Μια ιστορία σε δύο πλάνα: Η τραγική ιστορία που σφράγισε την οικογένεια Μούρα
Στις 25 Νοέμβρη γιορτάζουμε την Ημέρα της Εθνικής Αντίστασης, που καθιερώθηκε με τον Ν. 1285/82, ως ελάχιστος φόρος τιμής σ’ όλους εκείνους που αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν από τα γερμανο-ιταλο-βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής την περίοδο 1941-1945.
Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας με την ευκαιρία της ημέρας αυτής ως μέρας τιμής μνήμης δημοσιοποιεί-για πρώτη φορά-μια τραγική ιστορία που σφράγισε την οικογένεια Μούρα.(Ολοκληρωμένο το κείμενο βρίσκεται αναρτημένο στην ιστοσελίδα μας στο φέϊς μπουκ)
Μια ιστορία σε δύο πλάνα
Από το υπόγειο δεσμωτήριο των Τούρκων εθνικιστών στο κατακτημένο Αϊβαλί…
Αϊβαλή, Σεπτέμβρης του ’22 και ο εξοστρακισμός του ελληνικού πληθυσμού από τις πατρογονικές εστίες, σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά, της Μικρασιατικής Γης ολοκληρώνεται. Ο τουρκικός στρατός, εφαρμόζοντας - σχέδιο δεκαετίας - ολοκληρώνει την εθνοκάθαρση της Μικράς Ασίας και η διαταγή μια και μόνη γι΄ αυτούς που ξέμειναν… Τα παιδιά και οι γυναίκες μέσα σε ρητή ημερομηνία θα μπάρκαραν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες από δεκαοκτώ έως σαράντα πέντε χρόνων θα πήγαιναν σκλάβοι στα εργατικά τάγματα-τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού»-.
Αυτή την πικρή εμπειρία των εργατικών ταγμάτων έζησε ο Ηλίας Βενέζης στα 18 του, μόλις, χρόνια, και την αποτύπωσε στο βιβλίο του «Το νούμερο 31328- το βιβλίο της σκλαβιάς». Σε τούτο το βιβλίο υπάρχει μια εκτεταμένη αναφορά του στον συντοπίτη του Ιάκωβο Μούρα.
«(…) Και μια γνωριμιά: Σε μιαν άκρη που δε φαίνεται καθόλου είναι ο χωμένος ο Ιάκωβος Μούρας. Είναι ένας περασμένος άνθρωπος, ίσαμε πενήντα χρονώ. Ήταν ξενοδόχος και πατριώτης λόγιος. Όταν ήρθαν οι έλληνες στην Ανατολή έβγαλε ένα λόγο απ’ το μπαλκόνι του ξενοδοχείου του. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του που, επειδή δεν είχε έτοιμη παντιέρα να σιάρει, σαστισμένος απ’ την ευγλωττία του άρπαξε και σίαρε ένα σεντόνι που μύριζε ύποπτα πράματα.
«Ζήτω η Ελευθερία!»
Σίγουρα θα τον πρόδωσαν γι αυτό. Κάθεται ζαμουριασμένος, ένα κουβαράκι, και συλλογίζεται. (…)
-Πολύ συλλογίζεσαι, μπάρμπα-Γιάκωβε, του λέει ένας.
Κουνά το κεφάλι του: Ναι.
-Τι τον ήθελες, φουκαρά κ’ εσύ κείνον τον κατουρημένο διάβολο, τότες!
-Τι τον ήθελα, για! μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
Σε λίγο έρχονται τα παιδιά του στο παράθυρο. Πολλά ψι-ψι συναμεταξύ τους. Μαθαίνουμε κ’ εμείς το τι τρέχει: Ο Ιάκωβος φεύγει. Είναι Ιταλός υπήκοος. Σε λίγες ώρες θα τον λευτερώσουν.
Στο γερασμένο πρόσωπό του γίνεται μια απερίγραπτη αλλαγή. Σα να το πέρασαν λούστρο και γυαλίζει. (…)
-Παιδιά, έννοια σας! μας λέει. Το πράμα θα κανονιστεί. Κουράγιο! Μόλις πατήσω στη Μυτιλήνη θα πάω στον Ιταλό Πρόξενο και θα του πώ πως δεν ήμουν μονάχα εγώ, μα κ’ εσείς. Θα στείλει τότες ένα πολεμικό. Σίγουρα!(…)
-Πόσες μέρες θα χρειαστεί να περιμένουμε, μπάρμπα-Γιάκωβε; ρωτά ένας.
Τέσσερις πέντε, λέει τέλος. Εσείς βάλτε έξι, να ‘στε μέσα.
-Εμείς πόσοι είμαστε τώρα; επιμένει ο άλλος.
-Σαράντα.
-Διαίρεσέ το με το εφτά!
-Πέντε και κάτι…
-Έ, συμπεραίνει ο σύντροφος μας με φαρμακερή ηρεμία. Ίσαμε να τελειώσει η διορία σου, έξι μέρες, το «ξάφρισμα» θα μας έχει νετάρει ολουνούς. Θα θέλει και ρέστα…(…)
-Σωστό…, συμφωνεί ένας μελαγχολικά.(…)Κι όμως στο βάθος όλες οι καρδιές χτυπούν. Αρχίζουμε ν’ αγωνιούμε μπας και δε φύγει ο Ιάκωβος. (…)
Όσο πέφτει η νύκτα; Τα νεύρα αρχίζουν να μην πειθαρχούν πια. Όλοι κινούνται, αλλά κάθε τόσο μια μεγάλη στιγμή σιωπής ακινητεί την ατμόσφαιρα.(…)
Ένα χέρι με σπρώχνει δυνατά. Ύστερα μια κλωτσιά. Ξυπνώ απότομα. Μέσα στο λίγο φως , στα δυο τρία σπαρματσέτα που άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κινούνται και σπρώχνουνται προς την πόρτα. (…) Δυο τρεις στρατιώτες γυρίζουν σε όλες τις γωνιές , μην απόμεινε κανένας, και κλωτσούν.
-Σηκωθείται!
Ο καπετάνιος μ’ έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος, σα να ‘ρχουμε από άλλον κόσμο.
Τι είναι;
-Το «ξάφρισμα»…, μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει.
(…) Ακούγω μια στιγμή τον Ιάκωβο, δίπλα μου , να μουρμουρίζει: «Εις το όνομα του Πατρός , του Υιού, του Πατρός και του Υιού…», πολλές φορές.
Μας αραδιάζουν σε διπλή σειρά. Εκεί, πλάι στη θάλασσα. Μες το λιμάνι ανάβουν τα φώτα του ενός βαποριού από κείνα που παίρνουν τα γυναικόπαιδα. Θάνε περασμένα μεσάνυκτα.(…)
Είμαι στη πρώτη σειρά. Δίπλα μου ο καπετάνιος(…)
Πλησιάζει εκεί ο πρώτος αξιωματικός . Είναι αυτός ο ίδιος που μας χτυπούσε το πρωί (…) Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα.
-Κ’ εσύ, παλιόσκυλο! λέει.
Ξεχωριστήκαν έξι σύντροφοί μας. Ύστερα άλλος ένας, γίναν εφτά.(…)
-Φτάνει λέει ο αξιωματικός στο στρατιώτη με τη λάμπα. Μα αμέσως θυμάται, γυρίζει προς το μέρος του άλλου αξιωματικού:
-Α΄, αλήθεια, κ’ έναν για σας! λέει. Διαλέξτε!
Τούτος ο άλλος πλησιάζει στη γραμμή. Η καρδιά μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά έναν. Σκύβουμε να δούμε: Ο Ιάκωβος.
-Όχι εγώ! Όχι εγώ! Παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. Εγώ Ιτάλια ταμπαασί(Ιταλός υπήκοος) Ιτάλια ταμπαασί… Αύριο θα με γυρέψουν…
-Σκύλο! Μουγκρίζει ο ξανθός αξιωματικός, και τον τραβά στην μπάντα.
Ύστερα διατάζει στο απόσπασμα:
-Να γυρίσετε γρήγορα!(…)
Το πρωί οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπουμε στα κάγκελα είναι τρία παιδιά. Κανένα δεν είναι παραπάνω από δεκαπέντε χρονώ. Σκύβουν και πολεμούν και τα τρία να δουν στο υπόγειο, γυρίζουν εδώ εκεί τα μάτια τους.
-Πατέρα!... φωνάζει το ένα.
-Ποιον γυρεύετε; ρωτά κάποιος από μας που δεν τα ήξερε.
-Τον Γιάκωβο Μούρα! Είναι πατέρας μας!
-Ά, πατέρας σας είναι; μουρμουρίζει ο άνθρωπος. Συλλογίζεται.
-Έφυγε! Λέει ξερά.
Τα παιδιά αρχίζουν να φωνάζουν, και τα τρία μαζί, και να γυρεύουν τον πατέρα τους. Ο σκοπός ενοχλείται. Έχει δίκιο. Αυτές οι ψιλές φωνές σκίζουν τον πρωινό αγέρα, δεν κάνουν μήτε τόση δα προσπάθεια για λίγη στοιχειώδη αρμονία, να μην παραφωνούν.
Τα διώχνει με κλωτσιές. Μα κείνα τραβιούνται λίγο πιο πέρα, κατάντικρυ στο μικρό παράθυρο, το πεζοδρόμι, κάθουνται κει χάμου, μαζεύουν τις μύξες τους και συνεχίζουν την παραφωνία χωρίς συστολή, με μικρές διακοπές.
Τέλος το ένα σηκώνεται, κλαμένο ακόμα, και λέει στ’ άλλα να φύγουν.
-Πάμε…
Σηκώνουνται ένα ένα και χάνουνται με σιγανά βήματα.
Η πρωινή φθινοπωρινή γαλήνη ξαναβρίσκει την αρμονία που είχε ταραχθεί.(…)»
Στο υπόγειο δεσμωτήριο των Ναζιστών στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκη, 2 Ιούλη 1943 , εκτελούνται από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής πενήντα κρατούμενοι-όμηροι, στη θέση Βυρσοδεψεία, ανάμεσα τους και ο Γιώργος γιος του Ιάκωβου Μούρα. Τον Γιώργο όπως και άλλους 16 κρατουμένους τους πήραν από το υπόγειο δεσμωτήριο της Γκεστάπο, το περιβόητο «510» νεοκλασικό κτίριο της πρώην ψυχιατρικής κλινικής Βαγιάνου στην περιοχή του Ιερού Ναού Αναλήψεως επί της Βασιλίσσης Όλγας .
Τον Μάιο του 45 η εφημερίδα «Σοσιαλιστής» επαναδημοσιεύει διήγημα -χρονικό του Κ. Νταϊφά από το περιοδικό «Νέα Ζωή», που αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή του «510» αλλά και στην εκτέλεση της 2 Ιουλίου 1943 με κεντρικό ήρωα το Γιώργο Μούρα.
Ο ΜΩΜΟΣ
Ήτανε μια παλιά βίλα, που την είχανε μεταβάλει σε ειδικό Δεσμωτήριο… το φρικτό «510» της Σαλονίκης. Οι φυλακές Γκεντή Κουλέ και το στρατόπεδο Παύλου Μελά, ήταν παράδεισος μπροστά στον Άδη του «G.F.P stop». Ταφοσιγαλιά σκέπαζε όλο το χτίριο. Μονάχα ο θόρυβος του τραμ, που περνούσε στο μεγάλο δρόμο, και τα βαριά πατήματα της γερμανικής μπότας.
Γκαπ-γκουπ η μπότ’
περνάνε τα ρομπότ’
που μας φέραν τη μπομπότ’
κι όλα έγιναν φερμπότ…
έλεγε ένας μυστήριος τύπος - νέος, καμπούρης, χορατατζής, που τον κατηγορούσανε για κατάσκοπο των υποβρυχίων και πως είχε μυστικό «πομπό». Τον λέγαμε ο Μώμος. (…)
Ένα μεσημέρι παίρνουνε το Μώμο πάνω στο γραφείο, δυο γκεσταπίτες κι ο κακούργος Χέρμαν, γερμανολεβαντίνος Σμυρνιός, που έκανε τον δραγουμάνο. Σε λίγο ακούμε κάτι βουβά μουγκρητά, που ταράξανε συθέμελα όλο το «510»… Όταν κατέβασαν το Μώμο, ήταν αγνώριστος. Μιλιά δεν είπε, μόνο βογκούσε πνιχτά… Νεκρική βουβαμάρα πλάκωσε το κελί μας. Είχα καθίσει στο κρεβάτι του και τούβαζα πετσέτες βρεμένες στο κεφάλι… Κανείς μας δεν έφαγε κείνο το μεσημέρι, ούτε δεχτήκαμε να βγούμε στην αυλή τα πέντε λεφτά του τσιγάρου- ήταν η τρανότερη θυσία που μπορούσαμε να προσφέρουμε! Κι ο Μώμος τόνιωσε βαθιά. Ξάφνου μέσα στη βουβή ησυχία πετάχτηκε η φωνή του με τον γελαστό, σαρκαστικό τόνο της.
- Τους έδωσα ξύλο αλύπητο… με την πλάτη μου… Δε θα ζήσω, ρε παιδιά… μ’ αν βγω ζωντανός από δω, θα μασήσω τα χέρια και τη γλώσσα του Χέρμαν.(…) Να πώς άκουσα, ύστερ’ από μήνες, να μοιρολογούνε στου Παύλου Μελά αυτή την εκτέλεση της 2 τ’ Αλωνάρη 1943.
Η παράθεση των αποσπασμάτων αυτών για την πορεία πατέρα και γιου προς το θάνατο αναδεικνύουν με τον πιο δραματικό τρόπο αυτό που ο Βενέζης ονομάζει «…συγγένεια αίματος, συγγένεια «ύφους …» είκοσι χρόνια αργότερα.
Για τις τραγικές στιγμές που εξελίσσονται στα υπόγεια-δεσμωτήρια δυο νεοκλασικών κτιρίων που μετατράπηκαν από τους εξουσιαστές σε μνημεία αυθεντικής φρίκης και τρόμου για να τελεστούν όλα αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Για τους δυο ανεξέλεγκτους αξιωματούχους, στελέχη ενός τυφλού μηχανισμού μαρτυρίων και θανάτου που στήθηκε από το Κεμαλικό και Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς εξοντώνοντας ανθρώπους αθώους, θύματα ανήμπορα ν’ αμυνθούν και να υπερασπίσουν τη ζωή τους.
Για τις τραγικές μορφές πατέρα και γιου - διαχρονικά αγωνιστών της ελευθερίας - που μαζί με ανύποπτους πολίτες οδηγούνται στα «αμελέ ταμπουρού» - κολαστήρια της Γκεστάπο-στρατόπεδα συγκέντρωσης στο έλεος σαδιστών και υπανθρώπων για τους οδηγήσουν στο θάνατο.
Για την τραγική μοίρα του Γιώργου Μούρα που σε ηλικία μόλις 14 χρόνων, έξω από το υπόγειο δεσμωτήριο, θα μάθει, με τον πιο σκληρό τρόπο, τον αδόκητο θάνατο του πατέρα του από τους Τούρκους εθνικιστές και τώρα, 20 χρόνια μετά, ορθός με το κεφάλι ψηλά θα στηθεί μπροστά στους Ναζιστές .
«(...)Και είδα τότε μες τη φοβερή άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 πόσο το «Το νούμερο 31328», γραμμένο έπειτα από ένα μεγάλο πόλεμο, πόσο είχε συγγένεια αίματος, συγγένεια «ύφους», είκοσι χρόνια αργότερα, με τις μέρες του νέου πολέμου.
Έτσι το βιβλίο τούτο (…) έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει και τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν και πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από είκοσι ένα χρόνια, «Το νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πόλεμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου.»
Επιμέλεια: Γιώργος Γαλέτσας