Ιωάννης Αλταμούρας: ο "άγνωστος" ζωγράφος της πυρπόλησης της φρεγάτας στην Ερεσό
Του Νεκτάριου Βακάλη
Ο Ιωάννης Αλταμούρας είναι εκείνος που το 1878 (τη χρονιά του θανάτου του) είχε εμπνευστεί και φιλοτεχνήσει τον πρώτο ζωγραφικό πίνακα με θέμα την «Πυρπόληση της πρώτης οθωμανικής φρεγάτας στην Ερεσό από τον Παπανικολή» που εστάλη μαζί με το άλλο του έργο «Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον δύο οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας» στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Τέσσερα χρόνια αργότερα (το 1882) ο άλλος σπουδαίος μας θαλασσογράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης δημιούργησε το γνωστό σε όλους μας έργο που αναπαριστά την πρώτη πετυχημένη πυρπόληση, της τουρκικής ναυαρχίδας, από τον Δημήτριο Παπανικολή, στις 27 Μαΐου του 1821 στην Ερεσό.
Η πυρπόληση στον όρμο της Ερεσού
Το πρωινό εκείνης της μέρας ο μπουρλοτιέρης Παπανικολής μαζί με τον άλλο Ψαριανό καπετάνιο Γεώργιο Καλαφάτη (με καταγωγή από την Κρήνη-Τσεσμέ της Μικράς Ασίας) με δύο πυρπολικά πήγαν αποφασισμένοι για λογαριασμό της Τρινησίας (Σπέτσες, Ύδρα, Ψαρά) να κάψουν-ανατινάξουν το τουρκικό δίκροτο «Φερμάν Ντεϊνεμέζ» στο λιμάνι της Ερεσού. Καθώς τα Ψαριανά πληρώματα είχαν αποκτήσει πείρα από τις ρωσικές επιχειρήσεις στο Τσεσμέ (1770) πήραν εντολή από το ναύαρχο Ιάκωβο Τομπάζη που ήταν επικεφαλής του ελληνικού στόλου να πυρπολήσουν το ντελίνι του Μεκτάς-Αρναούτ το οποίο ανήκε στην εμπροσθοφυλακή του οθωμανικού στόλου (ο υπόλοιπος κατέφυγε στον Ελλήσποντο) και άντεχε κάθε επίθεσης από τα πολύ μικρότερά του ελληνικά πλοία που είχαν και πολύ μικρό βεληνεκές. Ο τρόπος αντιμετώπισης με πυρπόληση αποφασίσθηκε ως ο μόνος ικανός να κάνει ζημιά στο τουρκικό πλοίο και έτσι αφού ο Πάργιος, Ιωάννης Δημολίτσας με το παρωνύμιο «Πατατούκος», μετέτρεψε τα Μπρίκια (είδος πλοίου) σε πυρπολικά οργανώνεται τα χαράματα η πρώτη επιχείρηση. Η προσπάθεια του Καλαφάτη να κολλήσει το πυρπολικό του στα πλευρά του πλοίου δεν πέτυχε αλλά ο Παπανικολής κατόρθωσε να προσκολλήσει το δικό του στην πλώρη του πλοίου, παρά τα συνεχόμενα πυρά των κανονιών και την αντίσταση των τούρκων ναυτών. Οι φλόγες από το πυρπολικό μεταδόθηκαν άμεσα στο μεγάλο πολεμικό πλοίο. Οι Τούρκοι έντρομοι προσπαθούν με αλαλαγμούς, με ύβρεις και υστερικές κραυγές να σωθούν. Ο πλοίαρχος, στην προσπάθειά του να σωθεί πρώτος, αδιαφορώντας για το πλήρωμά του, δέχεται θανατηφόρο πλήγμα από μαινόμενο Τούρκο. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, μέσα σε τριανταπέντε λεπτά της ώρας μεταδόθηκε η φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και μια «μια πύρινη στήλη υψώθηκε και συρίζουσα κατέπεσε σε σωρούς ερειπίων. Οι υγροί πρόποδες ενός μικρού νησιού στην είσοδο του λιμανιού της Ερεσού, δέχτηκαν τα συντρίμμια του άλλοτε περήφανου πλοίου που δεν υπήρχε πια" μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιγνάτιου Παπάζογλου στο βιβλίο του «Η Επανάσταση του 1821 και το πρώτο αυτής ναυτικό κατόρθωμα». Ήταν η πρώτη επιτυχής χρήση επανδρωμένου πυρπολικού από την οποία 500 άνδρες του πληρώματος καίγονται ή πνίγονται στη θάλασσα και σώζονται περίπου 200. Κατ' άλλους οι Τουρκικές απώλειες ανέρχονται περίπου σε 1.000 άνδρες ενώ διασώθηκαν μόνο 8! Πάντως με τα ναυτικά δεδομένα ένα δίκροτο ή ντεπόντες ή ντελίνι είχε δύο επάλληλες σειρές πυροβόλων ανά πλευρά, συνολικά 64-78 πυροβόλα σε δύο καταστρώματα και πλήρωμα 600-700 άνδρες. Εκτός κι αν λόγω της προσπάθειας ενίσχυσης της τουρκικής φρουράς στο νησί είχαν επιπλέον άνδρες…
Επιτυχείς πυρπολήσεις στο νησί μας είχαμε και από τον Δ. Καλογιάννη και τον Κωνσταντίνο Νικόδημο.
Το «Μεγάλο Τζουλούσι»
Οι Τούρκοι των ακτών βλέποντας την καταστροφή του πλοίου, έφυγαν προς το εσωτερικό και εγκατέλειψαν στην παραλία όλα τους τα εφόδια. Ο αντίκτυπος του ναυτικού κατορθώματος της Ερεσού εξαπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις με αποτέλεσμα οι Έλληνες να αναθαρρήσουν πανελλαδικά. Σαν αντίποινα και για να προλάβουν τις αντιδράσεις και την οργανωμένη αντίσταση στο νησί, οι Τούρκοι αποκεφαλίζουν όλους τους πλούσιους χριστιανούς ως ύποπτους συνομωσίας και καταφεύγουν σε γενικευμένη σφαγή στην πόλη της Μυτιλήνης αλλά και στο ύπαιθρο που θα μείνει στην ιστορία του νησιού σαν το «Μεγάλο Τζουλούσι». Όπως μας πληροφορεί ο θεολόγος-συγγραφέας από το Μεγαλοχώρι Πλωμαρίου, Ιωάννης Μουτζούρης με το έργο του «H Λέσβος και η Eλληνική Eπανάστασις» Λεσβιακά, Τόμος Β’, Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, Μυτιλήνη, 1955, όταν μαθεύτηκε στη Μυτιλήνη πως τολμηροί ραγιάδες με τον ατρόμητο Παπανικολή, πυρπόλησαν ένα Tούρκικο δίκροτο στα νερά της Eρεσσού, 40 εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την ισχύ του κατακτητή, ξεκινώντας από τη Mουσουλμανική συνοικία της Eπάνω Σκάλας και φθάνοντας μέσα από την αγορά της πόλης στον τότε μικρό Nαό του Aγίου Θεράποντα, προέβησαν σε μια ομαδική σφαγή των Χριστιανών που καθ’ οδόν είχαν συλλάβει. Kοκκίνησε η πλατεία του Nαού και του τότε “Ξενοδοχείου” με το αίμα εκείνων των Ελλήνων! Γέμισε ο τόπος πτώματα! Οι σποραδικές γραπτές πληροφορίες της εποχής, κάνουν λόγο για 45 με 500! Πτώματα που αργότερα ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο που ήταν γύρω από το Ναό. Πτώματα που τα έκλαψαν μανάδες και κυράδες που καρτερούσαν τη λευτεριά. Kι ανάμεσά τους πτώματα κι άλλων Χριστιανών από άλλες περιοχές της σκλαβωμένης Ελλάδας που βρέθηκαν εκείνη τη μέρα στο νησί μας. H μεγάλη αυτή σφαγή ονομάστηκε «Mεγάλο Tζουλούσι».
Βιογραφικό του καλλιτέχνη
Ο Ιωάννης Αλταμούρας ήταν γιος της Ελένης Μπούκουρη ή Μπούκουρα, της πρώτης Ελληνίδας αβαν γκαρντ καλλιτέχνιδος του 19ου αιώνα και εγγονός του Ιωάννη Μπούκουρα ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1821 δωρίζοντας δέκα χιλιάδες δίστηλα, ποσό τεράστιο για την εποχή και ίδρυσε-απέκτησε το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο «Μπούκουρα ή Αθηνών επισημότερα»)στην Αθήνα το 1844 (είχε εγκαινιαστεί με άλλη ιδιοκτησία τον Ιανουάριο του 1840). Το κτίριο βρισκόταν στην πλατεία θεάτρου, στο σημείο, που τώρα στεγάζεται η Βιοτεχνική-Διπλάρειος Σχολή.
Η Ελένη (γεννηθείς το 1821) ήταν γυναίκα γοητευτική και αινιγματική, που κατάφερε να ανατρέψει όλες τις ισχύουσες συμβάσεις της εποχής της για τις γυναίκες που απαγορευόταν να κάνουν οτιδήποτε, όταν με παρότρυνση του πατέρα της σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη, στη Σχολή των Ναζαριστών (οπαδοί του ρομαντισμού) από το 1847 έως το 1850 και στη Φλωρεντία από το 1850 ως το 1851 μεταμφιεσμένη σε άντρα για να μπορέσει να γίνει δεκτή. Ήταν εκείνη που διεκδίκησε να ανοίξουν οι Ακαδημίες των Τεχνών και τα Πανεπιστήμια σε όλον τον κόσμο, επιτρέποντας στις γυναίκες να έχουν πρόσβαση στη γνώση. Διάβαζε τον Όμηρο και τον Πίνδαρο όπως άλλοι διαβάζουν εφημερίδα και έζησε επαναστατικά και ποιητικά τη ζωή της, κάτι το οποίο είχε πάρα πολύ μεγάλο κόστος και τίμημα. Συμμετείχε στις ζυμώσεις των επαναστατών για την ένωση της Ιταλίας και από τον έρωτά της με τον Ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νάπολη (μαθήτευσε και στο εργαστήρι του) προήλθαν τα τρία της παιδιά: Ιωάννης, Σοφία, Αλέξανδρος.
Με γονείς λοιπόν δύο εξαιρετικούς ζωγράφους και επαναστατικούς χαρακτήρες, ο Ιωάννης Αλταμούρας υπήρξε μια καλλιτεχνική αποκάλυψη. Γεννήθηκε στην Νεάπολη της Ιταλίας το 1852 και όταν χώρισαν οι γονείς του (ο πατέρας τους εγκατέλειψε το 1857 κι έφυγε με την ερωμένη του, Αγγλίδα ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον Αλέξανδρο) εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου η μητέρα του άρχισε να διδάσκει τα παιδιά της και να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες παρθεναγωγείων, αλλά και στη βασίλισσα Όλγα. Έτσι, αναγνωρίστηκε το ταλέντο του Ιωάννη και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α' του πρόσφερε υποτροφία στη Βασιλική Ακαδημία της Κοπεγχάγης(κατά την περίοδο 1873–1876 κοντά στον Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν). Νωρίτερα είχε γίνει δεκτός στην Σχολή των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών»), όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα τη διετία 1871–1872. Το 1875, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», το όποιο θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του και τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β' τάξεως. Το συγκεκριμένο έργο μαζί με άλλα 44 ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης και θα υπάρχει στην έκθεση. Στα τρία χρόνια που παρέμεινε στη Δανία εντάχθηκε σε μια νεωτεριστική ομάδα στην οποία μετείχαν 40 Δανοί ζωγράφοι στη λεγόμενη «Αποικία του Σκάγκεν». Το όνομα προήλθε από το ψαροχώρι στο οποίο είχαν εγκατασταθεί στο βορειότερο σημείο της δανικής χερσονήσου.
Η επιστροφή
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών στη Δανία επιστρέφει στην Ελλάδα το 1876. Εν τω μεταξύ είχε ήδη πεθάνει το 1872 στα 18 της από φυματίωση η αδελφή του. Έχοντας εδραιώσει τη φήμη του και αποσπώντας υψηλές αμοιβές για τα έργα του, ανοίγει εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα και ζωγραφίζει ασταμάτητα. Όταν όμως η κατάσταση της υγείας του άρχισε να χειροτερεύει εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στο πατρικό της σπίτι στις Σπέτσες όπου και πέθανε το Μάιο του 1878, σε ηλικία μόνο 26 ετών. Τα δραματικά γεγονότα της απώλειας των παιδιών της αλλά και υπολοίπων συγγενών-το 1861 είχε πεθάνει στην αγκαλιά της και ο πατέρας της- (ένα γύψινο εκμαγείο, που δημιούργησε η κόρη του Ελένη «δια να κρατήσει τη μορφή του ανεξάλειπτη στη θύμηση της», βρίσκεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών), προκάλεσε νευρικό κλονισμό στη μητέρα και την οδήγησε σιγά-σιγά στην απόγνωση με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό της, να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σαν ερημίτης και να κάψει, όπως έχει θεωρηθεί, τα έργα της. Η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της έκθεσης Ελένη Κυπραίου η οποία σε συνεργασία με το υπουργείο Πολιτισμού της Δανίας, ακολούθησε τα ίχνη των σπουδών και της ζωής του Ιωάννη Αλταμούρα στη Δανία, έρχεται να καταρρίψει αυτή τη θεωρία και να μας πει ότι κάποιοι συγγενείς της μετά το θάνατό της σχεδόν άγνωστη (στις 19 Μαρτίου 1900), έκαψαν τα υπάρχοντα του σπιτιού, για να το «εξαγνίσουν» από την άρρωστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε!
Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα των παιδιών της, εκτός του Αλέξανδρου, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας. (Στη μαρμάρινη πλάκα στον τοίχο του πατρικού σπιτιού στις Σπέτσες βλέπουμε, ίσως λανθασμένα, διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης και για την Ελένη 1823 αντί 1821 και για τον Ιωάννη 1854 αντί 1852 αλλά και θανάτου της Ελένης 2/4-1903 αντί του 1900).
Η τραγική ζωή της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα ενέπνευσε τη Ρέα Γαλανάκη να γράψει το μυθιστόρημα «Ελένη ή ο κανένας», εκδ. Άγρα, 1998, το οποίο παρουσιάστηκε από την ίδια στην ημερίδα για τη ζωή και το έργο της ζωγράφου που διοργάνωσε στις 23 Φεβρουαρίου 2009, το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών- Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία στο οποίο προεδρεύει ο συμπατριώτης μας Αντώνης Βογιατζής. Επίσης η ζωή της ενέπνευσε και την έκδοση του θεατρικού έργου «Ελένη Αλταμούρα», εκδ Δωδώνη, 2005, από τον Κώστα Ασημακόπουλο.
Η καλλιτεχνική αξία
Ο Ιωάννης Αλταμούρας ήταν σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του '90. Έργα του κοσμούν το Μουσείο Skagen και το Σπίτι του Michael και Anna Ancher's(είχε συνδεθεί φιλικά με τον Michael), τα οποία θεωρούνται μέρος της ιστορίας της τέχνης της Δανίας. Στην Ελλάδα πολλά από τα έργα του (46) κοσμούν τη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης (ένα, η ναυμαχία Ρίου-Αντιρρίου βρίσκεται στο Ναύπλιο). Έργα του κατέχει το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ, (5), η Πινακοθήκη της Τήνου, ιδιωτικές συλλογές, ενώ έργα του βρέθηκαν κατά την καταγραφή που είχε γίνει και στο ανάκτορο του Τατοΐου (προφανώς ήταν και τα δύο έργα που δώρισε στον Γεώργιο τον Α' σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, επιστρέφοντας από τη Δανία το 1876).
Η ποιότητα του έργου του Ιωάννη Αλταμούρα δείχνει ότι είχε ξεπεράσει την αυστηρότητα του ακαδημαϊσμού που πρέσβευε η "Σχολή του Μονάχου", στην οποία τον κατατάσσουν οι τεχνοκριτικοί και αν ζούσε περισσότερο, θα ήταν ο πρώτος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος της Ελλάδας. Η αξία του έργου του, που διακρίνεται η δύναμη της σύνθεσης, ο επικός χαρακτήρας αλλά και η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση(στοιχεία ιμπρεσιονισμού), αποδεικνύεται και από τις υψηλότατες τιμές που πιάνουν στους πιο γνωστούς οίκους δημοπρασιών του κόσμου (Christie's, Sotheby's κ.α). Τα έργα του είναι κυρίως θαλασσογραφίες οι οποίες τουλάχιστον αυτές είναι ποιοτικά ισάξιες του άλλου σπουδαίου και «επίσημου» θαλασσογράφου του 19ου αιώνα, του Κωνσταντίνου Βολανάκη. Τα πορτραίτα, τα τοπία και οι ναυμαχίες των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία που δημιούργησε ο Αλταμούρας προετοίμασαν το έδαφος για τις θαλασσογραφίες του καλλιτέχνη φίλου του.