Εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, όλοι οι δημότες της Μυτιλήνης, σε καθημερινή βάση αντικρίζουν με δέος στους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης, ορισμένα “διατηρητέα” νεοκλασικά κτήρια, τα οποία βρίσκονται είτε σε κατάσταση κατάρρευσης, είτε σε κατάσταση πλήρους εγκατάλειψης και αποσύνθεσης.
Ορισμένα εξ’ αυτών των κτηρίων, ανήκουν σε ιδιώτες, ενώ άλλα είτε στο Δήμο, είτε σε διάφορα ιδρύματα – οργανισμούς. Αν και κάποιοι δημότες μπορεί να αδιαφορούν πλήρως, οι πιο ευαισθητοποιημένοι, παραμένουν άναυδοι και αποσβολωμένοι, από την αναλγησία του κράτους, αλλά και τη γενικότερη αδιαφορία των αρμόδιων φορέων και των ιθυνόντων αυτού του τόπου.
Η τοπική Αυτοδιοίκηση και εν προκειμένω ο Δήμος Μυτιλήνης, οφείλει έναντι της ευθύνης που έχει, προκειμένου να διασώσει την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά αυτής της πόλης, να παρέμβει δυναμικά πριν να είναι αργά, έχοντας μάλιστα διδαχθεί από το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν της Μυτιλήνης. Δεν αποτελεί δικαιολογία, ούτε ότι “δεν γνωρίζαμε”, ούτε ότι “δεν ανήκουν στην ιδιοκτησία μας”, συνεπώς “δεν μπορούμε και δεν μας ενδιαφέρει να κάνουμε κάτι”.
Αντιθέτως, αποτελεί υποχρέωση και έχει την απόλυτη ευθύνη η τοπική αυτοδιοίκηση, να προστατέψει και να διασφαλίσει τη συνέχιση ύπαρξης του μοναδικού και εξαιρετικά σπάνιου αυτού πλούτου, που διαθέτει η πόλη μας, αποτελώντας παράλληλα ένα από τα μεγάλα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Χαρακτηριστικά επισημαίνεται, αν και είναι γνωστό τοις πάσι, ότι τα αρχιτεκτονικά αυτά αριστουργήματα, αποτελούν από τα πιο προβεβλημένα και φωτογραφημένα “ζωντανά μνημεία” της χώρας και από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα του νησιού.
Ανεξαρτήτως λοιπόν, σε ποιον ανήκουν τα παρακάτω “διατηρητέα” οικήματα, προτείνουμε στο Δήμο Μυτιλήνης, είτε την άμεση εξαγορά τους (όσων εξ’ αυτών δεν ανήκουν ήδη στην ιδιοκτησία του), είτε την με οιονδήποτε άλλο τρόπο παρέμβασή του (π.χ. με την ένταξη σε κάποιο ειδικό πρόγραμμα, σε στενή συνεργασία με τους ιδιοκτήτες) και εν συνεχεία την αποκατάσταση και αξιοποίησή τους με κάθε πρόσφορο τρόπο (ενδεχομένως και με την μεταπώλησή τους σε ιδιώτες). Πεδίο δόξης λαμπρό, για τους επιστήμονες (αρχιτέκτονες & μηχανικούς), που ο Δήμος διαθέτει σε αφθονία.
Ο πρώτιστος στόχος βεβαίως, είναι να διασφαλιστεί, ότι δεν θα καταρρεύσουν ολοσχερώς και ότι δεν θα έχουν την τύχη των εκατοντάδων νεοκλασικών της Μυτιλήνης, τα οποία αφού κατεδαφίστηκαν ή κατέρρευσαν, έδωσαν τη θέση τους σε κακότεχνες πολυκατοικίες, καταστρέφοντας μέσα σε λίγα χρόνια την αρχιτεκτονική παράδοση της πόλης, που με σχολαστικότητα είχε δημιουργηθεί επί δύο αιώνες. Σημειώνεται εμφαντικά, ότι ακριβώς αυτός μπορεί να είναι και ο στόχος ορισμένων εκ των ιδιοκτητών !!!
Από μία πρώτη έρευνα που πραγματοποιήσαμε και χωρίς να έχουμε εξαντλήσει όλο τον όγκο των κτηρίων που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα, θέτουμε σε πρώτη προτεραιότητα, τα ακόλουθα:
Αρχοντικό “Γούτου” ή “Τούρκικο Κονάκι” (Κατσακούλη 1, Κιόσκι): Χτίστηκε από Τούρκους προύχοντες στα μέσα του 19ου αιώνα για να χρησιμοποιηθεί ως Κονάκι του Πασά. Επειδή είχε προηγηθεί μεγάλος σεισμός, δόθηκε ιδιαίτερη μέριμνα στην αντισεισμική του προστασία, με συνέπεια όλες του οι γωνίες να είναι εξαιρετικά ενισχυμένες από πέτρα και σίδερο. Μετά την απελευθέρωση πέρασε στην οικογένεια Μπίνου και ακολούθως στην οικογένεια Γούτου. Το ισόγειό του, πριν αρκετά χρόνια, χρησιμοποιήθηκε ως πολυτελές εστιατόριο, με κλασικό διάκοσμο. Πριν λίγα χρόνια, όλος ο εσωτερικός του χώρος και η στέγη, καταστράφηκαν ολοσχερώς από πυρκαγιά και σήμερα έχουν μείνει μόνο τα εξωτερικά ντουβάρια του σπιτιού. Παραμένει εντελώς εγκαταλειμμένο και ο κίνδυνος κατάρρευσης είναι ορατός.
Κτήριο “Αποθήκες Ε.Α.Σ.Λ.” (Αργύρη Εφταλιώτη, Κιόσκι): Πρόκειται για το γνωστό κτήριο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, που παλαιότερα χρησιμοποιούταν ως αποθήκη ελαιολάδου. Εδώ και πολλές δεκαετίες (τουλάχιστον από το 1970), βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη, προσβάλλοντας βάναυσα την αισθητική του κεντρικότατου αυτού σημείου της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μόλις ένας επιβάτης πλοίου με αυτοκίνητο (επισκέπτης της Λέσβου ή ντόπιος), εξέλθει του λιμανιού, το πρώτο που αντικρίζει, είναι ακριβώς αυτό το κτήριο. Η εξαγορά του και η αξιοποίησή του με διάφορους τρόπους (π.χ. πολυχώρος εκδηλώσεων, συνεδριακό κέντρο, εκθεσιακός χώρος, κ.ο.κ.), πάντα συμπεριλαμβανόταν στα προγράμματα όλων των υποψηφίων δημοτικών παρατάξεων, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ευοδωθεί καμία προσπάθεια. Η προηγούμενη Δημοτική Αρχή, μέσω του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Λέσβου, είχε διερευνήσει σε συνεργασία με τη διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς η οποία το έχει υποθηκεύσει, τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης και εξαγοράς. Η διαδικασία αυτή, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.
Κτήριο “Παλαιού Λιμεναρχείου” (Πλατεία Σαπφούς): Χτίστηκε ανάμεσα στο 1890 και στο 1900. Αρχικά λειτούργησε από τους Τούρκους ως Λιμεναρχείο, ενώ και μετά την απελευθέρωση χρησιμοποιήθηκε για τον ίδιο σκοπό ως Κεντρικό Λιμεναρχείο Μυτιλήνης μέχρι τη δεκαετία του 1960. Στη συνέχεια παραχωρήθηκε από την Κτηματική Υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου στο Δήμο Μυτιλήνης, προκειμένου να μετατραπεί σε Λαογραφικό Μουσείο. Από το 2004 έως το 2007, αναπαλαιωμένο, λειτούργησε παράλληλα με το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και ως Γραφείο Τουρισμού του Δήμου Μυτιλήνης. Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί και η κατάστασή του είναι σε αποσύνθεση, ενώ προσβάλλει την αισθητική όλου του κέντρου της πόλης. Από πρόσφατη ενημέρωση, έγινε γνωστό ότι η αποκατάστασή του, σχεδιάζεται να ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα του Δήμου Μυτιλήνης.
Αρχοντικό “Αλέξανδρου Βοστάνη” (Βουρνάζων 23). Χτίστηκε το 1927, σε σχέδια του εξ Αιγύπτου αρχιτέκτονα Ιατρού, για να διαμείνει μόνιμα η οικογένεια του Αλέξανδρου Βοστάνη, ο οποίος τον περισσότερο καιρό ζούσε στην Αίγυπτο ασχολούμενος με επιχειρήσεις και εμπόριο. Το κτίριο χαρακτηρίζεται από μνημειακό και επιβλητικό ύφος, εξαιτίας του μεγέθους και της ακαδημαϊκής αρχιτεκτονικής. Η πλούσια έως επιβλητική διακόσμηση και η έντονη γλυπτική υφή, δημιουργούν μία αίσθηση αυτάρκειας, υπεροχής και εντυπωσιασμού. Μετά το θάνατο της ιδιοκτήτριας Εβίτσας Νιάνια – Περδικάρη, ανιψιάς του Αλέξανδρου Βοστάνη, το οίκημα περιήλθε μετά από δωρεά της ίδιας, στα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μυτιλήνης. Αν και η εξωτερική του εμφάνιση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τραγική, εσωτερικά αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα. Η διοίκηση των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Μυτιλήνης, προσπαθεί επί πολλά χρόνια να το εντάξει σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, ώστε μετά να το αξιοποιήσει δεόντως, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Μετά από κάποιο διάστημα, οπωσδήποτε θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα, λόγω των φθορών του χρόνου.
Κατοικία “Δουκάκη Κουκλέλη” (Ελ. Βενιζέλου 46, Μακρύ Γιαλός): Φέρεται ως το πρώτο σπίτι που χτίστηκε στο Μακρύ Γυαλό που τότε ήταν εξοχή, μεταξύ 1850 και 1880, από τον έμπορο της Ρουμανίας και της Αιγύπτου Δουκάκη Κουκλέλη. Η περιοχή του Μακρύ Γιαλού πριν το 1880 ανήκε σε δύο μεγάλες οικογένειες, των Κουκλέλη και Γιαννόπουλου. Ενδεικτικά, για τη μοναδική αυτή κατοικία αναφέρεται: «Κει μέσα οι παλιοί αφεντάδες περνούσαν τα καλοκαίρια τους. Ήταν μια όμορφη βίλλα, απλόχωρη κι΄ αρχοντικιά, χωμένη μέσα σ’ ένα καταπράσινο καλαμιώνα ...». Το κεντρικό ξύλινο σαχνισίνι, οι κίονες τοσκανικού ρυθμού, οι κυκλικοί φεγγίτες της σοφίτας, η βοτσαλωτή αυλή, η μεγάλη βεράντα υποδοχής και το χαμάμ, αποτελούν τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του οικήματος. Σήμερα είναι απολύτως εγκαταλειμμένο και η κατάστασή του, προκαλεί μεγάλη ανησυχία για την τύχη του.
Αρχοντικό “Κατσάνη” (Ελ. Βενιζέλου 56, Σουράδα): Οικία της οικογένειας Κατσάνη, που τη δεκαετία το 80 αγοράστηκε από το ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. (Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας), προκειμένου να εγκατασταθούν τα γραφεία του παραρτήματος του Οργανισμού, στο Βόρειο Αιγαίο. Πραγματοποιήθηκε εξαιρετική αποκατάσταση και αναμόρφωση σύμφωνα με τις προδιαγραφές που είχαν τεθεί, αλλά ο Οργανισμός ποτέ δεν εγκαταστάθηκε, αφού λίγο διάστημα μετά, το δημόσιο ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. έπαψε τη λειτουργία του (καταργήθηκε σαν Ίδρυμα). Αυτομάτως το κτήριο πέρασε στην κυριαρχία του ελληνικού δημοσίου και συγκεκριμένα στον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων, αφού βάσει του Γ.Π.Σ. Μυτιλήνης, είχε προβλεφθεί να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Πριν λίγα χρόνια (περίπου το 2016), το αγόρασε ο Δήμος Λέσβου, προκειμένου αφενός να διασωθεί και αφετέρου να μετεγκατασταθεί εκεί το Μουσικό Σχολείο Λέσβου ή άλλο εκπαιδευτήριο. Ωστόσο, διάφοροι τεχνικοί λόγοι και κυρίως επειδή οι ανάγκες του σχολείου εν τω μεταξύ είχαν αυξηθεί, δεν επέτρεψαν τη μετατροπή και τη λειτουργία του ως μουσικό σχολείο. Κατ’ εντολή της Δημοτικής Αρχής του Δήμου Λέσβου, ακολούθησε από την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, εκπόνηση ειδικής μελέτης για την πλήρη αποτύπωσή του, η οποία έχει ολοκληρωθεί. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Μυτιλήνης, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε αχρηστία. Έχει ξεκινήσει η κατάρρευση της στέγης του, ακόμη σε αρχικό στάδιο με μία τρύπα διαμέτρου ενός – δύο μέτρων, η οποία ωστόσο δεν αποτρέπει την είσοδο των νερών της βροχής. Επιπλέον τα περισσότερα κουφώματα έχουν καταστραφεί, με αποτέλεσμα το οίκημα να είναι ορθάνοιχτο από πολλά σημεία. Από μαρτυρίες των περιοίκων, έχει γίνει γνωστό, ότι από τα ανοιχτά παράθυρα, μπαίνουν μέσα στο σπίτι κουκουβάγιες, περιστέρια, νυχτερίδες και άλλα πουλιά, ενώ πολλά βράδια, αφού παραβιάσουν τον μαντρότοιχο, εισέρχονται μέσα και διάφορες ομάδες ανθρώπων. Από πρόσφατη ενημέρωση, έγινε γνωστό ότι η αποκατάστασή του, σχεδιάζεται να ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα του Δήμου.
Αρχοντικό “Τουλιάτου” (Ελ. Βενιζέλου 62, Σουράδα): Ανήκει σε ιδιώτες και βρίσκεται υπό πλήρη εγκατάλειψη και κατάρρευση, εδώ και πολλά χρόνια. Ορισμένοι εξωτερικοί τοίχοι, έχουν καταστραφεί ολοσχερώς και είναι ζήτημα χρόνου, η ολική του κατάρρευση. Βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο της Σουράδας, διαγωνίως & απέναντι από τον εμβληματικό “Πύργο Μυτιλήνης” και η σωτηρία του, αποτελεί θέμα άμεσης προτεραιότητας. Η κατάρρευσή του, θα σηματοδοτήσει την πλήρη αλλοίωση της φυσιογνωμίας ολόκληρης της περιοχής, η οποία επί έναν αιώνα, χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από την ύπαρξη δεκάδων διατηρητέων αρχοντικών, που αποτελούν σήμα κατατεθέν για όλη την πόλη.
Αρχοντικό “Νιάνια” (Ελ. Βενιζέλου 71, Σουράδα): Ανήκε στον Αριστείδη Νιάνια, o οποίος λίγο πριν το θάνατό του τη δεκαετία του 80, με τη διαθήκη του το δώρισε εξ’ ημισείας στο Δήμο Μυτιλήνης και στα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μυτιλήνης. Διαθέτει πολύ μεγάλο και ωραίο κήπο, ο οποίος φθάνει μέχρι τη θάλασσα, ενώ όλος ο περιβάλλον χώρος είναι ιδιαίτερα μαγευτικός. Επί πολλά χρόνια, όλο το οικόπεδο είχε παραχωρηθεί και το λειτουργούσε ο Σύλλογος Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες “Η Κυψέλη”. Σήμερα το κτήριο είναι κλειστό και βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση, ενώ και η εμφάνιση του μοναδικού περιβάλλοντος χώρου, μαρτυρεί απόλυτη εγκατάλειψη. Η όλη κατάσταση τόσο του κτηρίου, όσο και του φυσικού του περιβάλλοντος, προκαλεί εύλογη ανησυχία για την τύχη του.
Πύργος “Φωτιάδη” (Ελ. Βενιζέλου 94, Ακλειδιού). Αποτελεί έναν από τους κλασικούς Μυτιληναϊκούς πύργους, που χτίστηκε από τον Φώτη Νικολάου Καμπούρη, πρόγονο των μετέπειτα ιδιοκτητών Νίκου & Όλγας Φωτιάδου, κατά μία εκδοχή πριν το 1821, όπως μαρτυρούν και τα αρχικά ΦΝΚ και ΑΩΚ που είναι χαραγμένα στην αυλόπορτα. Όπως όλοι οι πύργοι της Μυτιλήνης και των γύρω περιοχών, είναι χτισμένος από χοντρούς πέτρινους τοίχους στο κάτω μέρος για λόγους ασφαλείας εξαιτίας του φόβου των πειρατών και μπαγκντατί (ξύλο και σοβά) στο πάνω μέρος, όπου κυριαρχεί ο εξώστης. Το ισόγειο λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος, ενώ οι κύριοι χώροι κατοικίας βρισκόταν στους επάνω ορόφους. Αποτελεί ένα από τα εμβληματικότερα κτήρια της Μυτιλήνης, το οποίο σήμερα μετά θάνατο των ιδιοκτητών, έχει περιέλθει σε πολλούς κληρονόμους. Τα σημάδια της εγκατάλειψης είναι ορατά και εκφράζονται φόβοι για τη σταδιακή κατάρρευσή του. Ουδείς σε αυτή την πόλη και σε όλο το νησί, μπορεί να διανοηθεί, το χαρακτηριστικότερο αυτό σημείο της Σουράδας, χωρίς τον εμβληματικό του πύργο.
Κλείνοντας, τονίζουμε ότι η διάσωση, η αναπαλαίωση και η αξιοποίηση με οιονδήποτε τρόπο, όλων αυτών των ιστορικών κτηρίων της Μυτιλήνης, πρέπει να αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα στη στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης, τόσο για το Δήμο Μυτιλήνης, όσο και για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, που ενδιαφέρονται για την πρόοδο της πόλης και του νησιού.
Με τιμή,
Οι εκλεγμένοι σύμβουλοι της Δ/Κ Μυτιλήνης της παράταξης “Με συνέπεια κι ευθύνη … όλοι για τη Μυτιλήνη !!!”
Αλέκος Κουζινόγλου
Λένα Πετρέλλη
Πάνος Πίτσιος
Βαγγέλης Χατζημανώλης
Δείτε φωτογραφικό υλικό από τα 9 κτήρια