Εν όψει της νέας σχολικής χρονιάς, οι ΦΙΛΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ προβάλλουν τη στάση ζωής και τις εκπαιδευτικές απόψεις του ξεχωριστού συμπατριώτη μας φιλόλογου ΝΟΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, συζύγου της Ευαγγελίας Αποστόλου, κόρης του Δημάρχου Απόστολου Αποστόλου. Παρακαταθήκη για τις νεωτέρες γενιές είναι οι αντιλήψεις του για την αποστολή του εκπαιδευτικού, καθώς και η όλη στάση ζωής του. Σε αυτά αναφέρεται το σημερινό αφιέρωμα.
Βιογραφικό:
Ο Παναγιώτης Παναγιώτου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη από γονείς Μικρασιάτες και μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές της Επάνω Σκάλας και του Συνοικισμού, όπου είχε εγκατασταθεί η προσφυγιά.
Έβγαλε το Λύκειο Μυτιλήνης, το οποίο, όπως λέει, ευτύχησε να έχει δασκάλους φωτισμένους τον Απόστολο Αποστόλου και το Βασίλη Αρχοντίδη.
Στα χρόνια της Κατοχής, μαθητής ακόμα, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ.
Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα, δουλεύοντας παράλληλα σα μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο «Γκοβόστης».
Δούλεψε σαν καθηγητής σε σχολεία της Αλεξανδρούπολης, της Αθήνας και του Πειραιά. Στην περίοδο της Χούντας βρέθηκε να υπηρετεί για πρώτη φορά στη Μυτιλήνη. Η αμετακίνητα αντιδικτατορική στάση του και η έγνοια του να περάσει στους μαθητές την αποστροφή προς την τυραννία στάθηκαν αφορμή να αποσπασθεί στην Κάρπαθο και στη συνέχεια να απολυθεί κι αυτός και η γυναίκα του, γιατί «επιβουλεύτηκαν μέρος ή το όλον της επικρατείας»!
Το 1974 έγινε Γενικός Επιθεωρητής στον Πειραιά. Κατά την περίοδο αυτή και για αρκετά χρόνια κράτησε τη στήλη της επιφυλλίδας στο Ριζοσπάστη, υπογράφοντας ως Π. Κοσμάς. Παράλληλα, με μια εκλεκτή ομάδα εκπαιδευτικών συνεργάστηκε πλάι στη Ρόζα Ιμβριώτη πάνω σε εκπαιδευτικά θέματα. Αποχώρησε από την Εκπαίδευση, ύστερα από 35 χρόνια θητεία, σαν σχολικός σύμβουλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Έγραψε και αρκετά διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το 1989 ήταν υποψήφιος Βουλευτής του Ενιαίου Συνασπισμού. Τον Οκτώβριο του 1990 εκλέχτηκε Δήμαρχος Μυτιλήνης και στη συνεχεία Πρόεδρος της ΤΕΔΚ ΛΕΣΒΟΥ.
Έφυγε από τη ζωή το 2003 σε ηλικία 78 χρονών.
------------------
Γιατί σημάδεψε όσους κ όσες ευτύχησαν να τον έχουν ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ στα χρόνια που δίδαξε στη Μυτιλήνη, στην Αλεξανδρούπολη, στην Κάρπαθο και στην Αθήνα;
Γιατί έμεινε σαν ένας από τους πιο ξεχωριστούς που επηρέασαν τη σκέψη και τη ζωή των μαθητών του;
ΓΙΑΤΙ αγωνιζόταν καθημερινά σε κάθε διδακτική ώρα να δασκαλέψει τους μαθητές του πως θα απελευθερώσουν τις δημιουργικές τους δεξιότητες, πως θα σκέπτονται ανθρώπινα, κοινωνικά, ελεύθερα.
Στο «οδοιπορικό» του στη Μέση Εκπαίδευση λέει το 1982:
«… Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα πως το παιδευτικό έργο έχει δυο διαστάσεις. Την προσφορά γνώσεων που φωτίζουν και ενηλικιώνουν πνευματικά το νέο και την παιδαγωγική στάση απέναντι στα προβλήματά του, το παιδαγωγικό εκείνο τακτ που προσεγγίζει την ατομική ψυχή του μαθητή και τη συλλογική ψυχή της τάξης. Σήμερα -και είναι αυτό μια θλιβερή διαπίστωση- οι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται αποκλειστικά σχεδόν για την παροχή γνώσεων –κυρίως χρησιμοθηρικών- και ελάχιστα για να αφουγκραστούν τους μύχιους πόθους και τις αγωνίες της εφηβικής ψυχής.»
Ξεκινώντας την εκπαιδευτική του θητεία το 1953 στην Αλεξανδρούπολη βρίσκεται αντιμέτωπος με τις σκοταδιστικές παρεμβάσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος στα σχολεία και κρατά μια αταλάντευτη στάση:
«… Ήμουν αποφασισμένος να μην ενδώσω σε τίποτα. Να διατηρήσω αλώβητη την εσωτερική μου ελευθερία. Γιατί πίστευα πως ένας δάσκαλος αλλοτριωμένος δεν μπορεί να ασκήσει ελεύθερα και δημιουργικά το εκπαιδευτικό του έργο. Δεν έχει δύναμη να πλάσει ελεύθερους ανθρώπους.»
Να πως περιγράφει την πρώτη ώρα που δίδαξε:
«… Μπήκα μέσα στην τάξη. Ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Ένιωθα σαν μέσα σε κλουβί ζωολογικού κήπου. Άφησα τους μαθητές να με περιεργαστούν. Ένιωθα αμήχανος. Τους μίλησα για την πατρίδα μου τη Μυτιλήνη και τους άφησα να μιλήσουν για την δική τους πόλη. Στην τάξη ήλθε η χαλάρωση. Οι περισσότεροι καθηγητές την πρώτη ώρα της γνωριμίας τους με τους μαθητές τους τη ξόδευαν σε ανόητες νουθεσίες και προγραμματικές δηλώσεις για τη βαθμολογία τους. Κακός τρόπος γνωριμίας αυτό. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι εγκάρδιος, όχι συνοφρυωμένος και ανιαρός. Απλός, όχι επιτηδευμένος. Διαλεκτικός όχι κηρυγματικός.»
Για τις κακές συνθήκες εργασίας που αντιμετώπιζαν οι εκπαιδευτικοί λέει:
«… Κι εδώ έμπαινε το δίλημμα και παρόμοια διλήμματα παρουσιάζονται κάθε φορά που οι συνθήκες εργασίας του εκπαιδευτικού είναι απάνθρωπες, ευτελιστικές για το έργο του και την προσωπικότητά του. Θα διαλέξει το δρόμο της αδιαφορίας, της προχειρότητας και του ελάσσονος μόχθου; Δεν είναι αυτή η ορθή λύση. Η σωστή απάντηση βρίσκεται στη συσπείρωση και στην αγωνιστική διεκδίκηση καλύτερων όρων ζωής και συνθηκών διδασκαλίας μέσα από τον οργανωμένο συνδικαλιστικά κλάδο χωρίς κομματικές αντιπαραθέσεις και αντιδικίες.»
Για τα σχολικά βιβλία:
« … Αλλά και αυτά τα ίδια τα σχολικά βιβλία –εγχειρίδια τα λέγανε μια φορά- δεν βοηθούσαν. Αμέθοδα, απωθητικά, κακογραμμένα και κακοτυπωμένα, απέκρυπταν, διαστρέβλωναν, παραποιούσαν και συχνά λειτουργώντας σαν πραγματικά εγχειρίδια δολοφονούσαν την αλήθεια που είναι ο τελικός σκοπός της γνώσης και της μάθησης. Η ιστορία περνούσε στους μαθητές την κυρίαρχη αντίληψη της άρχουσας τάξης. Δεν άγγιζε καν τους νεώτερους ελληνικούς χρόνους. Αυτή η παρασιώπηση θα συνεχιζόταν για δυο δεκαετίες ακόμη. Όλα ήταν ιδανικά και ωραία. Δεν ήθελα να προδώσω τους μαθητές μου και την αποστολή μου. Ακόμη πιο υπεύθυνος ένιωθα απέναντι στους τελειόφοιτους. Δεν έπρεπε να φύγουν από το σχολείο με σφαλερές γνώσεις που θα τις κουβαλούσαν μαζί τους για μια ολόκληρη ζωή. Στις απόψεις του βιβλίου αντιπαρέθετα και άλλες απόψεις. Στις παρασιωπήσεις και τις αποκρύψεις τους φανέρωνα αυτά τα ίδια τα ιστορικά ντοκουμέντα.»
Για τις κοινωνικές συνθήκες λειτουργίας των σχολείων: «…Δύσκολα απαρνείται κανείς μια νοοτροπία που τις ρίζες της πρέπει να τις αναζητήσουμε στο οικογενειακό περιβάλλον, σε προλήψεις και προκαταλήψεις, σε αμφισβητήσιμες ηθικές δεοντολογίες, σε παγιωμένα σχήματα και αμετακίνητα στερεότυπα. Η παιδαγωγική ενέργεια είναι μια πράξη καθαρά επαναστατική. Γιατί σε φέρνει σε σύγκρουση με το κοινωνικό, το πολιτικό και συχνά και το θρησκευτικό κατεστημένο. Από την άποψη αυτή θα λέγαμε ότι απαιτεί γενναιότητα και τόλμη. Όταν μου ζήτησε ο γυμνασιάρχης να αποβληθεί ένας μικρός μαθητής της Β΄ τάξης για τον οποίο υπήρχαν σίγουρες καταγγελίες ότι άδειαζε τις τσάντες των συμμαθητών του, ζήτησα μια μικρή πίστωση χρόνου. Τον έβαλα επιμελητή για μια ολόκληρη εβδομάδα . Δεν χάθηκε τίποτα από τότε. Στην τάξη μου υπήρχαν δυο τρεις μαθητές που οι γονείς τους ανήκαν στην Ευαγγελική Εκκλησία. Μια μέρα στη διάρκεια του μαθήματος χτύπησε η πόρτα της τάξης. Ήταν δυο χωροφύλακες ένστολοι. Μου εξήγησαν ότι με την άδεια του γυμνασιάρχη ήλθαν να πάρουν τους τρεις αιρετικούς για ανάκριση στο Τμήμα. Αρνήθηκα να τους παραδώσω. «Εδώ, τους είπα και χρησιμοποίησα μια φράση του Παπανούτσου, μπαίνει ο μαθητής, ο δάσκαλος και ο θεός. Δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο για την Αστυνομία.»
«… Το 1965 βρέθηκα στη Μυτιλήνη. Μια ακατανίκητη νοσταλγία με βασάνιζε να γυρίσω ξανά –ύστερα από χρόνια περιπλάνησης- στο Νησί μου με σκοπό να εγκατασταθώ εκεί μόνιμα. Ο νόστος! Μέσα μου ξυπνούσαν μνήμες και βιώματα. Δίδασκα στο σχολείο όπου έβγαλα τα μαθητικά μου χρόνια. Ένα θαυμάσιο σχολείο άνετο, ευρύχωρο, με δική του αρχιτεκτονική και στημένο στην αυλή που τη σκίαζαν πολύχρονα πεύκα, τον επιβλητικό μαρμάρινο ανδριάντα του δωρητή, που πάνω του οι αποτυχημένοι μαθητές της εποχής του μελανοδοχείου, έπαιρναν την εκδίκηση τους για τα δεινά του σχολείου».
«…οι μέρες κυλούσαν όμορφα. Όμως πόσο κρατάνε στον τόπο μας οι μικρές χαρές; Οι ερπύστριες των τανκς της δικτατορίας ισοπέδωσαν την Ελλάδα, τα οράματα μας, την εκπαίδευση, την ίδια τη ζωή μας .Τώρα άνοιγε ένα καινούριο κεφάλαιο.
«Πρέπει να λες καμιά φορά όχι
στον Πατέρα, όχι στην Μητέρα,
όχι στο Δικτάτορα» γράφει ένας Γάλλος ποιητής.
«… Η σκιά της δικτατορίας έπεσε βαριά πάνω στην εκπαίδευση. Η λογοκοπία θριάμβευε. Ο πλάνος και κενός λόγος κορδακιζόταν. Χρέος του εκπαιδευτικού σε τέτοιους δύσκολους καιρούς είναι να περισώσει την ψυχή των μαθητών του που την εκπλειστηριάζανε κούφιοι και ανέντιμοι φανατικοί και καιροσκόποι λογάδες. Συνέχισα να διδάσκω. Όμως ο λόγος μου τώρα έγινε περισσότερο υπαινικτικός και γι’ αυτό περισσότερο λιτός. Έγινε σηματοδοτικός. Οι μαθητές μου πιάνανε το μήνυμα. Το έβλεπα στα μάτια τους που άστραφταν ξαφνικά στο χαμόγελο τους. Ένας κώδικας μυστικός είχε αναπτυχθεί ανάμεσα μας.»
Παρά τους δύσκολους καιρούς προσπαθεί να κάνει όχι μόνο δημιουργικό αλλά και χαρούμενο μάθημα, διανθίζοντας μαθητικά περιστατικά αλλά και τη διδασκαλία του με χιούμορ συχνά σατυρικό και καυστικό. Σε παλιότερο άρθρο του με τίτλο «ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΧΑΡΑ», λέει:
«…Δυστυχώς και στη περίπτωση τούτη συμβαίνει αυτό που πολύ συχνά παρατηρείται σε πολλές εκδηλώσεις της ελληνικής ζωής. Το σοβαρό, το βαρύ, και το δυνατό να θεωρούνται ενδείξεις πνευματικότητας, ενώ το χαριτωμένο, το γελαστό και το ανάλαφρο να εξοβελίζονται σαν δείγμα επιπολαιότητας και ρηχής πνευματικής ζωής.»
«…Όλ’ αυτά στη σχολική ζωή έχουν γίνει τόσο μόνιμη κατάσταση και η αρτηριοσκλήρωση έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, το χιούμορ, το καλοσυνάτο και ευλογημένο αυτό χιούμορ που ενώνει τις ανθρώπινες ψυχές με τον κρουνό του γέλιου και που μερικοί πεισματάρηδες εκπαιδευτικοί επιμένουν να το θεωρούν σαν παιδαγωγική αρετή, να λογίζεται από τους πολλούς σαν παραλογισμός και σαν σοβαρό μειονέκτημα στο κύρος του εκπαιδευτικού λειτουργήματος.»
«…Δυστυχώς δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η κουταμάρα να περνιέται για σεμνότητα και η αταραξία του πνεύματος για γαλήνη ψυχής.»
Μια μέρα στα τέλη του 1968, δεύτερη χρονιά της Χούντας, μπαίνοντας στην τάξη βλέπει τους μαθητές του να περιφέρουν μια πρόχειρη κάλπη και να ψηφίζουν: «Τι κάνετε εδώ, βρε;» «Ψηφίζουμε, δάσκαλε, για μαθητικό συμβούλιο!» «Με ποιο δικαίωμα, βρε, ψηφίζετε εσείς και εμείς δεν μπορούμε να ψηφίσουμε;» φώναξε δήθεν επικριτικά, αλλά με το γνωστό του σατυρικό χαμόγελο!
Ειρωνευόταν την καθαρεύουσα «την γλώσσα των Δημοσιογράφων και των Δημοσίων Εγγράφων» όπως την έλεγε. Μάθαινε στους μαθητές του να αγαπούν την τέχνη που «…η σχέση της με την ζωή είναι όπως το κρασί με το σταφύλι!.»
Αλλά ας του ξαναδώσουμε τον λόγο για τα πιο δύσκολα:
«…Όμως ο κλοιός όλο και έσφιγγε γύρω μου. Μέρες του Πάσχα του ’69, λίγο πριν πάρω το δρόμο για την Κάρπαθο, με κάλεσε ο Ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής. Με ρώτησε: Γιατί δεν συμμετέχεις εσύ σε καμιά εκδήλωση για την Εθνική μας Κυβέρνηση; Γιατί δεν εκφωνείς έναν λόγο; Τι προσφέρεις, επιτέλους, εσύ στην πατρίδα; Του αποκρίθηκα: Διδάσκω στο Γυμνάσιο.
Τι διδάσκεις, με ρώτησε. Τον Ρήγα, τον Σολωμό, τον Μακρυγιάννη , τον Κάλβο, του αποκρίθηκα. Με κοίταξε σκληρά χωρίς να καταλαβαίνει ωστόσο την σημασία των λόγων μου. Και εγώ μέσα μου θυμήθηκα τον Ανδρέα Κάλβο:
«..Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληρoτέρα
η τυραννίς τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι»
Οι εγκάθετοι της «Εθνικής Κυβερνήσεως» δεν τον ανεχόταν στο Σχολείο.
Του κοινοποίησαν το 1969 δυσμενή μετάθεση στην Κάρπαθο για εκείνον και τη σύζυγό του. Ζήτησε να του προκαταβάλουν τα έξοδα μετακίνησης! Πέρασαν 15 μέρες και ήρθε νέα εντολή να φύγουν ΑΠΡΟΦΑΣΙΣΤΩΣ και άμεσα για την Κάρπαθο!!
Τσεκουριά για τις νεανικές ψυχές των μαθητών του. Για δύο βδομάδες η Γ΄ Λυκείου, η τάξη του, διέλυσε, αφού ελάχιστοι μαθητές πήγαιναν. Έφεραν αντικαταστάτη του έναν έφεδρο Αξιωματικό Φιλόλογο, για να <<συμμορφώσει>> τους μαθητές, αλλά τα βρήκε μπαστούνια και μαζεύτηκε. Ο κύριος Λυκειάρχης κατήγγειλε τους μαθητές στην ασφάλεια ως <<ΕΝΖΥΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΕΩΣ>>
Σε λίγους μήνες η Χούντα απολύει και το Νότη και την Εύη, τη σύζυγό του, διότι κατά την έννοιαν του άρθρου 3 του Αναγκαστικού Νόμου 516 του 1948 είχαν «…επιβουλευτεί μέρος ή όλον της Επικράτειας»!!!
Μετακομίζει στην Αθήνα και προσπαθεί να θρέψει την οικογένειά του με φροντιστήρια όπου τολμούσαν να τον δεχθούν.
Το 1971 ο Άρειος Πάγος τον δικαίωσε και επανήλθε στη Δημόσια Εκπαίδευση με το σπαθί του, όπως αργότερα και τη σύζυγό του. Πρόεδρος στον Άρειο Πάγο ήταν ο μετέπειτα Πρόεδρος Δημοκρατίας Στασινόπουλος, που κρατούσε κάποιες αποστάσεις από την Χουντική Κυβέρνηση.
Στη μεταπολίτευση γράφει τις πρωτοσέλιδες επιφυλλίδες του στον ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ όπου με το ψευδώνυμο Π.ΚΟΣΜΑΣ αρθρογραφεί για θέματα κοινωνικά και εκπαιδευτικά, επίκαιρα και διαχρονικά, με μοναδική ευστοχία και μαστοριά.
Παίρνει όλους τους καθυστερούμενους βαθμούς και γίνεται Γυμνασιάρχης και Επιθεωρητής, ασκώντας τα καθήκοντά του με αρχές και δικαιοσύνη.
«…Στη μεγάλη απεργία του Κλάδου (Δεκέμβριος ΄80 Γενάρης του ΄81) ήλθε τηλεγραφική διαταγή να προβούμε στην απόλυση των πρόσθετων και αναπληρωτών καθηγητών που δεν θα προσέρχονταν στα Σχολεία τους να αναλάβουν υπηρεσία. Ανέντιμος εκβιασμός. Στις άλλες Γενικές Επιθεωρήσεις οι απολύσεις υπογράφονταν. Αρνήθηκα να συμμορφωθώ. Μαζί μου και ο Επιθεωρητής Ιγνάτιος Σακαλής. Η σύγκρουση με την επιτροπή ήταν σφοδρή. Έστειλα στο Υπουργείο Παιδείας μια εκτενή αναφορά. Κατέληγα με τα εξής:
«Δεν κρίνω άσκοπο εκτός από τα ανωτέρω να σας γνωρίσω ότι η από μέρους μου απόλυση καθηγητών με οποιαδήποτε σχέση εργασίας αποτελεί συνειδησιακό πρόβλημα πρώτου μεγέθους δεδομένου ότι κατά την περίοδο της δικτατορίας απολύθηκα από την υπηρεσία και δοκίμασα όλη την πικρία που συνεπάγεται μια παρόμοια κατάσταση. Τούτο φυσικά δεν γράφεται με καμία πρόθεση συσχετισμού της τότε τυραννικής κατάστασης με τη σημερινή δημοκρατική πολιτική ζωή του τόπου. Παρ’ όλα αυτά η ευαισθησία μου στο πρόβλημα των απολύσεων παραμένει έκτοτε ένα ισχυρό προσωπικό βίωμα και δεν είναι δυνατόν να υποβαθμίσω ή να αποδυναμώσω τη σημασία του σε ότι αφορά τη στάση μου απέναντι στην ηθική μου συνείδηση».
Την παραμονή της λύσεως της απεργίας μού τηλεφώνησαν από το Υπουργείο ότι έχει δοθεί εντολή να τεθώ σε διαθεσιμότητα, απόφαση που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Στο παιχνίδι με την εξουσία έχανα, κέρδιζα όμως στην εκτίμηση και στην αγάπη των συναδέλφων. Και αυτό μετρούσε πιότερο για μένα. Με το νέο σχολικό έτος πήρα μετάθεση για τη Αργολίδα.»
Αλλά και ως Συνταξιούχος αισθανόταν κοινωνικά στρατευμένος γι’ αυτό και αποδέχθηκε τις προτάσεις να είναι υποψήφιος Βουλευτής του Ενιαίου Συνασπισμού το 1989 και υποψήφιος Δήμαρχος το 1990, δίνοντας όλες του τις δυνάμεις σαν Δήμαρχος Μυτιλήνης και σαν Πρόεδρος της ΤΕΔΚ Ν. Λέσβου.
Κοινωνικός άνθρωπος αλλά και λυρικός και προπαντός ανυποχώρητος. Να τι μας λέει στο ποίημα του που το επιγράφει.
ΕΞΑΡΣΗ:
Το μεγαλόφτερο άκουσε της λεφτεριάς τραγούδι
που ξεκλωνίζει τις κορφές κι αναδιπλώνει τ’ άστρα.
Κι ολόρθη στάσου, ω ψυχή, και γδύσου από το φλούδι
που ζώνει σε και σε κρατεί αιχμάλωτη. Στα Κάστρα,
Του χρέους και της Ομορφιάς το φλάμπουρο ανεμίζει.
Χαρά σ’αυτόν που ορθόπλωρο τον στοχασμό του υψώνει
στη γνώμη ενάντια των πολλών και δεν βαρυγκομίζει
κι ας μάχεται για μια φτωχή κι ασήμαντη ανεμώνη.