Πάσχα του 1915 στη Λέσβο και δύο κυρίες σκανδαλίζουν το νησί
του Αριστείδη Καλάργαλη
Πριν εκατό χρόνια, το Πάσχα του 1915, δύο δασκάλες και η ειρηνοδίκης της φιλοπρόοδου κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λέσβου παρακολούθησαν την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής από τις θέσεις των ανδρών. Το γεγονός αυτό σκανδάλισε τους επιτρόπους της εκκλησίας, οι οποίοι προσπάθησαν να απομακρύνουν τις σουφραζέτες και έγινε θέμα στις τοπικές εφημερίδες.
Όπως έγραψε η εφημερίδα Σάλπιγξ, οι δασκάλες είχαν προγυμνάσει τις μαθήτριες του Παρθεναγωγείου για να ψάλουν τα εγκώμια σε τετραφωνία. Οι επίτροποι όμως της εκκλησίας τις διάταξαν «να κενώσωσι τα στασίδια, διότι τα χρειάζεται ο κόσμος», εννοώντας το ανδρικό εκκλησίασμα· συμπληρώνοντας ότι «δεν χρειαζόμεθα εδώ νεωτερισμούς!». Οι τρεις κυρίες δεν πτοήθηκαν, υπέδειξαν στους «επιτρόπους το παγκάριον, και να παρακινήσωσιν αυτούς εις την συνήθη της δεκαρολογίας ασχολίαν των». Για την πράξη των επιτρόπων διαμαρτυρήθηκαν κάτοικοι της κωμόπολης με δημοσίευση επιστολής στην εφημερίδα, όπου σημείωσαν επίσης ότι «δεν διορίσθησαν διά της ψήφου του λαού […] αλλά αγαδικώς και υποκρυφίως […] υπό δύο τριών ομοφρόνων αυτοίς δημογερόντων».
Οι επίτροποι απάντησαν από τις στήλες της εφημερίδας ότι «είθισται παρά τοις μικροίς χωρίοις, ένθα τα ήθη και τα έθιμα τηρούνται εν μεγάλη αυστηρότητι και δη εις τα μόλις εκ του βαρβάρου ζυγού απελευθερωθέντα τοιαύτα, να μη συγχρωτίζονται κατά τας Εκκλησιαστικάς ακολουθίας τοις γυναιξίν οι άνδρες».
Στον δημόσιο διάλογο παρενέβη και το συμβούλιο του «Παλλεσβιακού Δημοδιδασκαλικού Συνδέσμου». Ο Σύνδεσμος από την ίδρυσή του το 1908 είχε προοδευτικά χαρακτηριστικά. Ήταν υπέρ της δημοτικής γλώσσας, η λειτουργία του αναστάλθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ανασυστάθηκε το 1912 με την απελευθέρωση της Λέσβου. Με επιστολή του, στην ίδια εφημερίδα, το Συμβούλιο εξέφρασε «την λύπην του προς την εν λόγω κωμόπολιν διά την διαγωγήν τινων των αρχόντων της» γιατί «λίαν απρεπώς συμπεριεφέρθησαν προς τας διδασκαλίσσας του Παρθεναγωγείου […] κατά την ημέραν της εκφοράς του Επιταφίου αλλά και κατά την νύκτα της αναστάσεως κοτζαμπασικώτατα τινές εξ αυτών διέταξαν και έθραυσαν τας θύρας του Σχολείου, έσχισαν τους χάρτας και τα όργανα τα διδακτικά, δι’ ων φωτίζονται τα τέκνα των και ετρομοκράτησαν τας ξένας δεσποινίδας, οίτινες παρέχουσιν αυτοίς την υψίστην των ευεργεσιών, την μόρφωσιν των θυγατέρων των».
Στην ίδια εφημερίδα εργάζεται, από τον Μάιο του 1914, ο Στράτης Μυριβήλης, όπου γράφει και χρονογραφήματα. Αφού διάβασε τις δημόσιες αντεγκλήσεις δημοσίευσε στις 5 Απριλίου 1915 το χρονογράφημά του «Τα πάθη σου Χριστέ», που δημοσιεύουμε στη συνέχεια.
Τα πάθη σου Χριστέ
του Στράτη Μυριβήλη
Ένας καυγάς λαβών χώραν την Μεγαλοβδομάδα εις την Εκκλησίαν της Αγ. Παρασκευής μετεφέρθη ξώλαμπρα και εις τας στήλας του Μυτιληναΐκού Τύπου όπου είχαμε το ευτύχημα να τον απολαύσωμεν και ημείς. Εάν εζούσε εκείνος ο περίφημος αστυνομικός του οποίου δεν θυμάμαι τ’ όνομα, θα επαναλάμβανε πάλι με όλο το δίκιο του την αιωνίαν του φράσιν με την οποίαν οδήγει τα λαγωνικά οσάκις ανελάμβανε και νέαν μυστηριώδη υπόθεσιν. «Ζητήσατε την γυναίκαν». Μόνο που εδώ δεν πρόκειται περί μιας αλλά περί ολοκλήρου τριάδος γυναικών και μάλιστα πολύ ανεπτυγμένων και ωραίων. Επί της δευτέρας ιδιότητος δεν επιμένω μετά βεβαιότητος αλλά επί τέλους τι θα χάσουμε αν υποθέσωμεν και ωραίας τας τρεις αγνώστους μας. «Καλομελέτα κι έρχεται». Λέει μια λαϊκή παροιμία. Και εγώ τρέφω απόλυτον σεβασμόν εις το κύρος των παροιμιών. Το γεγονός ήτο ότι αι τρεις κυρίαι παρηκολούθησαν τον θρήνον του επιταφίου μέσα από αντρικά στασίδια.
Το πράγμα εξόργισε τους αγίους επιτρόπους, οίτινες διαβλέποντες τον δάκτυλον του αχρείου Σατανά εις την υπόθεσιν, παρουσιάστηκαν εν σώματι εις τας νεωτεριστρίας και τας υπέδειξαν το κακόν το οποίον προσγίγνεται εις την σωτηρίαν των ψυχών του ευσεβούς άρρενος εκκλησιάσματος ένεκα της παρουσίας των εις εδάφη ανδρικά. Φαίνεται ότι η προφορική αυτή νότα είχε πολύ έντονον το ύφος, διότι αι κυρίαι όχι μόνο δεν το κούνησαν από την θέσιν των, αλλά και έβαλον αυτούς εις την ιδικήν των, υποδείξασαι αυτοίς το παγκάριον ως μόνον κατάλληλον στάδιον δράσεως, και τον δίσκον ως το μόνον ψυχοσωτήριον αγώνισμα.
Αυτή είναι η υπόθεσις του επεισοδίου το οποίον εξόργισε τόσον πολύ τους «φιλοπρόοδους» της καλής Κοινότητος ώστε διεμαρτυρήθησαν εις τον Τύπον διά την οπισθοδρομικότητα των αγίων επιτρόπων, οι οποίοι πάλιν τόσο εθύμωσαν διά το δημοσίευμα ώστε εξέδωσαν αρχαιοπρεπές ανακοινωθέν το οποίον και πάλιν έστειλαν εις τον Τύπον, και διά του οποίου υπεδείκνυον εις το Κοινόν ότι αι τρεις εκείναι γυναίκες αι οποίαι ως αι Μυροφόροι επήγαν πάρα πολύ κοντά εις τον Επιτάφιον διά να τον θρηνήσουν ενώ ημπορούσαν θαυμάσια να το κάνουν πίσω από τα καφάσια, ήσαν ικαναί να κολάσουν όλον το μυστακοφόρον εκκλησίασμα, αποστέλλουσαι όλους συλλήβδην τους πιστούς εις ένα θεόρατον καζάνι του Σατανά διά να σιγοβράζωσιν εκεί μέχρι συντελείας αιώνων και μέχρι τελείου ξεζουμίσματος της αμαρτωλής ψυχής των. Συνέπεσε όπως αι δύο των υβρισθεισών νεωτεριστριών να είναι δασκαλοπούλες, πράγμα το οποίον τα μάλα εξηρέθισε τους άρρενας συναδέλφους των οίτινες εν αγαστή αλληλεγγύη συνελθόντες επί το αυτό συνέταξαν ένα ψήφισμα ακόμα εντονότερον εις το οποίον επεδείκνυον τετραγωνικότατα ότι το διάβημα των αγίων επιτρόπων είχε γίνει εναντίον όλων των κανόνων της αβρότητος, του πολιτισμού, των νέων ιδεών, και της Γραμματικής.
Οι μόνοι βλέπετε που δεν ομίλησαν δημοσιογραφικώς εις αυτήν την περίστασιν διά να ειπούν την γνώμην των επί του ζητήματος ήσαν το Εκκλησίασμα και ο Χριστός, ο οποίος εν τη γνωστή ανεξικακία Του υπέμεινε και πάλιν σιωπών διά το πράγμα. Και δυστυχώς είναι οι μάλλον ενδιαφερόμενοι και μόνοι των οποίων η γνώμη θα ήτο αμερόληπτος και θα είχε κάποιαν βαρύτητα.