Κ. Μίχαλος στη Μυτιλήνη: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη και επενδύσεις»
«Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και τα μέλη του Επιμελητηρίου Λέσβου, για τη θερμή υποδοχή και φιλοξενία τους. Έχουμε τη χαρά να πραγματοποιούμε τη σημερινή συνεδρίαση εδώ στη Μυτιλήνη. Στην πρωτεύουσα ενός νομού με σπουδαίες αναπτυξιακές δυνατότητες, αλλά και με προβλήματα και ιδιαιτερότητες. Είναι γνωστός ο αγώνας που δίνουν οι επιχειρήσεις των ακριτικών μας νησιών, τόσο απέναντι στην κρίση, όσο και απέναντι στις μόνιμες, εγγενείς προκλήσεις που συνδέονται με τη νησιωτικότητα. Σε αυτά τα προβλήματα έχει προστεθεί τα τελευταία δύο χρόνια και το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα. Κυρίως η Λέσβος, αλλά και τα άλλα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου έχουν βρεθεί στο επίκεντρο αυτής της κρίσης, με εμφανείς συνέπειες στις τοπικές οικονομίες».
Τα παραπάνω υπογράμμισε στην εισαγωγή της ομιλίας του, ο Πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, στη Διοικητική Επιτροπή της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε στο Επιμελητήριο Λέσβου, το Σάββατο 22 Ιουλίου 2017.
Και τόνισε: «Η προσπάθεια των τοπικών κοινωνιών να διαχειριστούν το ζήτημα, με ελάχιστη στήριξη από τους επίσημους κρατικούς και ευρωπαϊκούς φορείς, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Ωστόσο, οφείλει αντίστοιχα και η Πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της για την προστασία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των νησιών. Οφείλει να στηρίξει τις τοπικές επιχειρήσεις, ειδικά μάλιστα της Λέσβου οι οποίες – σαν να μην έφθαναν όλα τα υπόλοιπα – επλήγησαν και από τον ισχυρό σεισμό του περασμένου Ιουνίου. Γνωρίζω ότι το Επιμελητήριο Λέσβου δίνει μάχη και διεκδικεί παρεμβάσεις σε όλα αυτά τα μέτωπα. Και ως Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων, να είστε βέβαιοι ότι στηρίζουμε ενεργά τις προσπάθειές σας».
Στη συνέχεια έκανε μία μια γενικότερη επισκόπηση του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα, εστιάζοντας στις προϋποθέσεις και στις προοπτικές για ανάκαμψη της αγοράς και της οικονομίας.
Χαρακτηριστικά είπε: «Η επιστροφή στην ανάπτυξη, μετά από εννέα σχεδόν χρόνια ύφεσης, είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης για την Ελλάδα. Για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τους πολίτες της. Όλες οι θυσίες και οι προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, θα κριθούν από το πότε και με ποιο ρυθμό θα αρχίσει ξανά η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται. Και εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, για άλλη μια φορά, το προφανές: ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς ιδιωτικά κεφάλαια και χωρίς ισχυρές επιχειρήσεις. Στην κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα, δεν είναι αρκετή μια οριακά θετική μεταβολή του ΑΕΠ από έτος σε έτος. Και σίγουρα δεν είναι αρκετή μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε συγκυριακούς παράγοντες».
»Μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό 25% και πλέον, χρειάζεται ταχείς ρυθμούς μεγέθυνσης για αρκετά χρόνια για να επανέλθει σε κανονικότητα. Για να μπορεί η χώρα να καλύπτει τις δανειακές της υποχρεώσεις και για να αποκατασταθούν, έστω και σταδιακά, συνθήκες ευημερίας στην αγορά και στην κοινωνία. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί – ακόμη κι αν το θέλαμε – να επιτευχθεί με το μοντέλο ανάπτυξης που κυριάρχησε στην προ κρίσης περίοδο. Ένα μοντέλο που ήταν υπερβολικά εξαρτημένο από το κράτος, υπερβολικά εξαρτημένο από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση» συνέχισε ο Πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ.
Και τόνισε: «Το ζητούμενο είναι η ίδια η χώρα να αρχίσει να δημιουργεί περισσότερο εθνικό πλούτο. Κι αυτό θα γίνει αν υιοθετήσουμε ένα νέο, εξωστρεφές παραγωγικό υπόδειγμα, στηριγμένο στις δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα. Αν θέλουμε ανάπτυξη με αυτούς τους όρους, θα πρέπει να προσελκύσουμε σημαντικά κεφάλαια και επενδύσεις από την Ελλάδα και κυρίως από το εξωτερικό» επισημαίνοντας:
«Θα πρέπει να παράγουμε περισσότερα, ανταγωνιστικά και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες.
Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τόσο συνολικά όσο και σε επίπεδο Περιφερειών.
Θα πρέπει να αυξήσουμε τη συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να προσεγγίσει το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν με ένα θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον που αποτρέπει τις επενδύσεις. Δεν μπορούν να γίνουν με επιχειρήσεις που φυτοζωούν. Και αναφέρομαι ειδικότερα στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 99% και πλέον του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, π κ. Μίχαλος, είπε πως τα προβλήματα είναι ακόμη πολλά και χαρακτηριστικά ανέφερε: «Πρόβλημα είναι ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα στηρίζονται σε ένα αντιαναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Ένα μείγμα που στηρίζεται αποκλειστικά σχεδόν στο σκέλος των εσόδων, δια της υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων».
«Δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη και επενδύσεις όταν το ύψος των φόρων και των εισφορών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα ξεπερνά το 50% των εσόδων μιας επιχείρησης. Δεν μπορεί να μειώνεις κατώτατους μισθούς, για να αυξηθεί υποτίθεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την ίδια στιγμή να φορολογείς ό,τι κινείται. Δεν μπορεί να ζητάς θέσεις εργασίας και εισοδήματα, όταν για να πάρει ο εργαζόμενος 850 ευρώ στο χέρι πρέπει ο εργοδότης να πληρώσει κοντά 1.300 ευρώ σε φόρους και εισφορές», δήλωσε ο κ. Μίχαλος.
Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο Πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, αναφέρθηκε στις διεκδικήσεις της Επιμελητηριακής Κοινότητας:
- Ανταγωνιστικό και σταθερό φορολογικό περιβάλλον. Με χαμηλότερους συντελεστές για τις επιχειρήσεις και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να στηριχθούν οι επενδύσεις και η απασχόληση.
- Βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Πρέπει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ο μηχανισμός της εξωδικαστικής ρύθμισης, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Και να μπορέσουν οι βιώσιμες επιχειρήσεις να σωθούν και να προχωρήσουν μπροστά.
- Χρηματοδοτικά εργαλεία, με κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας αλλά και την τρέχουσα κατάσταση στην αγορά.
- Εκσυγχρονισμός νομοθετικών πλαισίων και διαδικασιών. Ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Λιγότερη γραφειοκρατία, αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση.
- Αποκρατικοποιήσεις με αναπτυξιακό πρόσημο.
- Στρατηγικές συνεργασίες ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε επενδύσεις αβάθμισης και αξιοποίησης σημαντικών υποδομών, όπως μαρίνες, αεροδρόμια, κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου.
- Ειδικό πλαίσιο στήριξης για τις επιχειρήσεις της Περιφέρειας και ειδικότερα για αυτές των ακριτικών νησιών.