Skip to main content
|

Επιβιώσεις της διονυσιακής λατρείας και του αρχαίου ελληνικού θεάτρου στο Αγιασώτικο Καρναβάλι

Κοπέλες χορεύουν κυκλικά και τραγουδούν «τριψίματα» σε τρίστρατο της Αγιάσου (6/3/2006).

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
4'

Γράφει ο Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής

Οι μελετητές της διονυσιακής λατρείας και οι υποστηρικτές της αρχαίας προέλευσης των εθίμων μπορούν ακόμα να βρουν ζωντανά επιχειρήματα στις εκδηλώσεις του αγιασώτικου καρναβαλιού. Ενδεικτικά μόνο, μπορούμε να επισημάνουμε:

Ο κώμος περιφερόταν στους δρόμους με θόρυβο και αταξία και οι συγκωμαστές, μεθυσμένοι και φορώντας προσωπίδες, έψαλλαν τα φαλλικά άσματα και το φαιδρό διθύραμβο, όπως οι αγερμοί των μεταμφιεσμένων, που διέσχιζαν τα σοκάκια του χωριού και από κουιτούκι σε κουιτούκι τραγουδούσαν τα αδιάντρουπα «τριψίματα».

Ο ίαμβος (μετρικός πόδας) χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους σατιρικούς ποιητές, για να αποδώσουν τη σκωπτική διάθεση των πιστών της θεάς Δήμητρας, οι οποίοι «ιάμβιζαν», δηλαδή πειράζονταν μεταξύ τους. Τα τριψίματα, αθυρόστομα δίστιχα ομοιοκαταληκτικά τραγούδια, που διασώζει η προφορική λαϊκή παράδοση, αποδίδονται στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Είναι ολοφάνερη η σχέση του τριψίματος με τον αρχαίο διθύραμβο. Είναι χορικό άσμα (δηλαδή χορωδιακό τραγούδι), που τραγουδιέται και χορεύεται κυκλικά (αρχίζει ο κορυφαίος, ο έξαρχος ή εξάρχων των αρχαίων, και επαναλαμβάνει ο χορός), υμνεί τα γεννητικά όργανα και τη σεξουαλική πράξη, αποδίδεται με τον αφηγηματικό ίαμβο, διατηρεί τη μορφή αυτή και δεν εμπλουτίζεται με τα πρόσωπα και τα στοιχεία του αρχαίου δράματος (δηλαδή τους προσωπιδοφόρους ηθοποιούς και το διάλογο). Στον αρχαίο διθύραμβο τα μέλη του χορού βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 τα μέλη του χορού βάφονταν ακόμα με κόκκινα κραγιόνια. Στο σύγχρονο τρίψιμο μουτζουρώνονται με κάρβουνο. Στον αρχαίο διθύραμβο τα μέλη του χορού «ορχούνταν», που σημαίνει χόρευαν, μετείχαν στον όρχο, δηλαδή στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας. Στο τρίψιμο τα μέλη του χορού «αρχιόντι» που σημαίνει επίσης χορεύουν. Η λέξη προέρχεται από εκφυλισμό της αρχαιοελληνικής λέξης «ορχούνται».

Σύμβολο του θεού ήταν το ανδρικό γεννητικό όργανο, το επονομαζόμενο φαλλός. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, η γονιμότητα είναι μία και η αυτή σ’ όλη τη φύση. Ο σπόρος αποτίθεται στη γη, όπως το σπέρμα στους μητρικούς κόλπους. Το σπαρτό ξεφυτρώνει από τη γη, όπως το παιδί βγαίνει από τη μήτρα. Η γενετήσια πράξη του φαλλού, που προκαλεί γονιμότητα, πρέπει, κατά την κοινή πίστη των αρχαίων, να προκαλέσει και στη γη γονιμότητα. Από την εξομοίωση αυτή, της γέννησης της ανθρώπινης ζωής με το κάρπισμα των αγρών, προήλθε η λατρεία του φαλλού, ως συμβόλου γονιμότητας, όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Η λιτανεία των Διονυσίων μετέφερε στο ναό του θεού φαλλούς, σύμβολα της γονιμότητας της γης. Και στην Αγιασώτικη Αποκριά οι φαλλοί έχουν πρωταγωνιστική παρουσία είτε ως σκηνικές κατασκευές στο καρναβάλι είτε ως απαραίτητα αξεσουάρ, που κρατούν στα χέρια τους «γοι ιμτσούνις».

Η μεταμφίεση επίσης των ανθρώπων συνδέεται άμεσα με τη λατρεία του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ήταν και η προσωποποίηση της εναλλαγής των εποχών του χρόνου, οι οποίες με τη σειρά τους ευθύνονται για τη γέννηση και το θάνατο της φύσης. Άνοιξη η γέννηση της ζωής, καλοκαίρι η ωρίμανσή της, φθινόπωρο ο μαρασμός της, χειμώνας ο θάνατός της. Έτσι, οι περιπέτειες του θεού ταυτίζονταν με τα φυσικά φαινόμενα των εποχιακών καιρικών μεταβολών και συνεπώς με τις μεταμορφώσεις της βλάστησης κατά τη διάρκεια του χρόνου. Μεταμορφώνεται ο θεός, άρα πρέπει να μεταμορφώνονται και οι άνθρωποι στις ιεροτελεστίες τους. Δηλαδή, πρέπει να μεταμφιέζονται.

Οι κουδουνάτοι πειρασμοί αναπαριστούσαν συμβολικά με τις κινήσεις τους την ερωτική πράξη, όπως οι μετέχοντες στον αρχαίο άσεμνο χορό του κόρδακα.

Οι θεατές ακούν τα εξ αμάξης από πλανόδιο καρναβαλικό θίασο. (Ελλάς χαλέπ’ ασκέρ’, 1/3/1987).

Τα καρναβαλικά άρματα, που παρελαύνουν μέσα στο χωριό μεταφέροντας τα σκηνικά και το θίασο, μέλη του οποίου απευθύνουν τη σάτιρά τους στους θεατές, θυμίζουν τα άρματα των διονυσιακών τελετών, που μετέφεραν τους πανηγυριώτες του Διονύσου, οι οποίοι εν πομπή εκτόξευαν πειραχτικά σχόλια και σκώμματα, τα εξ αμάξης, στους θεατές (εξού και η γνωστή ρήση «θαν ακούγ’ς τα εξ αμάξης»).

Καθοριστική είναι η συμμετοχή των γυναικών στα άσεμνα τραγούδια και τριψίματα, θυμίζοντας τις μυθολογικές Μαινάδες, ακόλουθες του Διονύσου, και τις ιέρειες του θεού. Αρχικά, μάλιστα, στα Βακχεία γίνονταν δεκτές μόνο γυναίκες, που αναγορεύονταν σε ιέρειες (Βάκχες ή Μαινάδες).

Η Αποκριά γιορτάζεται πάντα στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης (τέλη Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου). Την ίδια εποχή - το μήνα Ανθεστηρίωνα, που αντιστοιχούσε περίπου στο τέλος του Φεβρουαρίου, γιόρταζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι τα Ανθεστήρια (Ανθισμένες Γιορτές), λατρεύοντας τη μυστική δύναμη της αναγέννησης της φύσης.

Η οργή του θεού συμβολίζεται με «βροχή φαλλών» στο βιβλικό γιανγκίν’ του συγκροτήματος «Σόδομα και Γόμορρα» (14/3/2005).

Την τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων («Χύτροι») αφιέρωναν την πανσπερμία (βρασμένους σπόρους δημητριακών και οσπρίων, παρασκεύασμα αντίστοιχο με τα σημερινά κόλλυβα) στο Διόνυσο και στο Χθόνιο Ερμή, τον ψυχοπομπό στο βασίλειο των νεκρών, τιμώντας έτσι τους νεκρούς. Κάτι που διασώζεται μέχρι σήμερα, αφού το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής, το Σάββατο των Απόκρεω, είναι αφιερωμένο στους νεκρούς και ο λαός μας το λέει Ψυχοσάββατο.

Κύριο χαρακτηριστικό του καρναβαλικού μας λόγου είναι ότι σατιρίζει πρόσωπα, τύπους, επαγγέλματα, γεγονότα επίκαιρα, της τοπικής κοινωνίας, αυτό ακριβώς που ήταν το χαρακτηριστικό της Νέας και Μέσης Αττικής Κωμωδίας (το λεγόμενο «ονομαστί κωμωδείν»).

Ο βωμολοχικός έμμετρος λόγος αποτελεί λογοτεχνικό είδος που καλλιεργήθηκε ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., με αντιπροσωπευτικότερο εκπρόσωπο τον Ιππώνακτα.

Ο Προμηθέας αλυσοδεμένος στον βράχο του μαρτυρίου, γιατί έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους. Από την αριστουργηματική τραγωδία «Προμηθεύς δεσμώτης» του Αισχύλου στον σύγχρονο Προμηθέα Αγιασώτη (1/3/1982).

Και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, όσον αφορά στην εξελικτική πορεία του εθίμου: Όπως ο Μηδικός Πόλεμος έδωσε στην τραγωδία το σοβαρό της τόνο και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος γέννησε τη σάτιρα του Αριστοφάνη, έτσι και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή έκαναν φιλειρηνικό και πιο σοβαρό το λόγο του Αγιασώτη καρνάβαλου, προσανατολίζοντάς τον στην κοινωνικοπολιτική θεματολογία, γνώρισμα που τον χαρακτηρίζει και σήμερα.

 

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις