάχει τα χρονάκια του, κοντά στα ογδόντα, χωρίς να τα δείχνει. Την κουβέντα πρώτη άρχισε η συμπατριώτισσα, υπάλληλος του μαγαζιού, η Αναστασία:
«Δυό χουργιανοί μαζί-μαζί, ήθιλα νάξιρα, τσ’ αναρουτιώμι: γνουρζώστι;»
Γυρίζω κι αμέσως αναγνώρισα τον Παναγιώτη, μιας κι οι μικρότεροι τις πιο πολλές φορές ξέρουν τον μεγαλύτερο, χωρίς, συνήθως, να συμβαίνει το ανάποδο.
«Ι μ’κρός ι γιός τι Μπλούκου δεν είσι;»
«Δίτσιου έχς, σύ ποιανού γιός είσι;»
Του εξήγησα και είδα να φωτίζεται το πρόσωπο του.
«Ναι, ναι, ντου θμούμι ντου πατέρα σ’… Μι ντου θκόμ’ ντου πατέρα γ’νόνταν γιουρούκδις, τέτγις μέρις, τσ’ απουκριγιές, στου χουριό… Όμουρφα χρόνια τότις!»
Ο μικρός γιός του Στέλιου Χιωτέλλη, ο Παναγιώτης. Παντρεμένος με Αγιαπαρασκευώτισα, πέρασαν κάμποσα χρόνια μετανάστες στην Αυστραλία, κι ύστερα, με τον γυρισμό τους στη Μυτιλήνη, με τα τρία παιδιά τους, ήταν από τους βασικούς μετόχους στο παλιό σούπερ μάρκετ της πόλης, το «Λέσβος Μάρκετ», εκεί που σήμερα βρίσκεται ο «Μασούτης».
Είχε και ένα μεγάλο αδερφό, τον Γιάννη. Και μία αδερφή μεγαλύτερη κι απ’ τους δυο. Την Κατίνα, μητέρα του Γιάννη Μουτζούρη, τωρινού προέδρου του Εμπορικού συλλόγου Μυτιλήνης και ιδιοκτήτη του γνωστού pet shop στην Ερμού και του Δημήτρη, που διατηρεί κατάστημα ηχοσυστημάτων για αυτοκίνητα, στην πόλη.
Να πάμε τώρα στον πατέρα των τριών αδελφών. Που ήταν ο Στέλιος Χιωτέλλης, γνωστός με το παρατσούκλι «Μπλούκος». Φερμένος κι αυτός, μαζί με τις άλλες χιλιάδες των Μικρασιατών προσφύγων, ρίζωσε κι έφτιαξε την οικογένειά του στην Αγία Παρασκευή.
Παντρεύτηκε την Έλλη, Μικρασιάτισσα κι αυτή, κι άρχισαν τον αγώνα της επιβίωσης.
Αραμπατζής ήταν η δουλειά του, και παράλληλα διατηρούσε και μία μάντρα με υλικά οικοδομών στην περιοχή του σχολείου. Με τον αραμπά του, που τον έσερνε πάντα δυνατό άλογο, μετέφερε στους πελάτες ότι υλικά για οικοδομικές εργασίες πουλούσε στο ταπεινό μαγαζί του, αμμοχάλικα και τσιμέντα και ασβέστες, αλλά και ότι άλλη μεταφορά, με αμοιβή, του ζητούσαν οι χωριανοί.
Να μην ξεχνάμε βέβαια πως τα χρόνια εκείνα τα μεταφορικά μέσα στα χωριά ήταν τα υποζύγια και τα τετράτροχα κάρα, οι αραμπάδες.
Για δύο πράγματα ήταν περισσότερο γνωστός στο χωριό ο Στέλιος.
Το πρώτο ήταν που είχε στην κατοχή του ένα άλογο του Ιπποδρομίου, που κέρδιζε πάντα στις ιπποδρομίες που γινόντουσαν κάθε χρόνο στο πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή.
Και το δεύτερο, που σ’ όλη του τη ζωή ήταν έξω καρδιά, με ατελείωτο, αν και μερικές φορές ιδιόρρυθμο χιούμορ.
Διασκεδαστής σε αυθόρμητες αποκριάτικες εμφανίσεις παλαιότερα. Αλλά και αργότερα, μέσα από τα δρώμενα του Λαογραφικού συλλόγου του χωριού του, συμμετείχε σε οργανωμένες καρναβαλικές εκδηλώσεις και μοίραζε άφθονο το γέλιο με τα καμώματα του!
Στην φωτογραφία, ευγενική παραχώρηση του φίλου Στρατή Προδρόμου, τον βλέπουμε σε σκετς του καρναβαλιού της Αγίας Παρασκευής.
Αλλά και παλαιότερα, πάντα συμμετείχε σε παρέες, μικρές ή μεγαλύτερες, μεταμφιεσμένων σε Γιουρούκους, να διακωμωδούν, τις μέρες της Αποκριάς, τα καμώματα αυτών των άκακων υλοτόμων, των γειτόνων τους από το, ανατολικά του χωριού, πευκοδάσος. Με μερικούς από τους άλλους συμπρωταγωνισές του στα αυθόρμητα δρώμενα, να είναι ο Σταύρος Λημναίος, ο Αριστοκλής Μάρας, ο Παναγιώτης Αλβανός, ο Χαράλαμπος Ψύχας, αυτός ο ανεπανάληπτος στιχοπλόκος αποκριάτικων δίστιχων, που προξενούσε ακράτητο γέλιο στους θεατές.
Όσον αφορά τώρα το άλογο του Ιπποδρομίου. Μου λέει ο Παναγιώτης, στην κουβέντα για τον πατέρα του:
«Θα σ’ φέρου μια φουτουγραφία μι τ’ άλουγου. Του καβάλιβγα γω, τσι πήρα τα πρώτα στου παναγύρ’!»
Πράγματι, μου φέρνει τη φωτογραφία, με τον ίδιο, σε εφηβική ηλικία, καβαλάρη και το άλογο στεφανωμένο με το στεφάνι του πρώτου νικητή. Τα χρόνια εκείνα και για πολλές δεκαετίες το έπαθλο για τον πρώτο νικητή των ιπποδρομιών ήταν το στεφάνι του αλόγου μαζί με ένα «γκέμι» (χαλινάρι), όπως φαίνεται περασμένο και στον ώμο του Παναγιώτη, ενώ για τον δεύτερο νικητή, ήταν ένα καπίστρι. Έπαθλα, άμεσα συνδεδεμένα με τα ζώα, σε αντίθεση με σήμερα, που μπορεί να δει κανείς εντελώς ετερόκλητα δώρα στους νικητές, προσφορά από διάφορους δωροθέτες.
Εδώ ήταν που μπέρδεψαν τα πράγματα.
Εγώ γνώριζα ότι το περιώνυμο άλογο του Ιπποδρομίου, ιδιοκτησίας του «Μπλούκου», που κέρδιζε στις ιπποδρομίες την δεκαετία πενήντα και αρχές εξήντα, ήταν αυτό που φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία μας.
Αυτή που δημοσιεύεται στο βιβλίο του ιατρού Στρατή Κράλλη, που εκδόθηκε στη Μυτιλήνη το 1963 και είχε τον τίτλο: «Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΛΕΣΒΟΥ». Ότι ήταν ένα εύσωμο ζώο, σε χρώμα «ψαρό», μια γκρίζα απόχρωση του λευκού και ιππευόταν από τον Στρατή Μενεμενλή («Μποτίλια» στο παρατσούκλι) τον πατέρα των σημερινών κατοίκων του χωριού, Δημήτρη και Χρήστου Μενεμενλή.
«Όχ’» μου λέει ο Παναγιώτης. «Φτο του άλουγου, του ψαρό, ήνταν ντόπιου, αραμπατζίδκου, τράβα ντουν αραμπά μας, αλλά του πλαλούσαμι τσιόλας. Τσι φτο τα πρώτα ήπιρνι, μι ντ’ Μπουτίλια. Απ’ του ιπποδρόμιου ήνταν του άλουγου που καβάλιβγα γω, του κότσ’νου. Ήνταν ένας βουλευτής, τσ’ είχι ένα φίλου χουριανό μας. Τ’ είπι πους είχι δυο άλουγα, που ήθιλι να τα χαρίσ’. Τσ’ ιπειδής γνώρ’ζι ότι ζ’ Μυτιλήν’ έχ’ν πουλλά ζα τσι τ’ αγαπούν, τ’ τα έστ’λει. Πήραμι μεις του ένα, τσι τ’ άλλου του πήρι ένας Καλλουνιάτς."
Αυτά με την ιστορία του αλόγου, που δεν αμφισβητείται, μιας και την μας την λέει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής.
Να πάμε τώρα σε μερικά από το γουστόζικο παρελθόν του φίλου μας, του μπάρμπα Στέλιου, με το ιδιόρρυθμο χιούμορ του. Αυτές τις ιστοριούλες, που ακούγοντάς τες, ένα μικρό μνημόσυνο του κάνουμε, κι ας έχει φύγει δεκαετίες πριν…
Κι είναι από αυτές τις αθώες. Γιατί αναφέρονται κι άλλες, με τον ίδιο πρωταγωνιστή, που αν πάμε να τις γράψουμε στο χαρτί, θα μας τις κόψει σίγουρα η λογοκρισία, κι ας περνάμε αποκριάτικες μέρες…
Στην πρώτη ιστορία μας λοιπόν.
Ντάλα καλοκαίρι ήταν, απομεσήμερο, όταν χτύπησαν οι καμπάνες του χωριού (δεν υπήρχαν τότες τα μεγάφωνα για την όποια ενημέρωση του πληθυσμού). Με αυτή την συχνότητα και την ένταση στα χτυπήματα, που δήλωνε την εκδήλωση πυρκαγιάς σε κοντινό δάσος.
«Γιαγκίν, γιαγκίν…» φώναζε ο κόσμος κι οι πιο πολλοί αρσενικοί έτρεχαν να κρυφτούν όπου έβρισκαν, για να αποφύγουν την βίαιη στρατολόγηση για την μεταφορά τους στο μέρος της πυρκαγιάς, για να βοηθήσουν, υποτίθεται, στην καταστολή της. Τι να βοηθήσουν δηλαδή, πίσω από τα καμένα έτρεχαν και έκαναν ότι έσβηναν, όπως διηγούνται όσοι συμμετείχαν σε τέτοιες αποστολές. Προσωπικά δεν έτυχε καμμιά φορά να συμμετάσχω σε ομάδα πυρόσβεσης στα χρόνια εκείνα. Τότε που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα καταστολής, αεροπλάνα, ελικόπτερα και πεζοπόρα τμήματα με πυροσβεστικά οχήματα και η φωτιά συνήθως έσβηνε από μόνη της σε φυσικά εμπόδια. Με την ευκαιρία μου έρχεται στο μυαλό μια τέτοια, τεράστια πυρκαγιά, που έκαιγε μια βδομάδα, κάπου στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα. Που ξεκίνησε από το πευκοδάσος στην περιοχή της Πηγής και κατέληξε στην περιοχή του Πλωμαριού. Θυμάμαι, σαν ναταν χθές, που άκουσα στο ραδιόφωνο να λένε στις ειδήσεις: «Διακόσιες χιλιάδες στρέμματα κάηκαν στη Μυτιλήνη».
Σε ένα τέτοιο επεισόδιο λοιπόν, ο Στέλιος, για ν’ αποφύγει την στράτευση, όταν ακούστηκαν οι καμπάνες της πυρκαγιάς, κι αντί να πάει να κρυφτεί στο αχερόνταμο του σπιτιού του ή να φύγει για λίγο απ’ το χωριό, σε κοντινά χωράφια, όπως έκαναν οι περισσότεροι, να τι σκαρφίστηκε κι έκανε ο άνθρωπος: Φόρεσε ένα μαύρο γριγήτικο φουστάνι, έδεσε κι ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι του, και πλέκοντας μια κάλτσα χωριάτικη, τρύπωσε ανάμεσα στις άλλες γυναίκες που έπλεκαν τα δικά τους, στον ίσκιο της μεγάλης μουριάς της γειτονιάς.
Κι όπως περνούσε σε λίγο μπροστά από την γυναικοπαρέα, η ομάδα με τον αγροφύλακα και τον χωροφύλακα, ψάχνοντας για άντρες να στείλουν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, ο Στέλιος γελούσε κάτω από τα μουστάκια του…
Οι δύο επόμενες ιστορίες έχουν κοινή αφετηρία.
Τσακωμένος ο μπάρμπα Στέλιος με την συμβία του, για ασήμαντο θέμα, όπως γίνεται συνήθως στα ζευγάρια. Κι ενώ ο φίλος μας έκανε φιλότιμες προσπάθειες να τα βρούνε, η κυρά Έλλη του το κρατούσε «μανιάτικο». Μούτρα για μέρες. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα η κυρά Έλλη. «Βούδας» σκέτος. Δεν της έπαιρνε κουβέντα. Και να τι έκανε ο κακομοίρης ο Στέλιος: Βγάζει τα ρούχα του, παντελόνι, πουκάμισο και φανέλα και μένοντας με το σώβρακο, το υφαντό της κρεβατής, πήρε τον κουβά και κίνησε για την εξώπορτα του σπιτιού, δήθεν να τον γεμίσει από τη βρύση της γειτονιάς.
Το κόλπο έπιασε, ακούγοντας πίσω τη γυναίκα του να του φωνάζει: «Πού θα πάς τέτοιους;»
«Μίλ’ξεις διάβουλι, καμμιά φουρά! Να σ’ δείξου γω…!».
Την άλλη φορά πάλι, ξανά αμίλητη για μέρες η κυρά Έλλη. Οπότε για να αναγκαστεί να ξαναμιλήσει, άρπαξε ο Στέλιος μας την πήλινη τασόπκα, γεμάτη ίσαμε πάνω με το προζύμι, για την επόμενη φουρνιά των ψωμιών της οικογένειας και βάλθηκε να τρώει με το κουτάλι από την ξινισμένη μαγιά, επιδεικτικά , μπροστά στη γυναίκα του. Κάτι, που σίγουρα δεν ήταν ότι το καλύτερο από γεύση, θεωρούνταν όμως ύβρις για την υπόσταση που καταλάμβανε στη συνείδηση του κόσμου αυτό το βασικό είδος διατροφής, το ψωμί. Ήταν με λίγα λόγια τρόφιμο ιερό κι έπρεπε να το σέβεται ο καθένας.
Κι εδώ δεν κρατήθηκε η γυναίκα και φώναξε, σπάζοντας την πολυήμερη σιωπή της: «Τιιι κάν’ς βρε άθρηπι; Παλαβώθτσις ντιπ;»
Στην τελευταία πάντως φωτογραφία μας, προσφορά για το κείμενό μας του εγγονού τους Γιάννη Μουτζούρη, βλέπουμε τον Στέλιο και την Έλλη, να ποζάρουν αγαπημένοι στον φακό, κάπου στα γηρατειά τους.
Ας είναι αιώνια η μνήμη τους!