Δημήτριος Κομνηνάκας (in memorial)
Γράφει ο Μιχάλης Στ. Λημναίος
Κάμποσες οικογένειες με το όνομα Κομνηνάκα θα δούμε στην Αγία Παρασκευή. Ή με το άλλο, το παραπλήσιο: Κομνηνάκης.
Που βέβαια, το όνομα της οικογένειας, κατά κανόνα, εδώ, όπως και παντού στη χώρα μας, το παίρνει προίκα ο άντρας από τους δικούς του άρρενες προγόνους.
Οι γυναίκες, τουλάχιστον μέχρι κάμποσα χρόνια πριν, έχαναν το πατρογονικό τους επίθετο, και γερνούσαν με το επίθετο του άντρα τους. Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που χάθηκαν κάμποσα επίθετα οικογενειών με την πάροδο του χρόνου στο χωριό, επειδή δεν γεννήθηκαν άρρενες απόγονοι. Αλλά και λόγω ατεκνίας.
Και το πιθανότερο θα είναι όλες αυτές οι οικογένειες Κομνηνάκα και Κομνηνάκη, (όπως και οι θηλυκοί απόγονοι) να είχαν ένα κοινό γενάρχη, χωρίς να γνωρίζουμε ούτε πότε έζησε ή αν ήρθε στο χωριό από κάπου αλλού.
Ένας από τους άντρες, με το παραπάνω επίθετο και ο Δημητρός, που θα είναι και ο πρωταγωνιστής του γραφτού μας τούτου.
Γεννημένος την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα έζησε στο χωριό όλη του τη ζωή για πολλά πολλά χρόνια.
Αριστερός στις πεποιθήσεις του ο Δημητρός. Και λιγάκι ιδιότροπος στη συμπεριφορά του.
Διατηρούσε για χρόνια ένα μικρό καφενείο από τα πολλά του χωριού. Κι όταν λέμε πολλά, το εννοούμε, όταν το 1963 αναφέρονται 30 στον αριθμό, απέναντι στα τρία που υπάρχουν σήμερα. Και παράλληλα με τις υπηρεσίες καφενείου που προσέφερε, έβλεπε κανένας μία πολυθρόνα κι ένα καθρέφτη κουρείου στη μια πλευρά του καφενέ, σκαλιστά σε ξύλο έπιπλα, ακριβές αντίκες. Γιατί έκανε και τον κουρέα στον ίδιο χώρο ο Δημητρός, μια τέχνη που την έμαθε στην διάρκεια του στρατιωτικού του. Τώρα, αν ρωτήσει κάποιος πώς γίνεται, να συνυπάρχουν, από υγειονομικής άποψης στον ίδιο χώρο αυτές οι δύο δραστηριότητες, ε δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Άλλα χρόνια τότε…
Ένα σωρό ιστορίες, εύθυμες οι πιο πολλές, αναφέρονται στον φίλο μας, κι όλες να ξεκινούν από τον εκρηκτικό και ιδιότροπο χαρακτήρα του.
Κι ήρθε η ώρα να παντρευτεί κάποια στιγμή ο Δημητρός. Μ’ όλους τους τύπους και τα έθιμα της εποχής και του χωριού.
Οι φιλενάδες και συγγένισσες αναλαμβάνουν τη νύφη. Να τη ντύσουν, να τη στολίσουν και να τη συνοδέψουν στην εκκλησιά, ακολουθώντας τη ντόπια κομπανία με το βιολί, το λαγούτο και το νταούλι. Αλλά και το ξυπόλυτο παιδομάνι που δεν έχανε ευκαιρία σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, καλεσμένο ή ακάλεστο...
Κι οι φίλοι του γαμπρού, να τον ξυρίσουν, να τον βάλουν στο ταψί και να τον αλλάξουν, φορώντας του τα γαμπριάτικα: το σκούρο κοστούμι και το άσπρο πουκάμισο. Χωρίς γραβάτες και παπιγιόν. Αυτά ήταν για τους άλλους.. Για το Δημητρό όχι.
Και πάνω στο μυστήριο, να έχεις και τον σεβάσμιο ιερέα να ρίχνει επιτιμητικές ματιές, δεξιά κι αριστερά, κάθε που έβλεπε κάποιον να πετά το ρύζι στο ζευγάρι άκαιρα, σπάζοντας πλάκα. Με κόπο συγκρατιόταν μην πει καμμιά κουβέντα που δεν ταίριαζε στην περίσταση.
Και ως τελειώνουν οι χαιρετούρες και τα «να ζήσετε», πέντε έξι φίλοι του κουμπάρου δεν έχασαν την ευκαιρία: άμα πέρασε την πόρτα του ναού και βρέθηκε στο νάρθηκα, μ’ ένα «ώπα» τον σήκωσαν ψηλά στον αέρα και δεν έλεγαν να τον κατεβάσουν, προτού να τάξει! Έτσι έλεγε το έθιμο. Είδε κι απόειδε ο καημένος, ήταν κι αυτές οι τσιμπιές στα πισινά του κι έταξε ένα χρονιάρικο αρνί να το φάνε ψητό όλοι τους στο μαγαζί του γαμπρού.
Όσο για την κουμπάρα, τις πρόκανε τις δικές της φιλενάδες και τους έταξε ένα τσάι στο σπίτι της μ’ ένα σωρό συνοδευτικά. Κι έτσι το γλύτωσε το σήκωμα, ντροπής πράματα για γυναίκα…
Και μιας που κείνα τα χρόνια τα «ταξίδια του μέλιτος» ήταν για λίγους, το νιόπαντρο ζευγάρι το γιόρτασε με κάμποσους φίλους και συγγενείς στο σπίτι. Στο σπίτι της νύφης, που τώρα έγινε σπίτι του ζευγαριού. Ένα σωρό μεζέδες και τυριά και τζιγέρια τηγανητά και όρνιθες βραστές και κοκκινιστές, σε πιατέλες με θεσπέσια πιλάφια και μπόλικο κόκκινο κρασί, από κρασοστάφυλα του κάμπου της Καλλονής. Μέχρι και νοστιμότατο «κισκέτς», να τρως χωρίς χορτασμό, σερβίρισαν στο τέλος, πριν από τις σιροπιαστές πλατσέντες.
Στις δύο η ώρα τα μεσάνυχτα το σπίτι άδειασε από όλους τους χορτασμένους συνδαιτυμόνες και το κατάκοπο ζευγάρι τραβήχτηκε για τον δικό του ύπνο.
Δεν πέρασαν καλά καλά τρεις τέσσερις ώρες κι ένας πετεινός απ’ το κοτέτσι της αυλής, το θεώρησε καλό, όπως έκανε το ίδιο κάθε πρωί άλλωστε, ν' αρχίσει να κράζει, αναγγέλλοντας την καινούργια μέρα.
Τί ήταν ν’ ακούσει μέσα στον ύπνο του το παρατεταμένο και ηχηρό «κικιρίκου» ο νεόνυμφος Δημητρός… Πετάγεται από το νυφικό κρεββάτι, κατεβαίνει στην αυλή κι αρπάζει απ’ το λαιμό τον κακομοίρη τον κόκκορα, που χάλασε τον κόσμο απ’ τις φωνές. Και τούκοψε πέρα για πέρα το κεφάλι με το αγιασώτικο κλαδευτήρι.
Στο κατόπι του η νύφη, η κυρά Δημήτραινα πια, άνοιξε διάπλατα το στόμα της μ’ αυτό που έβλεπε.
«Καλά βρε άντρα μ’, μέχρι τώρα όρθις τρώγαμι… Ακόμα η γλύκα ντουν μέσ’ του στόμα μας κάτει… Τί ντουν ήθιλις ντου πειτνό τώρα;»
Για να πάρει την απάντηση, που δεν σήκωνε αμφισβήτηση:
«Μέσ’ σι τούτου του σπίτ’, φτος που θα κράζ’ απί τώρα τσι μπρος, θα ν είμι μόνου γω…».
Τσιμουδιά η γυναίκα …
Κοντά στο χρόνο απάνω, τ’ Αγιού Δημητριού, στην πρώτη τη φορά που γιόρταζε τ’ όνομά του, πέντ’ έξι φίλοι του γαμπρού κόπιασαν στο σπίτι να τον χαιρετήσουν. Πάλι γιορταστικό τραπέζι εδώ. Γεμάτο με λογής λογής μεζεκλίκια και κρασί μπόλικο. «Έϊβα Δημητρό» ο ένας, «να χαίρισι ντη σκόλ’ σ’» ο άλλος, ατέλειωτο έτρεχε το κρασί, σιγοτραγούδησαν και κάμποσους αμανέδες.
Και εκεί, κατά το τέλος της βραδιάς, μια πιατέλα με ολοστρόγγυλους μεγαλούτσικους λουκουμάδες (το βασικό γλύκισμα στις ονομαστικές γιορτές στο χωριό), ανέβασε η άξια οικοδέσποινα στο στρογγυλό τραπέζι των γλεντιστάδων, που βρίσκονταν στο μεγάλο χωλ, στο πάνω πάτωμα του σπιτιού. Μισοκοιμισμένοι απ’ το πολύ πιοτί όλοι οι ξένοι, ήταν και χαμηλός ο φωτισμός της λάμπας του πετρελαίου, δεν πήραν είδηση τον νοικοκύρη που έκανε να καρφώσει ένα λαχταριστό λουκουμά με το πηρούνι του. Μόνο που η προσπάθεια δεν πέτυχε, ο λουκουμάς έφυγε απ’ την πιατέλα και πατ, πατ, πατ στην ξύλινη σκάλα, πήρε το δρόμο για το κάτω το πάτωμα.
«Τ’ ένι, ποιός ανιβαίν’ τέτοια ώρα;» απόρησε ένας από τους μεθυσμένους φίλους. Για να του εξηγήσει ο εορτάζοντας: «Κάν’ ντη δ’λειά σ’, ι λουκ’μάς κατιβαίν’!».
Κι όπως είπαμε κάπου στην αρχή, αριστερός ο Δημητρός μας. Κι απ’ αυτούς που δεν το έκρυβαν. Και σε τούτο οφείλεται που η πελατεία του στον καφενέ του, ομοϊδεάτες του ήταν οι πιο πολλοί.
Έτσι λοιπόν, στα χρόνια της χούντας ένας από τους χωροφυλάκους του τοπικού Σταθμού, θες από δική του πρωτοβουλία, θες εκτελώντας διαταγμένη υπηρεσία, πήγαινε σαν πελάτης στο καφενείο, δήθεν να πιει τον καφέ του. Αλλά ο σκοπός του ήταν άλλος. Να πιάνει τίποτα επιλήψιμες κουβέντες από τους άλλους θαμώνες, να κάνει κι αυτός το καθήκον του στην πατρίδα, να την προφυλάξει από τους «εχθρούς» της, τους κομμουνιστές… Κούνια που τον κούναγε, θύμα κι ο ίδιος του τυραννικού καθεστώτος χωρίς να το καταλαβαίνει ήταν.
Ας τον πούμε Γιάννη τούτο τον χωροφύλακα. Είχε το όνομά του ο άνθρωπος, όπως όλος ο κόσμος, αλλά στο χωριό ήταν πιότερο γνωστός με το παρατσούκλι: «ι χουρουφύλακας ι γ «ουρθάς»». Επειδή γυρνούσε στους δρόμους ο άνθρωπος, κι όπου έβλεπε αλανιάρα κότα ("όρθα" στη ντοπιολαλιά μας), «έγραφε» το αφεντικό της. Κάποια διάταξη φαίνεται το προέβλεπε αυτό, και το όργανο απίκο στο καθήκον του!
Έτσι λοιπόν ένα βράδυ νάσου τον στο καφενείο του Δημητρού. Παρήγγειλε τον καφέ του και περίμενε. Πέντε λεπτά, δέκα λεπτά πουθενά καφές. Ο καφετζής έκανε πως δεν άκουγε κι όταν τον ξαναζήτησε πήρε την απάντηση: «Δεν έχου καφέ, τέλειουσι…»
«Καλά, φέρε μου ένα ούζο».
«Δεν έχου, τσι φτο τέλειουσι…»
Πάνω στην ώρα, ένας από τους λιγοστούς πελάτες του μαγαζιού γυρεύει ένα ακόμα ρακί. Πρόθυμος ο Δημητρός κρατώντας την μπουκάλα του ούζου με το «κεραστήρι» στο στόμιο ξαναγέμισε το ποτήρι του. Για να διαμαρτυρηθεί το όργανο και με το δίκιο του: «Είπες δεν έχεις ούζο, εγώ βλέπω να έχει η μπουκάλα, γεμάτη είναι…»
Την αρπάζει που λέτε ο ξαναμμένος καφετζής και την άδειασε μονοκοπανιά στο νεροχύτη!
«Να, να μην έχ’… Αφού σ’ είπα δεν έχ’…»
Έτσι τον ξεφορτώθηκαν μια για πάντα τον ωτακουστή. Δεν ξαναπάτησε στο φτωχικό μαγαζί, λίγη τσίπα την είχε κι αυτός πάνω του. Κι εδώ που τα λέμε καθόλου δεν κινδύνευσε η χώρα απ’ τις όποιες κουβέντες των βιοπαλαιστών χωρικών…
Μια μέρα του Νοέμβρη όμως, δεν είχε καθόλου τα κέφια του ο μπάρμπα Δημητρός. Λογόφερε κάμποσο με την κυρά του στο σπίτι για ένα θέμα ανάξιο λόγου. Αλλά πες ο ένας πες ο άλλος, παράτησε στα μισά το πρωινό του με το τσάι, τα βραστά αυγά και τις τσακιστές ελιές και κατηφόρισε στον καφενέ του. Χωρίς να ανταλλάξει καλημέρα στο δρόμο, απόδειξη γι αυτούς που τον καλημέριζαν πως ήταν στις κακές του.
Πήρε τη σκούπα να καθαρίσει λίγο το ξύλινο πάτωμα του μαγαζιού, που απόμεινε ασκούπιστο από το προηγούμενο το βράδυ. Στο κατόπι έφτιαξε τον γλυκύ βραστό του και κάθισε στο μικρό καναπέ να τον πιεί, ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της μέρας.
Νοέμβρης μήνας, ο κόσμος ο πολύς έλειπε στις ελιές (είχε και μαξούλι κείνη τη χρονιά) και πελάτης κανένας εδώ και τρεις ώρες στο καφενείο.
Τα στριφτά τσιγάρα, με αυτόν τον βαρύ καπνό που του προμήθευε ο φίλος και συναγωνιστής του, ο καπνοπαραγωγός Μιχάλης, έγιναν πέντε, αλλά το μυαλό του δεν έλεγε να ξεφύγει από τον πρωτύτερο καυγά με την κυρά του.
Ώσπου μπήκε στο μαγαζί του να ξυριστεί ο γείτονας ο μπάρμπα Γιώργος, επαγγελματίας κι αυτός της αγοράς, με πέντε ημερών γένια στο μεσόκοπο πρόσωπό του.
Βλοσυρός ακόμα ο κουρέας – καφετζής έφτιαξε τη σαπουνάδα στην τσίγκινη κούπα ξυρίσματος και άπλωσε με το πινέλο μία γερή στρώση στην αξύριστη μούρη του πελάτη.
Απόθεσε το πινέλο στην μισοάδεια κούπα, ξέλυσε την άσπρη της κρεβατής μισοποδιά του καφενείου που φορούσε και λέγοντας: «Α, καλά που του θ’μήθ’κα Γιώργ’, πιρίμινι κουμάτ’, μι του ξιχάσου…», άνοιξε την πόρτα και τράβηξε στο σπίτι του.
Χωρίς ν’ ανταλλάξει κουβέντα με την κυρά Δημήτραινα, σαμάρωσε τον γάιδαρο και τράβηξε στο κοντινό χωράφι τους στην «Πλάτη». Και πέρασε την αποδέλοιπη μέρα του, ψευτοκλαδεύοντας τα ραβδισμένα και μαζεμένα λιόδεντρα.
Αργά το απόγευμα που γύρισε στον καφενέ του, λες και το περίμενε, δέχτηκε την επίσκεψη του πρωινού πελάτη του. Που αφού περίμενε υπομονετικά στην καρέκλα του να επιστρέψει ο κουρέας το πρωί, ψευτοσκούπισε τους ξεραμένους αφρούς από το πρόσωπό του και γύρισε στη δουλειά του. Κι όπως ήταν πράος από ιδιοσυγκρασία και δεν ήταν καθόλου του χαρακτήρα του οι καυγάδες, απλά παραπονέθηκε: «καλά ρε Δημητρό, τόσα χρόνια γνωστοί, να με καν’ς τέτοιο πατίλ’ σήμιρα! Να με αφήκεις αξύρστο τέτοια μέρα!» Για να πάρει την απάντηση, μισοαστεία μισοσοβαρά: «Εμ δε τα ξυρίζου γω τέτοια μούτσνα…». Κι εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και ο πιο όμορφος άντρας στο χωριό ο Γιώργης…
Αυτά κι αυτά λοιπόν με τον μακαρίτη πια, τον καφετζή και κουρέα Δημητρό Κομνηνάκα, που κατάφερε κι αυτός να μνημονεύεται ύστερα από την αποδημία του, από τις γουστόζικες ιστορίες που πρωταγωνίστησε. Ν’ αναφέρουμε για το τέλος και το «γελαστικό» παρατσούκλι, με το οποίο ήταν γνωστός: «του καβλέλ»...