75 χρόνια από το Μπλόκο της Αγιάσου (28/3/1944)
Το μπλόκο των Γερμανών κατακτητών στην Αγιάσο
(28 Μαρτίου 1944)
Γράφει ο Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής
Αρχές του 1944. Οι φριχτές μέρες της πείνας του χειμώνα του ’41 προς το ’42, που κόστισαν πεντακόσιες περίπου ψυχές στην Αγιάσο, έχουν περάσει. Η πανωλεθρία των Γερμανών στο Στάλινγκραντ, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και η ήττα του Ρόμελ στην Αφρική δείχνουν καθαρά πως το ναζιστικό θεριό είναι πια θανάσιμα λαβωμένο. Ο κόσμος κάνει κουράγιο, λαχταρώντας την επικείμενη απελευθέρωση και την πολυπόθητη ειρήνη. Άνδρες και γυναίκες στρατεύονται στον ΕΛΑΣ, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, που καταφέρνει σκληρά χτυπήματα εναντίον των καταχτητών, απελευθερώνοντας τη μια μετά την άλλη τις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας. Στη Λέσβο συγκροτούνται τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που μαζί με την τοπική ηγεσία του ΕΑΜ εδρεύουν στην Αγία Παρασκευή, με σκοπό τη δημιουργία «Ελεύθερης Περιοχής της Λέσβου» με κέντρο την Αγία Παρασκευή και τον περιορισμό των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην περιοχή της Μυτιλήνης.
Στην Αγιάσο το κλίμα ζεσταίνεται από τις Αποκριές κείνης της χρονιάς. Ο καρνάβαλος, με τη μορφή του Αστρονόμου, προφητεύει το τέλος του φασισμού και τον ερχομό της λευτεριάς, ζεσταίνοντας τις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων και θεριεύοντας τις ελπίδες. Στο «Χάνι» της εκκλησίας της Παναγίας, μέσα σε μια καμαρούλα, στεγάζεται το Αναγνωστήριο, ο ναός του πνεύματος και του λαϊκού μας πολιτισμού. Εκεί μέσα βρίσκουν πνευματική τροφή τα ανήσυχα μυαλά, ρουφούν άπληστα τη γνώση των βιβλίων, σμιλεύονται συνειδήσεις και χαρακτήρες, γεννιούνται ευγενή οράματα για ένα καλύτερο αύριο. Το Μάρτη του ’44 η κεντρική οργάνωση του ΕΑΜ Λέσβου παίρνει απόφαση να γιορταστεί η εθνική επέτειος στα διάφορα μέρη του νησιού με ανοιχτές οργανωμένες εκδηλώσεις, χωρίς όμως να προκληθούν οι γερμανικές αρχές κατοχής, για να αποφευχθούν ενδεχόμενα αντίποινα. Οι Γερμανοί την παραμονή της εθνικής επετείου κάνουν συλλήψεις στην πόλη της Μυτιλήνης για να σκορπίσουν το φόβο.
Στην Αγιάσο, όταν έγινε γνωστή η απόφαση αυτή, καταρτίζεται πλατιά επιτροπή που θα οργάνωνε το γιορτασμό, με τη συμμετοχή του παπά-Χριστόφα Κανιμά, του Διοικητή Χωροφυλακής Αγιάσου Εμμανουήλ Βαποράκη, του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, του Στρατή Καβαδέλη, του Λεωνίδα Κουζέλη και άλλων. Ο παλαίμαχος κομμουνιστής Προκόπης Μπουρλής θυμόταν ότι στο κελί του παπά-Κανιμά πραγματοποιήθηκε μια από τις συνεδριάσεις της επιτροπής οργάνωσης του γιορτασμού. Στις 24 Μαρτίου 1944 γίνεται η τελική σύσκεψη της ΕΠΟΝ Αγιάσου στο σπίτι του Μιχάλη Ι. Πασχαλιά, κάτω ακριβώς απ’ το κτίριο όπου στεγαζόταν η Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής Αγιάσου. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης φτάνει από τη Μυτιλήνη ο εαμίτης σύνδεσμος Απόστολος Τριανταφύλλου, για να αναφέρει την απόδραση από τη Γκεστάπο του Μανώλη Λαμπαδαρίδη και την έγκριση πραγματοποίησης της εκδήλωσης.
Στις 25 του Μάρτη, αφού η εκδήλωση προπαγανδίστηκε τις προηγούμενες μέρες σ’ όλο το χωριό, η πλατεία της αγοράς και οι γύρω δρόμοι κατακλύζονται από πρωτοφανή κοσμοσυρροή. Η ΕΠΟΝ αναλαμβάνει το οργανωτικό βάρος της εκδήλωσης. Χώρος της γιορτής ορίστηκε το κεντρικό καφενείο «Καφενταρία». Μετά την τέλεση της δοξολογίας, εκφωνούνται οι ομιλίες για την εθνική επέτειο και για το νόημά της και απαγγέλλονται πατριωτικά ποιήματα. Ενώ όμως το πρόγραμμα εξελίσσεται κανονικά, μια ομάδα νεολαίων, μεταξύ των οποίων ο Όμηρος Κοντούλης, ο Μιχάλης Συνοδινός, ο Θωμάς Σπλιαδής, η Κορνηλία Νιγδέλη, ο Γιάννης Βέτσικας, ο Γιάννης Κουρβανιός και άλλοι, βγαίνουν από το Αναγνωστήριο, που στεγαζόταν - όπως προείπαμε - στο «Χάνι» της εκκλησίας, κρατώντας την ελληνική σημαία. Τη σηκώνουν ψηλά και φωνάζουν συνθήματα κατά των Γερμανών και υπέρ των Συμμάχων (Κάτω οι Γερμανοί, Ζήτω οι Σύμμαχοι, Κάτω οι προδότες, Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός).
Ο ασυγκράτητος αυθορμητισμός τους πυροδοτεί τον πατριωτισμό των Αγιασωτών και σα φωτιά ξαπλώνεται σ’ όλη την Αγιάσο. Ο ανθρώπινος χείμαρρος ξεχύνεται στους κεντρικούς δρόμους του χωριού τραγουδώντας αντάρτικα και αντιστασιακά τραγούδια. Δυο επονίτισσες και δυο επονίτες, εναλλασσόμενοι ανά τέσσερις, κρατούν τη γαλανόλευκη και οδηγούν την πορεία - διαδήλωση προς το Σταυρί. Εκεί ο Μιχάλης Συνοδινός σαλτάρει στο γεφύρι και με φλογερή ομιλία του προς το πλήθος καταφέρεται ανοιχτά κατά της γερμανικής κατοχής, παροτρύνοντας τον κόσμο να αγωνιστεί για λευτεριά και καλύτερη ζωή. Από κει τα πλήθη κρατώντας την ελληνική σημαία κατευθύνθηκαν προς το Ηρώο όπου και κατέθεσαν στεφάνι. Αγέρας λευτεριάς φυσά στην Αγιάσο, που ως το βράδυ πανηγυρίζει, σα να ’χε κιόλας έρθει η άγια ώρα του λυτρωμού...!
Όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα, όταν μετά το ξέσπασμα πρόβαλε η σκληρή πραγματικότητα. Ήταν γνωστό πως οι Γερμανοί είχαν «μάτια και αυτιά» στην Αγιάσο. Θα μάθαιναν, λοιπόν, οπωσδήποτε τα όσα έγιναν και όλοι περίμεναν την αντίδρασή τους. Γι’ αυτό, τοποθέτησαν σκοπούς πάνω σε υψώματα, από τους Λάμπου Μύλους ως την Αγιάσο, που θα ειδοποιούσαν με φωτιές και καπνούς στην περίπτωση που θα εμφανιζότανε οι Γερμανοί. Οι σκοπιές συνεχίστηκαν για δυο ακόμα μέρες, χωρίς να πραγματοποιηθεί καμιά ανησυχητική κίνηση Γερμανών προς το χωριό. Έτσι, την τρίτη μέρα τα μέτρα ασφαλείας χαλάρωσαν και για τον πρόσθετο λόγο ότι είχε χιονίσει πάρα πολύ και το κρύο ήταν τσουχτερό. Οι Γερμανοί, που είχαν ήδη μάθει τα καθέκαστα, διάλεξαν εκείνη ακριβώς τη μέρα για να χτυπήσουν αιφνιδιαστικά, υπολογίζοντας στο δικαιολογημένο κατά κάποιο τρόπο εφησυχασμό του κόσμου. Νωρίς το απόγευμα οι καταχτητές κυκλώνουν το χωριό, στήνουν τα πολυβόλα τους σε επίκαιρα σημεία (Νοσοκομείο, Φαμάκα, Ελβετία, Περασιά κλπ.) και αρχίζουν να πολυβολούν όποιον βλέπουν. Έντρομοι οι κάτοικοι κλείνονται στα σπίτια τους. Όσοι όμως έχουν λόγους ν’ αποφύγουν τους Γερμανούς, ορμούν προς τα βουνά. Απ’ τα περάσματα του Απέσου και της Περασιάς καταφέρνουν να περάσουν και να ξεφύγουν πολλοί απ’ αυτούς που είχαν λογαριασμούς με τον καταχτητή, παρά τους συνεχιζόμενους πολυβολισμούς. Όχι όμως όλοι. Κοντά στον Αϊ Σπυρίδωνα σκοτώνεται ο Στρατής Ηλιογραμμένου Γραμμέλης. Και λίγο πιο πάνω από την παλιά Ηλεκτρομηχανή η δεκατριάχρονη Μαριάνθη Δημητρίου Μαϊστρέλη. Πολλοί τραυματίζονται, μα φροντίζουν να θεραπευτούν στο σπίτι τους για ευνόητους λόγους. Στους τραυματίες αναφέρονται ο Παναγιώτης Καρετέλης, ο Σαράντος Μαλιάκας, ο Αγγελής Καραγιάννης και ελαφρότερα αρκετοί άλλοι. Σ’ ένα σπιτάκι στην κάτω είσοδο του χωριού συνεδριάζουν πολλά στελέχη της οργάνωσης. Χτυπιούνται απ’ τους κατακτητές και τραυματίζεται σοβαρά ο φλογερός επονίτης Στρατής Ιωάννου Πασχαλιάς1. Οι Γερμανοί τρέχουν να τον συλλάβουν. Πάνω του έχει ένα χαρτί με ονόματα κι ένα περίστροφο. Ο Πασχαλιάς μασάει και καταπίνει το χαρτί με τα ονόματα, αλλά δεν προλαβαίνει να πετάξει το όπλο, στοιχείο που θα τον ενοχοποιούσε. Τον συλλαμβάνουν σε κακά χάλια, τον κατεβάζουν στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης και, αφού θεραπεύεται, τον περνούν από στρατοδικείο, τον καταδικάζουν σε θάνατο και τον εκτελούν στα «Τσαμάκια» στις 17 Ιούνη του 1944. Όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο ο Πασχαλιάς, η Οργάνωση μελετούσε σχέδια απελευθέρωσής του με ένοπλη επιδρομή, αλλά δεν ήταν δυνατός ο κατάλληλος εξοπλισμός της ομάδας που θα αναλάμβανε το εγχείρημα, γι’ αυτό και η ιδέα εγκαταλείφθηκε.
Στο βιβλίο του Γιώργου Γαλέτσα «Στο σημάδι… Το ιστορικό των εκτελέσεων στα «Τσαμάκια» κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής (φωτογραφίες – ενθύμια – ανακοινώσεις – ντοκουμέντα)», έκδοση Δήμου Μυτιλήνης 2015, σελ. 114), διαβάζουμε:
Εκτέλεση 17η
Πασχαλιάς Ευστράτιος του Ιωάννη
28 χρονών από την Αγιάσο
Η εκτέλεση αυτή, που ήταν και η τελευταία στα Τσαμάκια, έγινε το πρωινό της 17ης Ιουνίου 1944, μετά από καταδίκη σε θάνατο από το γερμανικό στρατοδικείο Μυτιλήνης…
Ο Πασχαλιάς Στρατής του Ιωάννη και της Αφροδίτης, γεννημένος το 1916 στην Αγιάσο, ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του Πασχαλιά Ιωάννη, ο οποίος είχε πεθάνει το 1942. Τα υπόλοιπα τέσσερα αδέρφια του, ο Μιχάλης, η Βασιλική, η Στυλιανή και ο Αντώνης, ήταν 35, 32, 24 και 14 ετών, αντίστοιχα, κατά την εκτέλεσή του.
Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου, που συντάχτηκε στο Ληξιαρχείο Μυτιλήνης, στις 19/6/1944, δυο μέρες μετά την εκτέλεσή του, αναφέρεται ως αιτία εκτέλεσης «… εν συμπλοκή τραυματισθείς και ιαθείς, ετυφεκίσθη».
Επιστρέφουμε στην Αγιάσο. Οι Γερμανοί φεύγοντας το βράδυ για τη Μυτιλήνη, παίρνουν μαζί τους 40 ομήρους. Τους κλείνουν στο εκεί κτίριο του Διδασκαλείου. Όμως, όταν τις επόμενες μέρες επιτίθενται οι κομάντος του Ιερού Λόχου για να τους απελευθερώσουν και τους προτείνουν να φύγουν, αυτοί δεν έφυγαν, γιατί νόμιζαν πως ήταν προσχεδιασμένη ενέργεια των Γερμανών, με σκοπό να τους εξωθήσουν στη δραπέτευση και καραδοκώντας έξω από το κτίριο να τους σκοτώσουν. Δεν είχαν πιστέψει πως επρόκειτο για Έλληνες κομάντος. Αυτό τους βγήκε σε καλό. Τις επόμενες μέρες οι Γερμανοί τους άφησαν όλους ελεύθερους, επειδή ακριβώς εκτίμησαν το γεγονός ότι δεν είχαν φύγει.
Στις 29 του Μάρτη, όταν οι Γερμανοί ξαναγυρίζουν στην Αγιάσο, ζητούν την παράδοση εκείνων που θεωρούν υπεύθυνους για τα γεγονότα. Των Στρατή Καβαδέλη, Στρατή Ηρ. Αναστασέλη ή Τασιού, Σωκράτη Φραντζή, Όμηρου Κοντούλη, Μαρίκας Κοντούλη, Βασίλη Νουλέλη, Πάνου Τζανετή και άλλων. Ο μοίραρχος Βαποράκης βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Είναι μέλος της επιτροπής γιορτασμού, αλλά σαν καλός πατριώτης έχει αποκρύψει το περιστατικό. Μάλιστα δεν το έχει καταχωρήσει ούτε στο βιβλίο «συμβάντων». Οι Γερμανοί τον κακοποιούν και τον κλείνουν στο Διδασκαλείο. Από εκεί τον μεταφέρουν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Η αντιστασιακή οργάνωση της Αγιάσου πήρε υπό την προστασία της την οικογένεια του πατριώτη αξιωματικού, παραμερίζοντας παλιότερες βαριές πικρίες. Οι πληροφορίες που υπάρχουν λένε πως τελικά επέζησε. Από τους παραπάνω καταζητούμενους οι δύο, ο Παναγιώτης Τζανετής και η Μαρίκα Κοντούλη, φυγαδεύονται στη Μικρά Ασία τον Απρίλη του 1944. Οι άλλοι περνούν σε κατάσταση παρανομίας μέχρι να ’ρθει η απελευθέρωση.
Στην Αγιάσο τώρα ένας παγερός φόβος και μια βουβή αγωνία επικρατεί. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι τα τελευταίου τύπου πυροβόλα των Γερμανών, που είχαν μεταφερθεί από τη γραμμή «Μαζινό», έχουν στραμμένες τις κάνες τους προς το χωριό, έτοιμα να ξεράσουν ζεματιστό μολύβι και να επαναλάβουν μια τραγωδία όμοια με κείνη των Καλαβρύτων. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να πνίξουν στο αίμα το χωριό, αν έστω και ένας στρατιώτης τους έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των ελασιτών. Η οργάνωση, που είχε εξοπλιστεί και είχε καταφύγει στα γύρω βουνά, εκτίμησε σωστά την κατάσταση και δεν προχώρησε σε πράξεις βίας εναντίον των καταχτητών. Έτσι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Ο γιορτασμός της 25ης Μάρτη πληρώθηκε ακριβά απ’ τους Αγιασώτες. Έδωσαν τρεις νεκρούς, πολλούς τραυματίες, σαράντα ομήρους - που ώσπου να απελευθερωθούν ήταν το «σαράκι» όλης της Αγιάσου - και πολλούς καταδιωκόμενους πατριώτες, που πέρασαν στην παρανομία μέχρι την απελευθέρωση. Πατριωτικές εκδηλώσεις έγιναν και σ’ άλλα χωριά. Αλλά μόνο στην Αγιάσο πήραν ανοιχτό αντιφασιστικό χαρακτήρα, γι’ αυτό λύσσαξαν οι κατακτητές. Από κείνη τη μέρα το λεσβιακό αντιστασιακό κίνημα μπαίνει σε καινούργια φάση ανάπτυξης. Η απελευθερωτική πάλη του λαού μας γίνεται πιο αποφασιστική…
Η μαρτυρία του πατέρα της Μαριάνθης Δ. Μαϊστρέλη
«Η Μαριάνθη ήταν με το Βασίλη, τον αδερφό της. Οι Γερμανοί ήταν στον Άγιο Βασίλη κι έριχναν προς το χωριό. Τη Μαριάνθη τη σκότωσαν στο βράχο, στην Περασιά απέναντι. Έχει στο βράχο το όνομα Μαριάνθη Μαϊστρέλη. Έβαλαν στο μνήμα ένα χαρτί με στίχους. Ποιος τους έφτιαξε δεν ξέρω. Οι Γερμανοί έριχναν να σκοτώσουν και το Βασίλη. Ένας βράχος είχε 61 σφαίρες…
Η Μαριάνθη ήταν ένα καλό μωρό. Θαρρώ πως ήταν 12 χρονώ. Καθόταν μαζί μου στη Ρουγκάδα. Έκανε 22 καλάθια ελιές, ένα γομάρι τη μέρα.
Η γυναίκα μου πέθανε. Εγώ έριξα το σεβντά αλλού κι έζησα».
Ο λογοτέχνης Γιώργος Τσαλίκης στο βιβλίο του «Κατοχή», (Αθήνα 1977, σ. 159), αναφερόμενος στα γεγονότα και στα θύματα της Αγιάσου, γράφει «Το αίμα τους κοκκίνισε το χιόνι, κει πού ’πεσαν, σα να ’ταν μαδημένα χίλια κόκκινα τριαντάφυλλα»…
Στη μνήμη της Μαριάνθης Δημ. Μαϊστρέλη
Στις 28 Μαρτίου 1944 έγινε το δολοφονικό μπλόκο των Γερμανών κατακτητών στην Αγιάσο. Aνάμεσα στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας ήταν κι ένα δεκατριάχρονο κοριτσάκι, η Μαριάνθη Δημητρίου Μαϊστρέλη. Με τον αδερφό της το Βασίλη γύριζαν απ’ το βουνό στο σπίτι. Μπροστά ο Βασίλης, πίσω η Μαριάνθη με την κατσίκα τους. Λίγο πιο πάνω από την Ηλεκτρομηχανή μια ριπή από γερμανικό πολυβόλο που ’χε στηθεί στην Περασιά έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής της. Μια σφαίρα καρφώθηκε στη ρίζα του κεφαλιού και ξάπλωσε το άψυχο κουφάρι της στο χιονισμένο μονοπάτι. Το άλικο αίμα της στιγμάτισε το χιόνι...
Εξήντα έξι χρόνια μετά, ο Δήμος Αγιάσου, ικανοποιώντας σχετικό αίτημα των συγγενών του θύματος, τοποθέτησε στο σημείο της δολοφονίας της μια αναμνηστική μαρμάρινη πλάκα. Την Κυριακή, 9 Μαΐου 2010, στις 11 το πρωί, καμιά σαρανταριά άτομα, συγγενείς της, σύντροφοι και φίλοι, βρεθήκαμε στον τόπο του άδικου και παράλογου φονικού.
Έγινε επιμνημόσυνη δέηση και ακολούθησε σύντομη ομιλία του Δημάρχου Αγιάσου, Χρύσανθου Χρ. Χατζηπαναγιώτη, που τόνισε ότι η εκδήλωση αυτή γίνεται τη μέρα που γιορτάζεται η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών (στις 9 Μαΐου 1945 τερματίστηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη), για να μας μένει σα δίδαγμα πως, για να μην επαναληφθούν οι αμέτρητες εκατόμβες των αθώων νεκρών, πρέπει οι λαοί να μην επιτρέψουν στο φασιστικό τέρας να αναστηθεί και να ορθοποδήσει ξανά.
Η Βασιλική Δημ. Μαϊστρέλη διάβασε το ιστορικό των πάνδημων αντιφασιστικών εκδηλώσεων του αγιασώτικου λαού, που έλαβαν χώρα κατά το γιορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου 1944 και που οδήγησαν στα αιματηρά αντίποινα των Γερμανών κατακτητών στις 28 Μαρτίου 1944. Η Μυρσίνη Κουτσκουδή-Βουρλή διάβασε μια μαρτυρία του πατέρα του θύματος.
Ύστερα ο Βασίλης Δημ. Μαϊστρέλης, αδερφός της Μαριάνθης, έκανε τα αποκαλυπτήρια της αναμνηστικής πλάκας. ΑΘΑΝΑΤΗ! βροντοφώναξαν οι παριστάμενοι.
Η Μαριάνθη Παν. Μαϊστρέλη (που ήρθε με άλλους συγγενείς από τον Ασπρόπυργο) διάβασε το παρακάτω κείμενό της, αφιερωμένο στην άτυχη θεία της (της οποίας πήρε το όνομα)…
Στα άγουρα νιάτα της Μαριάνθης
Δεν είδαμε τα μάτια σου ποτέ. Μα ξέραμε το βλέμμα σου, γιατί το βλέπαμε μέσα στα βουρκωμένα μάτια του αδερφού σου, κάθε που μιλούσε για σένα.
Δεν είδαμε το σχήμα του κορμιού σου ποτέ. Μα ξέραμε το βάδισμά σου από τα σχήματα που ζωγράφιζε στο κενό, παριστάνοντάς σε, ο αδερφός σου.
Δεν είδαμε την έκφραση του πείσματος στο πρόσωπό σου ποτέ. Μα ξέραμε και πώς ακριβώς σούφρωνες τα χείλη, όταν έπρεπε να γίνει κάτι, από τις άκρες των χειλιών του αδερφού σου.
Ο αδερφός σου καμάρωνε για σένα, γιατί ήσουν θαρραλέα, άξια, προκομμένη, εύστροφη, υπερήφανη και όπως όλοι στην οικογένεια αγαπούσες τα ζώα. Αυτές οι κουβέντες του ήταν το κάδρο σου. Καμαρώναμε κι εμείς, γιατί σε είχαμε στη γενιά μας. Για τους γονείς σου, μέχρι που ήρθαν να σε βρουν, ήσουν το μωρέλι τους.
Όλα τα χαρακτηριστικά του εαυτού σου σε έκαναν να χάσεις τη ζωή σου… Η αξιοσύνη σου, το πείσμα σου, το θάρρος σου και η αγάπη σου για τα ζώα. Οι φασίστες όμως, που ήταν κατακτητές της γης σου, αλλά κατά βάθος έτρεμαν τον ίσκιο τους, σήκωσαν τα όπλα και σε σημάδεψαν σαν τον αετό στο φτερό. Τα δεκατριάχρονα νιάτα σου, που αψήφησαν την εξουσία τους μπροστά στην αγάπη σου για την αντάρτισσα κατσίκα, τους προκάλεσαν οργή και φόβο. Αν τούτη δω η νεραϊδούλα τούς γράφει στα παλιά της τα παπούτσια για μια κατσίκα, πώς θα κάνουν καλά τις γροθιές που υπάρχουν πίσω της! Και έριξαν… Και σ’ έριξαν στη γη, γεμίζοντας πόνο τους δικούς σου, που ποτέ δεν έφυγες από το μυαλό και την καρδιά τους, που ποτέ δεν έπαψαν να μιλούν για σένα. Έτσι σε μάθαμε κι εμείς. Σαν τη Μαριάνθη που ήταν δεκατεσσάρων και τη σκότωσαν οι Γερμανοί…
Χρέος μας να σμιλεύσουμε τη μνήμη σου στις καρδιές των παιδιών μας και τιμή μας που οι συντοπίτες χάραξαν το ίχνος σου πάνω στη γη…»
Ο επίλογος της σεμνής αυτής τελετής γράφτηκε από το Βασίλη Δημ. Μαϊστρέλη, που από τύχη επέζησε κείνη την αποφράδα μέρα, όταν ο Χάροντας τρύγησε με το ματοβαμμένο δρεπάνι του τη νιότη της αδερφούλας του, στοιχειώνοντας τη δική του μνήμη για πάντα. Κλαίγοντας από συγκίνηση, εξιστόρησε ζωντανά το συμβάν του σκοτωμού της Μαριάνθης και των όσων ακολούθησαν…
Οι σημερινές γενιές και οι επερχόμενες πρέπει να τιμούν τις θυσίες των προγόνων τους, χάρη στις οποίες ξημέρωσαν καλύτερες μέρες. Κι όχι μόνο με την τοποθέτηση αναμνηστικών πλακών και την οργάνωση τιμητικών εκδηλώσεων. Αλλά και με τη συνέχιση του αγώνα τους μέχρι να γίνουν πράξη αυτά για τα οποία πάλεψαν, μέχρι να πάρουν σάρκα και οστά τα ανθρωπιστικά οράματά τους. Γιατί τότε μόνο θα καρπίσει το δέντρο της λευτεριάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που πότισαν με το αίμα τους, τότε μόνο θα ’βρουν ανάπαυση οι ηρωικοί μας νεκροί…
Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής
---------
Λεζάντες φωτογραφιών:
- Στρατής Πασχαλιάς (1916-1944)
- Στρατής Ηλ. Γραμμέλης (1920-1944)
- Τα αποκαλυπτήρια της μαρμάρινης αναθηματικής πλάκας που τοποθέτησε ο Δήμος Αγιάσου στον τόπο της θυσίας της Μαριάνθης Δ. Μαϊστρέλη (9-5-2010). Εικονίζονται ο τότε Δήμαρχος Αγιάσου Χρύσανθος Χατζηπαναγιώτης και ο αδερφός του θύματος Βασίλειος Δ. Μαϊστρέλης
- Από την εκδήλωση των αποκαλυπτηρίων της μαρμάρινης αναθηματικής πλάκας που τοποθέτησε ο Δήμος Αγιάσου στον τόπο της θυσίας του Στρατή Ηλ. Γραμμέλη (21-8-2010). Ο τότε Δήμαρχος Αγιάσου Χρύσανθος Χατζηπαναγιώτης διαβάζει το ιστορικό των γεγονότων