Η προτομή του ήρωα
της Μαίρης Μαργαρίτη *
Αν πας στα καφενεία της Αιολίδας και στήσεις αυτί, θ’ ακούσεις να ζωντανεύουν μπροστά σου άνθρωποι και ιστορίες του παλιού καιρού, του παλιού χωριού, τότε που ήταν ακόμη κοινότητα. Τις οποίες ιστορίες διηγούνται τόσο πειστικά κι άνετα οι μεγάλοι. Στην αρχή σου εξηγούν από που βαστάει η σκούφια του καθενός. Είναι, ας πούμε, ο Χαραλάμπης του τάδε, γιος αυτουνού, γαμπρός τ΄ αλλουνού, συμπέθερος του άλλου και ούτω καθεξής. Δεν έχει σημασία αν κατάλαβες καλά ή στο περίπου ποιος τελικά ήταν ο Χαραλάμπης, αρκεί να κουνάς το κεφάλι σου συγκαταβατικά στα λόγια του συνομιλητή σου. Ο Χαραλάμπης κάτι είπε που έμεινε αλησμόνητο, κάτι έπραξε που έκανε πάταγο, κάτι του συνέβη που όλο το χωριό γελούσε με το πάθημά του. Μόνο οι αστείες ιστορίες λεγόντουσαν. Τις θλιβερές τις έλεγαν σε άλλες περιστάσεις και πάντα με στόχο τη διδαχή ή και -γιατί όχι- τον εκφοβισμό των νεωτέρων. Μετά τις συστάσεις ο συνομιλητής σου θα μπει στο θέμα, θα σου πει το συγκεκριμένο συμβάν, στην αφήγηση του οποίου οδήγησε η κουβέντα που προηγήθηκε, πολλές φορές και μ’ ένα συνειρμικό άλμα. Και θα στο πει με τρόπο παραστατικό σα να ήταν παρών και ο ίδιος ο αφηγητής στα γεγονότα. Θα στα πει με γούστο, πικάντικα, σκερτσόζικα.
Την περασμένη Τετάρτη η κουβέντα ήρθε στο συχωρεμένο τον πρόεδρο, τον Μήτσο Καλλικράτη, πεθαμένος εδώ και δεκαπέντε χρόνια, πρόεδρος πριν τριάντα έτη και για τρεις συναπτές τετραετίες. Μεγαλόσωμος, ευθυτενής, γενειοφόρος, μορφωμένος σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής –είχε τελειώσει το Λύκειο - και πλήθος άλλων γνώσεων είχε αποκτήσει με δική του πρωτοβουλία. Η κορνίζα με τη φωτογραφία του κοσμούσε ακόμη και σήμερα το πρώην γραφείο της κοινότητας.
Είχε - έλεγε ένας και συμφωνούσαν κι οι υπόλοιποι - μεράκι για τον τόπο, είχε όραμα. Ήθελε να πάει μπροστά το χωριό. Έβλεπε άλλα μέρη του νησιού και της Ελλάδας να προοδεύουν στο θέμα του πολιτισμού και το έπαιρνε πολύ βαριά που οι δικοί του ασχολούνταν με άφτιαχτους δρόμους, αδιαμόρφωτες πλατείες, χωματερές ενοχλητικές και λοιπά πρακτικά θέματα της μίζερης καθημερινότητας ενώ παράλληλα αδιαφορούσαν για το μέγιστο θέμα της πολιτιστικής ανάπτυξης του χωριού τους. «Άμουσαι βοαί πλήθους» έλεγε όταν μάθαινε ότι οι συγχωριανοί του μαλώνανε για σκουπίδια, μπάζα και σύνορα χωραφιών και μετά είχαν το θράσος να πηγαίνουν και για παράπονα στην κοινότητα καταγγέλλοντας ο ένας τον άλλο.
Εντωμεταξύ απ΄την κοινότητα καθημερινώς έκαναν παρέλαση οι παραπονούμενοι για τα βρωμερά σκουπίδια, τα παρατημένα μπάζα, τις αποχετεύσεις. Κάθε τρεις και λίγο μισάνοιγε ο γραμματικός την πόρτα του γραφείου του προέδρου να μεταφέρει τα καινούρια παράπονα του κόσμου που τα σημείωνε με δυο τρεις λέξεις πάνω σ΄ένα κομμάτι χαρτί για να θυμάται την περίπτωση. Ας πούμε «Παναγιώτης Γιώργη σκουπίδια έξω πόρτα», «Καλλιόπη Κώστα μπάζα χωράφι», «Ελένη ψηλή Γιάννη νερό κομμένο». Τις λεπτομέρειες τις πρόσθετε προφορικώς. Ο πρόεδρος άκουγε τα άρτι αφιχθέντα παράπονα κουνώντας το κεφάλι με μια κίνηση που δήλωνε ανία και αγανάκτηση, ύστερα το σήκωνε απότομα και βροντοφώναζε: «Άμουσαι» με το «α» τονισμένο. Έπειτα μ΄ένα νεύμα του χεριού του έδειχνε στο γραμματικό την έξοδο, ότι είναι απασχολημένος και ότι θα επιληφθεί του θέματος μια πιο κατάλληλη ώρα. Ο γραμματικός έκλεινε την πόρτα απορημένος για την κουβέντα του προέδρου ενώ με το άλλο του χέρι χάιδευε το μούσι του. Πίσω απ΄την κλειστή πόρτα ο πρόεδρος αφήνονταν σε βαθιές σκέψεις για μια ουσιαστική πολιτιστική αναβάθμιση του χωριού.
Και φυσικά δεν άργησε να έρθει αυτή η πρώτη ιδέα που αναζητούσε. Αυτό μόνο ως μια μικρή αρχή των μεγαλεπήβολων σχεδίων του: Είχε σκεφτεί, λοιπόν, να παραγγείλει μια προτομή του Στρατή του Ναύτη και να την τοποθετήσουν μπροστά στην κοινότητα. Ο Στρατής ο Ναύτης, κατά κόσμον Στρατής Ευστρατίου, ήταν του πολεμικού ναυτικού κι επέζησε από όλες αυτές τις κακουχίες που τον βρήκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων. Στο χωριό διηγούνταν συχνά πυκνά τις πιο απίθανες ιστορίες γι’ αυτόν, το πως δηλαδή επέζησε από βέβαιο θάνατό πάνω από τουλάχιστον πέντε φορές. Ένα χρόνο αφότου βγήκε στη σύνταξη, πέθανε από δηλητηριώδη μανιτάρια. Τον θάψανε αλλά δεν τον ξεχάσανε. Ήταν άνθρωπος με μεγαλείο ψυχής και υψηλό φρόνημα, κάτι σαν τοπικός ήρωας. Ήταν εξάλλου συγγενής του προέδρου, μακρινός ξάδερφος. Είχε φτάσει η ώρα να τιμηθεί, όπως πραγματικά του άξιζε.
Θα παράγγελνε την προτομή σ’ έναν κοντοχωριανό μάστορα που δούλευε το μάρμαρο χωρίς να ειδοποιήσει το συμβούλιο γιατί σίγουρα θα είχαν αντιρρήσεις για το θέμα, ειδικά από οικονομικής πλευράς. Θα ήταν καλύτερα να τους φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος. Αυτοί οι άθλιοι- το ήξερε καλά ο πρόεδρος- τα λεφτά θα τα έδιναν ευχαρίστως για να ξεβουλώνουν βόθρους και αποχετεύσεις, δεν είχαν ιδέα από πολιτισμό, από τέχνη και τέτοια. Καλύτερα να το μάθαιναν στο τέλος της υπόθεσης. Άλλωστε εκείνος ήταν η κεφαλή της κοινότητος και είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο «επί της διοικήσεως».
Οι μέρες περνούσαν και ο πρόεδρος κλείνονταν στο γραφείο του με μια κρυφή χαρά και μια γλυκιά ανυπομονησία. Η παραγγελία είχε δοθεί μαζί με τη φωτογραφία του ήρωος Στρατή που είχε ξεθάψει ο ίδιος απ΄τη σεντούκα στη σοφίτα του σπιτιού του, για να έχει ο καλλιτέχνης που επρόκειτο να φιλοτεχνήσει την προτομή, σαφή αντίληψη της μορφής του εικονιζόμενου. Γιατί η προτομή θα ήταν πιστό αντίγραφο του προσώπου -το είχε τονίσει αυτό στον μάστορα-και όχι στο περίπου. Άλλωστε θα κόστιζε στην κοινότητα ένα σωρό λεφτά το άγαλμα.
Όταν φτιάχτηκε το άγαλμα και τον ειδοποίησε ο μάστορας, τότε το είπε σε έκτακτη συνεδρίαση και στους υπόλοιπους του συμβουλίου. Είχε ετοιμάσει και πειστικό λόγο να διαβάσει για τα κατορθώματα του τιμώμενου προσώπου αλλά δε χρειάστηκε. Προς μεγάλη του έκπληξη το συμβούλιο δεν έφερε αντιρρήσεις στην πρόταση του προέδρου. Μόνο που παραπονέθηκαν κάποιοι για τη μυστικότητα της υπόθεσης. Ο πρόεδρος αναθάρρησε και κανόνισε να τοποθετηθεί η προτομή έξω απ΄την κοινότητα, σκεπασμένη επιμελώς με ύφασμα ώστε να εμποδίζει τυχόν περίεργους απ΄το να κρυφοκοιτάζουν το έργο τέχνης πριν την ώρα του, μέχρι την κανονισμένη δηλαδή μέρα των αποκαλυπτηρίων. Δε θέλησε ούτε ο ίδιος να δει την προτομή από πριν, θα την έβλεπε και θα τη θαύμαζε παρουσία των συγχωριανών του.
Η μέρα των αποκαλυπτηρίων είχε φτάσει. Όλα είχαν μελετηθεί με προσοχή, οι θέσεις των επισήμων, οι λόγοι που θα εκφωνούνταν απ΄τον πρόεδρο και τον δάσκαλο, τα ποιήματα που θα έλεγαν τα παιδιά του Δημοτικού, οι παραδοσιακοί χοροί, τα κεράσματα για τον κόσμο, ο φωτογράφος που θα τραβούσε το πλήθος και μια αναμνηστική φωτογραφία τον πρόεδρο δίπλα στην προτομή. Η ώρα πλησίαζε, τα ποιήματα και τα λόγια λιγόστευαν. Από το άγχος του ο πρόεδρος προσπαθούσε να χαλαρώσει τη γραβάτα του. Δίπλα του η σύζυγός του περήφανη μεν αλλά και αγχωμένη για διαφορετικό λόγο, τον σκουντούσε ελαφρά να μην πειράζει τη γραβάτα και χαλάσει την άψογη εμφάνιση αυτής της ανεπανάληπτα σπουδαίας ημέρας. Εκείνη η σπουδαία ημέρα θα εγκαινίαζε μια μακρά πορεία του χωριού προς την πραγματική πολιτιστική ανάπτυξη που θ’ ακολουθούσε.
Όλοι στάθηκαν προσοχή. Ένα κασετόφωνο έπαιξε τον εθνικό ύμνο. Ύστερα, ο γραμματικός με κινήσεις μεγαλοπρεπείς και αργές ώστε να δοθεί η ανάλογη επισημότητα, αφαίρεσε με προσοχή το προστατευτικό κάλυμμα της προτομής και η μαρμάρινη όψη του ήρωα εκτέθηκε σε κοινή θέα. Τα παιδιά στριμώχτηκαν να δουν και οι μεγάλοι που στέκονταν πίσω πίσω ανασηκώθηκαν στις μύτες των ποδιών. Για δυο τρία λεπτά επικράτησε απόλυτη ησυχία. Μετά ο κόσμος χειροκρότησε ενθουσιασμένος. Ο πρόεδρος όμως είχε αρχίζει να κοκκινίζει, να γίνεται έξαλλος. Είχε παρατηρήσει ότι ο αδρά πληρωμένος καλλιτέχνης δεν είχε αποδώσει διόλου πιστά τη μύτη του ήρωος. Η μύτη του αγάλματος είχε μια κυρτότητα που πρόσδιδε γελοιότητα στο εικονιζόμενο πρόσωπο ενώ ο αληθινός ήρωας είχε μια μύτη αξιοζήλευτη, ίσια και περήφανη. Ο κόσμος χειροκρότησε και τον καλλιτέχνη που στεκόταν δίπλα στον πρόεδρο ενώ εκείνος γύρισε και του έριξε μια άγρια θυμωμένη ματιά που ο καλλιτέχνης μες τον ενθουσιασμό του δεν έπιασε. Είχε γούστο να τους άρεσε αυτό το θέαμα, σκέφτηκε ο πρόεδρος και έκανε πως χειροκροτά κι εκείνος σα να μη τρέχει τίποτα. Και φωτογραφίες βγήκε μετά διατηρώντας την ψυχραιμία του, μια με την προτομή μόνος, μια εκείνος, η προτομή και η γυναίκα του, μια να κάνει χειραψία με τον καλλιτέχνη. Την ώρα που φωτογραφίζονταν η γυναίκα του με τον καλλιτέχνη ξέσφιξε κι έβγαλε τη γραβάτα. Και ενώ απ’ έξω του φαινόταν άνετος, μέσα του το μυαλό του ήδη διένυε μύρια ναυτικά μίλια πως θα κατορθώσει να διορθώσει το αργυρώνητο λάθος.
Την επόμενη κιόλας μέρα πήρε στο τηλέφωνο ένα μαρμαροκαλλιτέχνη από άλλο χωριό, πιο μακριά από το δικό του, και του παρήγγειλε την ίδια ακριβώς προτομή στέλνοντας και σ΄αυτόν στη συνέχεια τη φωτογραφία του ήρωα. Το σκεπτικό του ήταν να γίνει η ίδια προτομή,να την παραλάβει κρυφά και μετά πάλι στα κρυφά με τη βοήθεια έμπιστου προσώπου να τοποθετηθεί στη θέση της προηγούμενης χωρίς κανείς να πάρει μυρωδιά την αντικατάσταση. Τα νέα έξοδα είχε εκείνος τον τρόπο του να τα δικαιολογήσει στο συμβούλιο.
Έτσι και έγινε. Η προτομή ετοιμάστηκε και παραδόθηκε κρυφά στον πρόεδρο. Μια νύχτα χειμωνιάτικη που στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή, αντικατέστησαν με τη βοήθεια του γιου του την παλιά προτομή με την καινούρια. Γρήγορα έβγαλαν απ΄την κοινότητα την καινούρια που την έκρυβαν κάνα δυο εβδομάδες μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία και την έβαλαν στη στήλη απέξω ενώ την άλλη την παλιά την έριξαν προς το παρόν στα τάρταρα δηλαδή στην ασφυκτικά γεμάτη αποθήκη στο πίσω δωμάτιο της κοινότητας μέχρι που ένα άλλο χειμωνιάτικο βράδυ θα φρόντιζαν να την εξαφανίσουν τελείως από προσώπου γης. Όλα πήγαν κατ΄ευχήν. Ο πρόεδρος ήταν πολύ ευχαριστημένος με την εξέλιξη της υπόθεσης. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε επιτέλους ανάλαφρα δίχως να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του ψάχνοντας να βρει ησυχία.
Το επόμενο πρωί όμως καθώς έμπαινε στην κοινότητα και πέρασε μπροστά απ΄την προτομή κάτι του φάνηκε παράταιρο, κάτι δεν του κολλούσε. Μπήκε μέσα στην κοινότητα και ξαναβγήκε για να παρατηρήσει καλύτερα. Στάθηκε μπροστά στην προτομή και τη μελετούσε στο φως του ηλίου. Τα σγουρά μαλλιά, το μέτωπο, οι κόχες των ματιών, η ίσια και περήφανη μύτη. Και τότε το είδε. Διαπίστωσε ότι το πάνω χείλος της μορφής ανασηκωνόταν κάπως ειρωνικά και ότι η μορφή κατέληγε να έχει ένα ύφος μάγκικο και περιπαιχτικό. Ταράχτηκε. Έσκυψε να δει καλύτερα μήπως του φάνηκε. Αλλά όχι, από κοντά τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Ο ήρωας είχε ένα ύφος ειρωνείας σα να κοίταζε αφ΄υψηλού τους περαστικούς. Δεν είχε καθόλου μα καθόλου αυτήν την ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα που απαιτείται να έχουν οι ήρωες. Αντίθετα τούτος εδώ έμοιαζε να χλευάζει τους περαστικούς. Φώναξε έξω και τον γραμματικό να δει το άγαλμα και εκείνος και να πει τη γνώμη του. Αυτός ανίδεος και βαριεστημένος καθώς ήταν, δεν παρατήρησε καμιά απολύτως διαφορά απ΄τη μέρα των αποκαλυπτηρίων, μόνο σκέφτηκε πως ο πρόεδρος είχε αρχίσει να τα χάνει. Δίπλωσε κάτω απ΄τη μασχάλη του τα άδεια χαρτιά που θα γέμιζαν εν συνεχεία παράπονα και ξαναμπήκε μέσα. Τον περίμενε ακόμη μια δύσκολη μέρα.
Την επομένη ο πρόεδρος ήρθε στην κοινότητα αλλά έφυγε πριν το μεσημέρι, τη μεθεπόμενη δεν ήρθε καθόλου. Η γυναίκα του ειδοποίησε τον γραμματικό πως ανέβασε πυρετό και θα μείνει στο κρεβάτι κάνα δυο μέρες. Απ΄τη στεναχώρια του δεν ήθελε να δει ούτε ν΄ακούσει κανέναν. Παρέμεινε σε κλινήρη κατάσταση κάμποσες μέρες και όταν σηκώθηκε, είχε πάρει πλέον τις αποφάσεις του.
Ρώτησε κι έμαθε για έναν άλλο καλλιτέχνη που δούλευε το μάρμαρο σε ακόμη πιο μακρινό χωριό. Αυτός πρέπει να ήταν πραγματικός καλλιτέχνης γιατί έτσι έλεγαν όσοι τον ήξεραν και στο χωριό του τον φώναζαν «Φειδία» ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Φαίδωνας. Του τηλεφώνησε αρκετές φορές γιατί δεν ήταν και εύκολο πράγμα να συνομιλήσει κανείς με τον Φειδία. Έμαθε πως είχε τύχει να κλειστεί και για μέρες στο εργαστήρι του για να τελειώσει κάποιο έργο και έβγαινε μόνο όταν δεν άντεχε πια άλλο την πείνα. Του τηλεφώνησε, λοιπόν, και τον θερμοπαρακάλεσε ν’ αναλάβει να κάνει την προτομή και επιπλέον τον κάλεσε να έρθει στην κοινότητα να τα πούνε κι από κοντά. Τότε του έδωσε τη φωτογραφία του ήρωα, του είπε και την ιστορία του Ναύτη μέσες άκρες, μετά τον έβγαλε έξω να δει αυτή την άθλια προτομή που είχε φιλοτεχνήσει ο προκάτοχός του και του έδωσε σαφή εντολή να μην τολμήσει να παρουσιάσει κάτι ανάλογο, να είναι πολύ προσεκτικός.
Ο Φειδίας δεν ενδιαφέρθηκε καν να κοιτάξει τη φωτογραφία του τιμώμενου ήρωα, τη δίπλωσε και την έχωσε με βιαστικές κινήσεις στη τσέπη του. Είπε πως αυτό που έχει σημασία είναι να έρθει ψυχικά κοντά ο καλλιτέχνης με το πρόσωπο που θα δημιουργήσει και εξακολούθησε να κάνει ένα σωρό ερωτήσεις για τη ζωή του Στρατή του Ναύτη, ας πούμε αν είχε οικογένεια,τι πολιτικών πεποιθήσεων ήταν, τι χαρακτήρας ήταν, αν είχε κάποιο χόμπι, αν ήταν φλύαρος ή λιγομίλητος άνδρας, αν είχε ερωτευτεί κάποια εξωτική χορεύτρια, αν είχε κατοικίδια ή κάποιο εξώγαμο παιδί και ούτω καθεξής. Ο πρόεδρος του είπε όσα τυχόν ήξερε και η συμφωνία έκλεισε αφότου ρυθμίστηκε το υπέρογκο ποσό της αμοιβής, το οποίο ο πρόεδρος θα παραχωρούσε ευχαρίστως στον πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη που είχε απέναντί του, αρκεί να απαλλαγεί από την τραγική φιγούρα που κοσμούσε προς ώρας την είσοδο της κοινότητος. Ο καλλιτέχνης απ΄την άλλη έπρεπε δυστυχώς που και που να ασχολείται και με πεζά θέματα της δουλειάς του, όπως την οικονομική αμοιβή για την απόλυτη τέχνη που παρείχε. Το θέμα κανονίστηκε, λοιπόν, το δίχως άλλο. Έμελλε μόνο να βρεθεί μια καλή δικαιολογία για την αντικατάσταση του αγάλματος και τα αντίστοιχα έξοδα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γραμματικός πήρε είδηση τον πρόεδρο που μιλούσε στο τηλέφωνο και μάλιστα άκουσε και πολλά από εκείνα που δεν έπρεπε. Και φυσικά είχε δει και τον γλύπτη που ήρθε στην κοινότητα και κρυφάκουσε την κουβέντα τους. Δε χρειάστηκε ασφαλώς πολύ για να καταλάβει τι πήγαινε να σκαρώσει ο πρόεδρος. Ο οποίος τα είχε σκεφτεί όλα αυτά και διόλου δεν ανησύχησε για τον γραμματικό. Είχε καταλήξει πως η καλύτερη λύση είναι να τον κάνει συνένοχο. Προσπαθούσε να τον μπλέξει όσο πιο πολύ γινόταν, για να μην μπορεί να μιλήσει γιατί ήξερε πως ήταν μαρτυριάρης. Πάνω σ΄αυτή τη βάση εμπνεύστηκε και το ανάλογο σχέδιο. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερο να συμβεί ένα ατύχημα στην υπάρχουσα προτομή. Ας πούμε κάποιος χωριανός που για κάποιο λόγο εξαγριώθηκε κι έσπασε με βαριοπούλα το άγαλμα, θα ήταν ό,τι πρέπει για να εξαφανίσει το άθλιο άγαλμα και δημιουργήσει επιπλέον την ανάγκη αντικατάστασής του. Την επόμενη μέρα οι χωριανοί θα αντίκριζαν ένα βάρβαρο θλιβερό θέαμα,θα αναθεμάτιζαν τον υπεύθυνο αυτής της οικτρής πράξης,θα έπεφταν εδώ κι εκεί οι υποψίες- πάντως όχι στον πρόεδρο και τον γραμματικό-. Ο γραμματικός επίσης άνετα θα μπορούσε εκεί στα καφενεία που σύχναζε, να δημιουργήσει υπόνοιες για κάποια βολικά πρόσωπα του χωριού, τα οποία ήταν αυτό που λέμε «συνήθεις ύποπτοι». Και κάτω απ΄την οργή του λαού, θα αποφάσιζε το συμβούλιο να δώσει αυτό το υπέρογκο ποσό στο καλλιτέχνη που θα τους υποδείκνυε ο πρόεδρος.
Έτσι, και έγινε. Ο γραμματικός κατόπιν διαταγής του προέδρου και υποχρεωμένος σαν υφιστάμενος να πράξει ανάλογα, έσπασε την προτομή καταφέροντάς της αρχικά δυο μοιραία θανατηφόρα χτυπήματα στον κρόταφο,έπειτα κινήθηκε στον αυχένα έτσι που το ειρωνικό χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της προτομής. Τα χτυπήματα αυτά ήταν αρκετά να καταστραφεί ολοσχερώς η προτομή ώστε να μην επιδέχεται επιδιόρθωση. Ο πρόεδρος τον παρακολουθούσε από απόσταση ασφαλείας με ανακούφιση. Πολύ σύντομα θα είχαν στην περίοπτη θέση μπροστά στην κοινότητα το σωστό άγαλμα του ήρωά τους.
Τα γεγονότα ακολούθησαν, όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει ο πρόεδρος: Η οργή του κόσμου, η οργή του συμβουλίου, οι αλληλοκατηγορίες, οι συκοφαντίες του γραμματικού, η υποκριτική θλίψη και οδύνη του προέδρου για το έργο- στολίδι του χωριού. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε καν προσπάθεια να πείσει το συμβούλιο για νέα προτομή. Ήταν τόσο μεγάλος ο θυμός για την αναίτια πράξη που ήταν ικανοί να πληρώσουν κι απ΄τη τσέπη τους, για να νικήσουν το θράσος αυτού του άγνωστου αλιτήριου που διέλυσε την ακριβοπληρωμένη προτομή.
Ο καιρός κύλησε και η μέρα των νέων αποκαλυπτηρίων έφτασε. Όλα είχαν μελετηθεί ξανά με προσοχή: οι θέσεις των επισήμων, οι λόγοι που θα εκφωνούνταν απ΄τον πρόεδρο και τον δάσκαλο, τα ποιήματα που θα έλεγαν τα παιδιά του Δημοτικού, τα κεράσματα για τον κόσμο, ο φωτογράφος που θα τραβούσε το πλήθος και μια αναμνηστική φωτογραφία τον πρόεδρο δίπλα στην προτομή.
Η ώρα πλησίαζε, τα ποιήματα και τα λόγια λιγόστευαν. Τελευταίος ζήτησε και πήρε τον λόγο ο καλλιτέχνης Φειδίας. Συγκινημένος διηγήθηκε εν ολίγοις την συγκλονιστική πορεία προς την ολοκλήρωση του κομψοτεχνήματος που εντός ολίγων λεπτών θα αποχωρίζονταν δια παντός και θα παρέδιδε στην αιωνιότητα. Ο κόσμος τον χειροκρότησε ανυπόμονα και παρατεταμένα για να πάψει επιτέλους τις φλυαρίες του και να τραβηχτεί το προστατευτικό κάλυμμα που έκρυβε το κομψοτέχνημα.
Έτσι κι έγινε. Ο γραμματικός τράβηξε αργά αργά το ύφασμα και σιγά σιγά εμφανίστηκε μπροστά τους ένα υπέροχο μαρμάρινο καράβι με τα ιστία του. Στο πλάι ήταν χαραγμένο το όνομα του πλοίου, «Στρατής Ο Ναύτης». Για δυο τρία λεπτά επικράτησε απόλυτη ησυχία. Ύστερα, ακούστηκε ένα ανόρεχτο χειροκρότημα. Ο Φειδίας έβγαλε ένα μαντήλι απ΄το πέτο του και σκούπισε ένα δάκρυ συγκίνησης που κύλησε ορμητικά στο μάγουλό του. Αντίκρυ του ο γραμματικός έμεινε να κοιτάζει το καράβι σα χάνος και παραδίπλα ο πρόεδρος ήταν έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος. Στηρίχτηκε πάνω στη γυναίκα του για να μην πέσει μέχρι να βγουν οι φωτογραφίες και να τελειώσει η γιορτή.
Την επόμενη μέρα καθώς και την μεθεπόμενη ο πρόεδρος δεν πήγε στην κοινότητα. Είχε ανεβάσει πυρετό που κράτησε τελικά πολλές μέρες. Μες το παραμιλητό του έβριζε με φοβερές κουβέντες τον Φειδία. Μετά από μια εβδομάδα και καθώς ο πρόεδρος ήταν ακόμη σε κλινήρη κατάσταση, τον επισκέφτηκε ο γραμματικός μ΄ένα κουτί σοκολατάκια και ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα. Είπαν δυο τρεις τυπικές κουβέντες στην αρχή. Ύστερα ο πρόεδρος ρώτησε τα νέα της κοινότητας. Ο γραμματικός δε μίλησε. Είπε μόνο πως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Έκατσε κανένα μισάωρο κι έφυγε.
Όταν βγήκε έξω πήρε σκεπτικός τον δρόμο για το σπίτι του. Μες τη τσέπη του πανωφοριού του φούσκωνε ένα πάκο χαρτιά με καταγγελίες εναντίον του προέδρου που δε μεριμνά επαρκώς για τα τοπικά προβλήματα, τις οποίες καταγγελίες δεν βρήκε το κουράγιο να του εκθέσει προς το παρόν έτσι καταβεβλημένο που τον είδε. Αυτό που σίγουρα δε σκόπευε εξαρχής να του πει όμως ήταν πως μια μέρα είδε μες το μαρμάρινο κατάστρωμα του «Στρατή Του Ναύτη» ένα περιτύλιγμα σοκολάτας και ένα άδειο πακέτο από γαριδάκια, τα οποία μάζεψε και απομάκρυνε ο ίδιος με αποτροπιασμό. Αμέσως του΄ρθε στο μυαλό αυτό το «άμουσαι» που ΄λεγε ο πρόεδρος. Χαμογέλασε ασυναίσθητα και χάιδεψε το ξυρισμένο του σαγόνι. Αύριο τον περίμενε άλλη μια δύσκολη μέρα.
Η Μαίρη Μαργαρίτη κατάγεται από τον Σκουτάρο Λέσβου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ασχολείται με τη διδασκαλία μαθημάτων Λυκείου. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικά έργα καθώς σε λογοτεχνικές σελίδες στο διαδίκτυο.
Η στήλη του Lesvosnews.net "Λόγια ... της Λέσβου" είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net