Βυσσινιές,δαμασκηνιές,καστανιές - Τοπικές ποικιλίες της Λέσβου (4ο μέρος)
Καταγραφή και μελέτη από τους : Κατερίνα Δούμα, Γεωπόνος Αλέξανδρος Γαλανίδης, Περιβαλλοντολόγος
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AGRISLES
Η μελέτη έγινε με τη συνεργασία του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου υπό την επίβλεψη της καςΤσίγγου Ραλλού, επιστημονικής υπεύθυνης του έργου.
4ο μέρος ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ, ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΕΣ, ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ
ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ
Εντοπίστηκαν δύο καλλιεργητές που ανέφεραν την καλλιέργεια βυσσινιάς. Ο ένας στον Ασώματο διατηρεί δύο δένδρα, ο καρπός των οποίων προορίζεται για οικιακή παρασκευή γλυκού και βυσσινάδας. Θεωρεί πως τα δένδρα του «δεν είναι καλά», λόγω έλλειψης ικανού υψομέτρου της τοποθεσίας του κτήματός του. Ο δεύτερος καλλιεργεί 10-12 δένδρα στον Παλαιόκηπο, τα οποία χαρακτηρίζει βυσσινιές «πολυτελείας». Έχουν πλατιά φύλλα και παράγουν μεγάλο καρπό που ωριμάζει περίπου στις 20 Ιουλίου, «20 μέρες μετά τα κεράσια». Συλλέγει συνολικά γύρω στα 100 κ. βύσσινα. Δεν τις θεωρεί αποδοτικές και σκοπεύει να τις αλλάξει με εμπορικές ποικιλίες.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΕΣ
Βρέθηκαν μεμονωμένα δένδρα σε οκτώ περιοχές του νησιού, κυρίως στη Γέρα και στους ορεινούς όγκους του Ολύμπου και του Λεπέτυμνου (Πίνακας ). Από τους περισσότερους καλλιεργητές χαρακτηρίζονται ως ευαίσθητα δένδρα, με μικρή διάρκεια ζωής. Στα δένδρα παρατηρείται συχνά έκλυση ρητίνης, ενώ οι καρποί προσβάλλονται από σκουλήκι. Ένας τρόπος επιμήκυνσης του χρόνου ζωής των καρπών είναι η συλλογή τους σε ημιώριμη κατάσταση και η αποθήκευσή τους σε ψυγεία.
Κατά κύριο λόγο προορίζονται για ξήρανση και σε μικρότερο βαθμό για κομπόστες ή μαρμελάδες. Σημαντικότερη ποικιλία, σε σχέση με την έκταση της καλλιέργειας τους, φαίνεται ότι είναι οι μαύρες Μούσκλιες που ωριμάζουν το Σεπτέμβρη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα Θηλυκά δαμάσκηνα που βρέθηκαν στο Υψηλομέτωπο. Αναφέρθηκαν και ως Αζέρ και πιθανόν να συνδέονται με την ποικιλία Agen Σκοπέλου ή με εγκλιματισμένη παραλλαγή τους. Έχουν διάρκεια ζωής 20-30 χρόνια και ωριμάζουν τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη. Προορίζονται για ξήρανση και στο χωριό Υψηλομέτωπο καλλιεργήθηκαν εντατικά, για μια δεκαετία και μέχρι περίπου το 2004. Αναφέρθηκε ότι προήλθαν από το φυτώριο της Αχλαδερής. Συνολικά καλλιεργούνταν μέχρι και 10.000 δένδρα που έδιναν 5-10 τό- νους ξερά δαμάσκηνα, τα οποία μεταφερόταν σε εμπόρους στην Αθήνα και έδιναν εισοδή- ματα από 100 χιλιάδες μέχρι και ένα εκατομμύριο δραχμές στους κατοίκους. Τα δαμάσκηνα απλώνονταν σε τελάρα και ξεραίνονταν αρχικά στον ήλιο. Στη συνέχεια μαλάζονταν με το χέρι αποκλειστικά από γυναίκες και έμπαιναν σε φούρνους με ξύλα για την τελική ξήραν- ση. Υπήρχαν τέσσερεις κοινοτικοί φούρνοι στην τοποθεσία Ασλάνη χαβούζα μέσα στο χωριό και τρεις ιδιωτικοί. Οι εισαγωγές φτηνότερων αμερικάνικων δαμάσκηνων, που δεν ξεραίνονται, αλλά απλώς ζεματίζονται, έριξε τις τιμές για τους παραγωγούς και η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε. Σήμερα, έχουν απομείνει 50-100 δένδρα, διάσπαρτα σε κτήματα ή κήπους.
Ποικιλίες δαμασκηνιάς που εντοπίστηκαν
ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ
Ο καστανεώνας της Αγιάσου υπολογίζεται ότι καλύπτει 11.200 στρέμματα. Η ποικιλία της Αγιάσου ωριμάζει από τέλη Οκτωβρίου μέχρι μέσα Νοεμβρίου. Δίνει μικρά και γλυκά κάστανα, που καθαρίζονται εύκολα και τρώγονται ακόμη και ωμά. Τα δένδρα, αρκετά εκ των οποίων είναι αιωνόβια, είναι άριστα εγκλιματισμένα στην περιοχή, εξαιρετικής αντοχής και δεν χρειάζονται λίπανση. Οι καστανιές ραβδίζονται και οι συλλεχθέντες αχινοί, σωρεύονται, διαβρέχονται και ραβδίζονται εκ νέου μέχρι να ανοίξουν σε 20-25 μέρες. Αν παραμείνουν μέσα στους αχινούς διατηρούνται έως τον Μάρτιο. Διαφορετικά, αποθηκεύονται σε ζελατίνες μέσα σε ψυγεία για 4-5 μήνες.
Η απόδοση του καστανεώνα έφτανε και τους 1000 τόνους τη δεκαετία του 1950, με εξαγωγές στη Β. Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό (αναφέρθηκε η Γαλλία). Σήμερα, υπολογίζεται ότι παράγονται περί τους 200 τόνους κάστανα, τα οποία κατά κύριο λόγο πωλούνται ιδιωτικά σε πλανόδιο εμπόριο και από μανάβικα των τριγύρω χωριών. Αναφέρθηκε, επίσης, από παραγωγούς η πώλησή τους σε εμπόρους στην Καβάλα ή στην Αθήνα, όπου υπάρχει ζήτηση από κατοίκους λεσβιακής καταγωγής. Η μέση τιμή πώλησης σε εμπόρους είναι στο 1,30 €, ενώ στη λιανική πωλούνται μέχρι και 2,5 €.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο καστανεώνας είναι το έλκος της καστανιάς που «μπορεί μέσα σε τρία χρόνια να ξεράνει πλήρως τα δένδρα». Αναφέρθηκε μεγαλύτερη αντοχή στο έλκος, δένδρων που βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Η ύπαρξη του έλκους δυσκολεύει και τις εργασίες συντήρησης των καλλιεργειών, αφού καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνο και δύσκολο το κλάδεμα, αφού η ασθένεια μεταφέρεται από δένδρο σε δένδρο μέσω επιμολυ- σμένων εργαλείων. Άλλες ασθένειες που αναφέρθηκαν είναι η μύξα, που αποδίδεται στην εγκατάλειψη της καλλιέργειας και το μελάνωμα της ρίζας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Ανεμοκάστανα που είναι επίσης γλυκά και βγαίνουν σε μικρότερη τιμή στο εμπόριο, καθώς συλλέγονται καθαρά από το έδαφος και διατηρούνται στο ψυγείο. Επίσης, η ποικιλία Μακρέλη έχει το πλεονέκτημα της πρωιμότητας, παρότι δίνει πιο στυφά κάστανα.
Ποικιλίες Καστανιάς που εντοπίστηκαν
Δείτε εδώ τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος