Το νέο τοπίο μετά τις μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ – Τι λένε οι εκπρόσωποι της αγοράς
Την περασμένη εβδομάδα το οικονομικό επιτελείο έδωσε στην δημοσιότητα τις κεντρικές κατευθύνσεις του νέου ΕΝΦΙΑ, σύμφωνα με τις οποίες οι οκτώ στους δέκα ιδιοκτήτες ακινήτων, που αντιστοιχούν σε περίπου 5 εκατ. φορολογούμενους θα πληρώσουν λιγότερο ΕΝΦΙΑ από αυτόν που πλήρωσαν πέρυσι.
Την ίδια στιγμή εκπρόσωποι της αγοράς που μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, χαρακτηρίζουν την απόφαση για την μείωση του ΕΝΦΙΑ ως θετική, η οποία αφενός συμβάλει στην στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και αφετέρου αποτελεί εργαλείο ανάπτυξης της οικονομίας.
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του νέου ΕΝΦΙΑ, το 14% των ιδιοκτητών ακινήτων, περίπου 875.000 φορολογούμενοι, θα πληρώσουν τον ίδιο φόρο που πλήρωσαν και πέρυσι.
Από το υπόλοιπο 6%, δηλαδή 375.000 ιδιοκτήτες ακινήτων, οι μισοί, δηλαδή 187.500 φορολογούμενοι, θα έχουν επιβάρυνση έως 50 ευρώ και οι υπόλοιποι ανάλογα με την ζώνη που είναι τα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους.
Σύμφωνα με τους αξιωματούχους του υπουργείου Οικονομικών, όσοι θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερο φόρο, είτε είναι στην κατηγορία εκείνων που έχουν ακίνητο σε περιοχή που εντάχθηκε τελευταία στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της τιμής, είτε έχουν ακριβό ακίνητο σε περιοχή με μεγάλη αύξηση την αντικειμενική τιμή.
Από εκεί και πέρα οι βασικές αλλαγές στο νέο σύστημα προσδιορισμού του ΕΝΦΙΑ, συνοψίζονται στα εξής:
1. Προκύπτει νέα μεσοσταθμική μείωση 13%, η οποία έρχεται να προστεθεί στη μείωση 22% του 2019, ώστε να διαμορφωθεί αθροιστική μείωση σε σχέση με το 2018 της τάξεως του 34% ή 920 εκατ. λιγότερα για τα φυσικά πρόσωπα.
2. Πλήρης κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου για όλα τα ακίνητα αξίας έως και 400.000 ευρώ.
3. Ενσωμάτωση του συμπληρωματικού φόρου στον κύριο για ακίνητα πάνω από 400.000, που στην συντριπτική του πλειοψηφία είναι μικρότερος από αυτόν που πλήρωσαν πέρυσι.
4. Ο νέος Φόρος θα εκκαθαριστεί μέχρι το τέλος Απριλίου και θα πληρωθεί σε 10 μηνιαίες δόσεις.
Σημαντική μείωση που μπορεί να φτάσει έως και το 80% προβλέπεται για τους κατόχους οικοπέδων, με το σκεπτικό ότι η όποια απόδοση υπάρξει για τους ιδιοκτήτες θα είναι μελλοντική και όχι στην παρούσα στιγμή.
Η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας που έχουν στην κατοχή τους φυσικά και νομικά πρόσωπα, ανέρχεται πλέον σε 750 δισ. ευρώ μετά την αναπροσαρμογή και επέκταση των αντικειμενικών αξιών. Ο συνολικός φόρος που θα βεβαιωθεί φέτος εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 2,233 δισ. ευρώ από 2,587 δισ. ευρώ που βεβαιώθηκε για το 2021. Συνολικά η μείωση ανέρχεται σε 354 εκατ. σε σχέση με πέρυσι.
Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:
1. Διαμέρισμα στη Νέα Φιλαδέλφεια, 1ου ορόφου 120 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης, 1.200 ευρώ, πλήρωσε το 2021 φόρο 372,96 ευρώ. Το 2022 η τιμή ζώνης αυξήθηκε σε 1.500 ευρώ και ο φόρος που αναλογεί είναι 282,24 ευρώ. Ενώ η αξία του ακινήτου αυξήθηκε κατά 25%, ο φόρος μειώθηκε κατά 24,32%.
2. Διαμέρισμα στην Ξάνθη, 1ου ορόφου 100 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης αμετάβλητη στα 750 ευρώ, πλήρωσε φόρο το 2021 220,50 ευρώ, ενώ το 2022 θα πληρώσει φόρο 147 ευρώ, δηλαδή μειωμένο κατά 33,33%.
3. Διαμέρισμα στην Καισαριανή, 1ου ορόφου 100 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης 1.100 ευρώ πλήρωσε φόρο το 2021 310 ευρώ. Και ενώ το 2022 η τιμή ζώνης ανέρχεται στα 1.350 ευρώ, θα πληρώσει φόρο 220,50 ευρώ. Δηλαδή, με αύξηση στην αξία του ακινήτου κατά 22,73%, ο φόρος μειώνεται κατά 29,05%.
4. Διαμέρισμα στο Αιγάλεω, 1ου ορόφου 100 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης 1.100 ευρώ πλήρωσε φόρο το 2021, 310,80 ευρώ. Το 2022, με την τιμή ζώνης να διαμορφώνεται στα 1.300 ευρώ, θα πληρώσει φόρο 220,50 ευρώ. Δηλαδή, ενώ η αξία του ακινήτου αυξάνεται κατά 18%, ο φόρος μειώνεται κατά 29%.
5. Διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη επί της οδού Νέας Εγνατίας, 1ου ορόφου 150 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης 1.100 ευρώ πλήρωσε φόρο το 2021, 466,20 ευρώ. Το 2022, με την τιμή ζώνης να διαμορφώνεται στα 1.350 ευρώ, θα πληρώσει φόρο 352,80 ευρώ. Δηλαδή, ενώ η αξία του ακινήτου αυξάνεται κατά 22,73%, ο φόρος μειώνεται κατά 25%.
6. Διαμέρισμα στη Σαντορίνη, 1ου ορόφου, 100 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης 4.950 ευρώ, πλήρωσε το 2021 φόρο 1.744 ευρώ. Το 2022 η τιμή ζώνης ανέρχεται στα 5.050 ευρώ και ο φόρος που αναλογεί είναι 1.991,75 ευρώ, αυξημένος κατά 14,21%.
7. Διαμέρισμα στη Μύκονο, 1ου ορόφου, 250 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης 4.900 ευρώ, πλήρωσε το 2021 φόρο 10.206 ευρώ. Το 2022, με την τιμή ζώνης να διαμορφώνεται στα 5.900 ευρώ, θα πληρώσει φόρο 11.891,24 ευρώ, αυξημένος κατά 16,51%.
8. Διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη, 1ου ορόφου, 100 τ.μ., εικοσαετίας, με τιμή ζώνης, 1.200 ευρώ, πλήρωσε το 2021 φόρο 310,80 ευρώ. Το 2022 η τιμή ζώνης αυξήθηκε σε 1.500 ευρώ και ο φόρος που αναλογεί είναι 235,20 ευρώ, μειωμένος κατά 24,32%.
Τι λένε οι εκπρόσωποι της αγοράς
Θετική υποδοχή είχε το μέτρο της μείωσης του ΕΝΦΙΑ από τους ανθρώπους της αγοράς, οι οποίοι μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το χαρακτηρίζουν εκτός των άλλων και ως αναπτυξιακό. Ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Κ. Κόλλιας αναφέρει ότι «η μείωση του ΕΝΦΙΑ ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής αγοράς ακινήτων». Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Β. Κορκίδης τονίζει χαρακτηριστικά ότι «η κυβέρνηση αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την συνέπεια λόγων και έργων της για σταθερή αθροιστική αποκλιμάκωση των άμεσων και έμμεσων φόρων», ενώ τέλος ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γ. Χατζηθεοδοσίου σημειώνει «πρόκειται για μία απόφαση της κυβέρνησης που είναι προς το συμφέρον των φορολογουμένων και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν».
Αναλυτικά οι δηλώσεις στο ΑΠΕ - ΜΠΕ έχουν ως εξής:
Κωνσταντίνος Κόλλιας Πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ είναι ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ των αναπτυξιακών παρεμβάσεων. Εκτός από το πολύ σημαντικό γεγονός της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης για τη συντριπτική πλειονότητα των ιδιοκτητών ακινήτων, η κάλυψη του επιπλέον κόστους από την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών και η πληρωμή του φόρου σε περισσότερες δόσεις (έως και 10), συμπληρώνουν το σύνολο της ελάφρυνσης, κυρίως για τη μεσαία τάξη, και ενισχύουν την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής αγοράς ακινήτων. Επιπλέον, η κίνηση αυτή πρέπει να αποτελέσει την απαρχή - για τη φετινή χρονιά - για τη μείωση και άλλων φόρων, όπως οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης, ώστε να ελαφρυνθούν περαιτέρω τα νοικοκυριά, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, με τις ανατιμήσεις των προϊόντων, λόγω των αναταράξεων στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Βασίλης Κορκίδης πρόεδρος ΕΒΕΠ και ΠΕΣΑ
«Η μόνιμη μείωση του ΕΝΦΙΑ εκτός από μία μεγάλη ανάσα για τα νοικοκυριά, δίνει και μια μεγάλη βοήθεια στις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα με ιδιοχρησιμοποιούμενα ιδιόκτητα επαγγελματικά ακίνητα, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το ενεργειακό κόστος το οποίο υφίσταται το τελευταίο διάστημα. Με την μείωση του ΕΝΦΙΑ η κυβέρνηση αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την συνέπεια λόγων και έργων της για σταθερή αθροιστική αποκλιμάκωση των άμεσων και έμμεσων φόρων και εισφορών με στόχο να τονώσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, την αγοραστική δύναμη, αλλά και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Χαιρετίζω τις ανακοινώσεις του υπουργού Οικονομικών, όπου ανεξάρτητα με τα αντίμετρα του ΦΜΑΠ στην κατάργηση του άδικου συμπληρωματικού φόρου, τα “συν” είναι σαφώς περισσότερα για 5 εκατ. ιδιοκτήτες, αφού η μείωση θα απαλλάξει όλα τα αδύναμα νοικοκυριά και την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από μία οικονομική επιβάρυνση σε μια χρονική συγκυρία, όπου η αγορά επιζητά τις κατάλληλες οικονομικές παρεμβάσεις, που μπορούν να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό και να δημιουργήσουν ανάχωμα στην ακρίβεια.»
Γιάννης Χατζηθεοδοσίου πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
«Η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 13% αποτελεί μία θετική εξέλιξη, όπως εξάλλου κάθε μείωση φόρου. Πρόκειται για μία απόφαση της κυβέρνησης που είναι προς το συμφέρον των φορολογουμένων και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Όμως, σε αυτή τη χρονική στιγμή, με το κύμα της ακρίβειας να πλήττει βάναυσα επιχειρήσεις και νοικοκυριά και τις συνέπειες της πανδημίας να απειλούν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, χρειάζονται και άλλα μέτρα στήριξης. Και μέσω περισσότερων φορολογικών ελαφρύνσεων, όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά αλλά και στοχευμένων παρεμβάσεων, όπως η αύξηση των δόσεων από τις 72 στις 120. Έτσι η επιχειρηματική κοινότητα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις και να αποφευχθούν τα λουκέτα στην αγορά.