'Eνας καναπές ψιθυρίζει στον εαυτό του: "Αν κάποιος κάτσει πάνω μου, θα γίνω όνειρο." Κανείς δεν κάθεται.
Ο ουρανός ξεφλουδίζεται σαν σάπιο μήλο, και από μέσα ξεχύνονται γέλια που στάζουν αργά, γεμίζοντας το πεζοδρόμιο με υγρούς ψιθύρους. Μια κάλτσα κρέμεται από τον πολυέλαιο, τραγουδώντας μια μελωδία που μόνο οι αμοιβάδες θυμούνται, ενώ ένα σπασμένο ραδιόφωνο ψιθυρίζει ανέκδοτα σε ένα αδιάφορο τραπέζι.
Στη γωνία, ένας άνθρωπος από καουτσούκ λιώνει, ξαναγεννιέται, και μετά γίνεται ένα σωρό από νομίσματα που κανείς δεν θέλει να ξοδέψει. Οι τοίχοι συρρικνώνονται αργά, σαν να ντρέπονται που υπάρχουν, ενώ το πάτωμα ανασαίνει βαριά, κουρασμένο από τα βήματα που δεν έκαναν ποτέ φασαρία.
Μια σκάλα αποφασίζει ότι δεν είναι πια σκάλα, οπότε αρχίζει να πλέκει ένα πουλόβερ από ήχους που κανείς δεν μπορεί να ακούσει. Κάποιος ανοίγει μια πόρτα και από μέσα ξεχύνεται ένα παρελθόν που δεν ανήκει σε κανέναν, τυλιγμένο σε χαρτί περιτυλίγματος που γράφει "μην ανοίξετε ποτέ."
Στο κέντρο του δωματίου, ένας καναπές ψιθυρίζει στον εαυτό του: "Αν κάποιος κάτσει πάνω μου, θα γίνω όνειρο." Κανείς δεν κάθεται.