Είδαμε την «Σμύρνη μου αγαπημένη» και σχολιάζουμε: Καλύτερα να το σκηνοθετούσε η Μιμή…
Κοντά μια δεκαετία μετρά το κεφάλαιο «Σμύρνη μου Αγαπημένη» που εμπνεύστηκε, έγραψε, σκηνοθέτησε και ακόμη παρουσιάζει στο θεατρικό κοινό η Μιμή Ντενίση. Η τεράστια εμπορική επιτυχία των δυο πρώτων χρόνων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη επέφερε και συνέχεια που παρουσιάζεται και φέτος στην πρωτεύουσα με την προσθήκη «Κι από Σμύρνη... Σαλονίκη».
Όμως τα μεγαλεπήβολα σχέδια της σταρ δεν έμεναν μόνο στο υπέρλαμπρο θεατρικό σήριαλ, η ίδια διακαώς –φαντάζομαι- ποθούσε και μια κινηματογραφική βερσιόν που μέσω μιας πλούσιας παραγωγής να αποτελείται από λαμπρό διεθνές καστ, στέλνοντας με τον τρόπο αυτό και ένα μήνυμα στην υφήλιο για τα δεινά που πέρασε η ταλαιπωρημένη μας Σμύρνη. Κάπως έτσι θα έκλεινε (;) θριαμβευτικά και η ιδέα που γέννησε πριν από πολλά, πολλά χρόνια για το θέμα αυτό.
Δεν ξέρω όμως ποιος πρότεινε για σκηνοθέτη τον Γρηγόρη Καραντινάκη, είναι όμως αυτός που χαντάκωσε ένα όραμα 4 και πλέον εκατομμυρίων (όπως διατυμπανίζουν πως κόστισε το φιλμ) και μια μεγάλη ευκαιρία να αναδειχτεί στα πέρατα της γης (λέμε τώρα..) μια ιστορία βουτηγμένη στο αίμα χιλιάδων Ελλήνων που ζούσαν εκεί.
Δεν μπορώ όμως και να μην αναλογιστώ τι ρόλο και μέχρι ποιου σημείου η Μιμή είχε επίδραση στον σκηνοθέτη (και στους παραγωγούς βεβαίως, για να μη ξεχνιόμαστε αυτοί είναι τα πραγματικά αφεντικά), καθώς το τελευταίο που μπορεί να την κατηγορήσεις, είναι να την πεις χαζή!
…και για την ιστορία η ταινία αναφέρεται στην δυναμική Σμυρνιά Φιλιώ Μπαλτατζή που ζει και βασιλεύει πλουσιοπάροχα στα αρχοντικά της σπίτια με την οικογένειά και τους υπηρέτες της, ασχολούμενη κυρίως με την κουζίνα, τις βόλτες, τις εξόδους και τις γενικότερες έγνοιες του σπιτικού τους. Πάντα γοητευτική, καλοντυμένη αλλά και ως καπάτσα γυναίκα που είναι, δεν διστάζει να πάρει θέση σε θέματα που δεν την αφορούν, έστω και διακριτικά.
Όλα κυλούν λαμπρά στο κοσμοπολίτικο μέρος μέχρι που οι πολιτικές εξελίξεις με τον Βενιζέλο αλλά και με τις ξένες δυνάμεις, φέρνουν τα πάνω κάτω και οι υποσχέσεις για ανεξαρτησία, για μια Ελλάδα μέχρι τα βάθη της Ανατολίας πάνε στράφι, ενώ οι Τσέτες αρχίζουν και παίρνουν κεφάλια…
Όλα αυτά, γραμμένα δια χειρός Μιμής Ντενίση και με την σύμπραξη του φίλου Μάρτιν Σέρμαν φάνταζαν ιδανικό σενάριο για ταινία, αν τόσο η ίδια όσο και η παρέα της ξεχώριζαν πως άλλο το θεατρικό και εντελώς διαφορετικό το περιεχόμενο ενός κινηματογραφικού κειμένου. Είμαι σχεδόν βέβαιος, το ήξεραν, αλλά παρασύρθηκαν από την παραζάλη πως θα πραγματοποιηθεί η ταινία και σήμερα πληρώνουν το μέγα λάθος τους.
Όμως το ακόμη πιο χειρότερο είναι, που ο σκηνοθέτης που το σκηνοθέτησε το «είδε» με την ίδια ακριβώς ματιά παρουσιάζοντας μια καλογυαλισμένη θεατρική βερσιόν με ψήγματα σινεμά, όπως παρουσιάστηκε στα πρώτα χρόνια που έκανε το μπαμ.... Τουναντίον θα μπορούσε για παράδειγμα, στο πρώτο μέρος να αποτυπωθεί εν συντομία και πυκνότητα η ζηλευτή αυτή πλευρά του Αιγαίου με γλυκύτητα, νοσταλγία και θαυμασμό, ενώ η ασύλληπτη αγριότητα που ακολουθεί στο δεύτερο, να τσακίσει κυριολεκτικά καρδιές μέχρι να βγουν και χαρτομάντιλα…
Όπου στα 144 λεπτά βλέπουμε τα εξής περάσματα:
-Ένα πήγαινε – έλα της αρχόντισσας σε φιλικά σουαρέ, στας εξοχάς, στην όπερα για να δει τον Καρούζο, σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και πολλές νοστιμιές που ετοιμάζει μαζί με το υπηρετικό προσωπικό στην κουζίνα. Τα πρώτα μετά από κάποια στιγμή δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον (έχουμε πάρει το μήνυμα της κοσμοπολίτικης ζωής τους), ενώ τα τελευταία, όπως κακοφωτογραφημένα φαίνονται, δεν κατακλύζουν την οθόνη από αρώματα Ανατολής, δεν «μοσχομυρίζουν» και δεν διεγείρουν τον εγκέφαλο ώστε να θες να τα δοκιμάσεις… ζωντανά κάποια στιγμή.
- Αποδομημένες και οι περισσότερες πολιτικές συνάξεις που θέλουν να μεταφέρουν όλο το παρασκήνιο της εποχής καθώς χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο περιγράφουν νέτα σκέτα μια ανησυχία που όλο μεγαλώνει και όλο πνίγει τους προύχοντες της πόλης.
-Στα χαριτωμένα ενσταντανέ για να περάσουμε σε κάποια «εύθυμα» της υπόθεσης, η «δούλα» αγαπάει τον μορφονιό κάνοντας συνεχώς αταξίες και όλο την μαλώνει η οικονόμος, ο μεγαλωμένος από την οικογένεια «γκιαούρης» παραμένει αμετανόητα κρυφοερωτευμένος με την κυρά του σπιτιού, ενώ ο κύρης σέρνεται (για ποιόν άραγε πόνο του;) σε χαρέμια ξεχαρμανιάζοντας με πόρνες, όλα τα παραπάνω με τον τρόπο γυρίσματος (και νοήματος) το μόνο που τελικά προσφέρουν είναι να ξεχειλώσουν ακόμη περισσότερο τη διάρκεια της ταινίας.
-Όσο δε για το δεύτερο μέρος, εκεί που όπως όλοι γνωρίζουμε κατασφάχθηκαν και κάηκαν 800 χιλιάδες ψυχές με το πιο άγριο τρόπο σε σπίτια, δρόμους, μαγαζιά ή κρεμασμένοι στην προκυμαία του λιμανιού, η κάμερα του σκηνοθέτη επιλέγει να καταγράψει τη βαναυσότητα εντελώς βελούδινα κάνοντας το κάψιμο του Διαφανίου, για όσους βλέπουν «Άγριες Μέλισσες», έπος... Και παρότι είναι το πιο δυνατό σημείο της ταινίας, είναι πραγματικά εξοργιστικό πως δεν μεταφέρθηκε η σφαγή τόσων αθώων ανθρώπων σε μια εικόνα πιο ωμή/σκληρή ώστε να μας διαλύσει τελείως.
- Αταίριαστη, άτεχνη, κουραστική και η μονομερής αφήγηση χρονολογιών, δεκάδων ονομάτων, τοποθεσιών και γεγονότων, που επρόκειτο από σελίδες δασωμένου ημερολογίου που κάλλιστα θα μπορούσαν να σημειωθούν στην οθόνη, ή να τα δούμε, τι καλύτερο, δραματοποιημένα.
-Στις μεγάλες ευκολίες, η έναρξη, δείχνοντας τα όσα δραματικά πρόσφατα γεγονότα συνέβησαν στους πρόσφυγες της Λέσβου συνδυάζοντας το με το τότε της Σμύρνης...
Καλό, έξυπνο πάτημα θα σκεφτόταν κανείς, ωστόσο με το καλημέρα παρέπεμπε σε κακή αντιγραφή της θρυλικής ταινίας του Τζέιμς Κάμερον «Τιτανικός», όπου μια γηραιά κυρία σπεύδει στα μέσα ενός ωκεανού μαθαίνοντας πως βρέθηκε το μενταγιόν της από το ναυάγιο και από κει και πέρα δραματοποιούνται οι αναμνήσεις στα πρόσωπα του Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και της Κέιτ Γουίνσλετ. Μόνο που δεν διδάχτηκαν πως στην αμερικανική ταινία ο κόσμος ταυτίστηκε με το νεαρό ζευγάρι, συναισθάνθηκε βαθιά τους χαρακτήρες και δέθηκαν μαζί τους μέχρι την βύθιση...
-Τέλος, πως να σχολιαστεί ένα τόσο ανέπνευστο φινάλε δείχνοντας σε μια λίγων λεπτών σεκάνς, το... η ζωή συνεχίζεται μ' ένα τύπου χαρές και καλαμπούρια… Μα καθόλου έμπνευση βρε παιδιά!!!
Ερμηνευτικά, λες και σώθηκαν οι καλοί ηθοποιοί, έσπευσαν σε τηλεοπτικούς αστέρες της εποχής με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να φαντάζουν εντελώς λίγοι…
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ένας σοβαρός με κουλτούρα θεατής που μπορεί να τον πείσει το γλυκό μουτράκι της Κατερίνας Γερονικολού πως παίζει ή πάντα μένει στην προσπάθεια της εικόνας της.
Που συμπαθέστατοι ο Λεωνίδας Κακούρης και ο Κρατερός Κατσούλης αλλά δεν είχαν το υπόβαθρο και το βάρος των χαρακτήρων τους να μας πείσουν περισσότερο, που ο τούρκος γόης Μπουράκ Χακί περιφέρει την ομορφάδα του χωρίς δράμι υποκριτικής υπόστασης, που τιμής ένεκεν ο Γιάννης Βογιατζής προκαλεί περισσότερο συμπάθεια παρά περιεχόμενο, που ο Χρήστος Στέργιογλου επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά στο σινεμά το ίδιο μοτίβο, την ερμηνευτική «ξινίλα» του, ή που η Ντίνα Μιχαηλίδου πασάρει ότι την έκανε γνωστή, δηλαδή μια λαϊκή φιγούρα της διπλανής πόρτας και τίποτα παραπάνω...
.
Όσο για τη Μιμή Ντενίση, λυπάμαι αλλά δεν έπαιζε, υπήρχε όμως το σώμα της…
Στα θετικά (+) οπωσδήποτε τα σκηνικά που αναπαριστούν εξαιρετικά κάποια τμήματα της Σμύρνης, οι παρουσίες των ηθοποιών Έφη Γούση, Γιάννης Εγγλέζος, Νέδη Αντωνιάδη, Αναστασία Παντούση, και Ταμίλα Κουλίεβα, τα πανέμορφα κοστούμια (ξεκίνησα να μετρώ αυτά που φορούσε η Μιμή και έχασα το λογαριασμό για να καταλάβετε...) και σε καλά επίπεδα, αν και μια από τα ίδια, η μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη.
Εν ολίγοις (=).... σαφώς και πρόκειται για μια πλούσια ελληνική παραγωγή με καλές προθέσεις (και αυτό φαίνεται) και σίγουρα θα ικανοποιήσει ένα πιο μαζικό/λαϊκό κοινό που αρέσκεται σε τύπου «Άρλεκιν» αναγνώσματα, δηλαδή να τα’ χει όλα και από λίγο....
Για μας, το ένα και το αυτό: καλύτερα να το σκηνοθετούσε η Ντενίση, τουλάχιστον θα ξέραμε τι έχουμε να δούμε....
Όπως και να΄χει μια μεγάλη ευκαιρία χάθηκε.