Στη μάνα
Ποτέ δεν μ’ άφησε να δω το πρόσωπό του. Παρά μόνο μου επέτρεπε να τον ακούω. Και το έκανα πιστά. Συχνά αναρωτιόμουν, κι ένα ειρωνικό χαμόγελο διαγράφονταν στα χείλη μου, αν ήταν ο Θεός ή ήταν ο διάβολος. Ίσως να ήταν ένας αγύρτης ή πάλι να ήταν ένας σοφός απ’ αυτούς που έχουν περάσει σ’ ένα άλλο επίπεδο πολύ πάνω από το ανθρώπινο. Ή μπορούσε να ήταν ένας μάγος. Δεν μ’ ένοιαζε ό, τι και να ήταν. Σημασία είχε ότι είχα δοθεί ψυχή και σώμα στα δικά του λόγια.
«Υπό έναν όρο». Έτσι μου έλεγε, τις τελευταίες ημέρες που τον επισκεπτόμουν, σε αυστηρό ύφος. Περίεργο. Μου φαινόταν περίεργο μετά από τόσες κουβέντες που ανταλλάξαμε οι δυο μας αλλά το μυαλό μου ήταν προσηλωμένο στον δικό μου στόχο. «Υπό έναν όρο». Τελικά οι όροι του ήταν περισσότεροι από έναν. Κάθε μέρα κι ένας ακόμα. Τους δέχτηκα όλους αφού δεν είχα άλλη επιλογή. Θα έχανα πολλά. Το ήξερα. Θα έχανα ό, τι είχα από τον εαυτό αλλά δεν με ένοιαζε. Και ως αντάλλαγμα αυτός θα με οδηγούσε στη μάνα μου. Αυτό μου αρκούσε. Μου αρκούσε που θα την έβλεπα έστω για λίγο. Κι αυτή τη στιγμή που θα ήμουν ξανά μαζί της θα την ταρίχευα, θα μπορούσα να την κρατήσω ζωντανή για να μείνει για πάντα μέσα μου. Θα μιλούσα μαζί της, θα μπορούσα να την αγγίξω ξανά, θα μπορούσε να με κρατήσει από το χέρι, θα μπορούσα να την σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου. Θα της έλεγα ότι την αγαπώ και θα με άκουγε. Θα άκουγα τη φωνή της. Θα γινόμουν ένας άλλος Φάουστ, ένας άλλος Ντόριαν, ένα ακόμα πειθήνιο όργανό του. Ούτε αυτό με πείραζε. Άλλωστε αυτή ήταν η συμφωνία μας.
Σταδιακά έπαψα να τον φοβάμαι. Ο φόβος έγινε πια λαχτάρα και ένα ανυπέρβλητο πάθος για εκείνη. Κι ήταν το ίδιο πάθος που ένοιωθα από παιδί να τρέξω κοντά της, να την χαϊδέψω, να της πω ότι την αγαπώ τόσο πολύ. Κι αυτή θα με φιλούσε, θα μου χαμογελούσε, θα με φώναζε «γιε μου» και όλα μέσα μου θα γαλήνευαν. Όπως τότε.
Ήταν Μάης. Ένας γλυκός άνεμος ανακατεμένος με τις μυρωδιές εκείνης της άνοιξης μπαινόβγαινε στα ρουθούνια μου. Κάνει τα δικά του γνωστά τερτίπια. Παίζει με τα φύλλα των δέντρων, τρυπώνει στα σπίτια, σκορπά αφιλοκερδώς μαγιάτικα αρώματα. Είχε ξημερώσει η Κυριακή η γιορτή της μητέρας όταν έφτασα στο σπίτι του. Επιβλητικό. Ένας ξύλινος πύργος από τους πολλούς που υπήρχαν στην πόλη. Κρατούσα τριαντάφυλλα πολλά τριαντάφυλλα τα πιο αρωματικά για να τα προσφέρω στη μάνα μου σήμερα που θα τη συναντούσα. Μου έπιασε το χέρι και με οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο στο υπόγειο του σπιτιού που όπως μου έλεγε εκεί σταματούσε η ζωή και ξεκινούσε κάτι καινούριο. Δεν τον ρώτησα κάτι παραπάνω να μου εξηγήσει, δεν μ’ ένοιαζε το άγνωστο. Έτρεμα από το κρύο και από την αγωνία και ήταν αυτή η παγερή μυρωδιά μιας πρωτόγνωρης υγρασίας που ένοιωθα να μου τρυπά τα σωθικά. Όσο πλησίαζε η στιγμή που θα συναντούσα τη μάνα μου το κλάμα μου γίνονταν ολοένα και πιο γοερό. Μ’ ένα νεύμα μου έδειξε κάποια σκαλοπάτια που υπήρχαν στο κέντρο του δωματίου. Μου φάνηκε παράξενο. Δωμάτιο με σκαλοπάτια; Αναρωτήθηκα. Στάθηκα στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο. Από κάπου πολύ χαμηλά άκουγα ήχους. Θέλω να τους φτάσω. Στ’ αυτιά μου έφταναν κάποιοι ακαθόριστοι ήχοι που έμοιαζαν σαν μελωδίες που τα ερμήνευαν ψιθυριστά γυναικείες φωνές. Παλιά τραγούδια που της άρεσαν. Ανατολίτικα. Βαριά ρεμπέτικα τραγούδια. Όσο κατέβαινα τα σκαλοπάτια μια όμορφη και πρωτόγνωρη οσμή γίνεται όλο και πιο έντονη. Το σώμα μου νοιώθω ότι αρχίζει να γαληνεύει. Δεν κρυώνω, δεν φοβάμαι. Πλησιάζω. Τώρα πια δεν είναι σκοτεινά. Είμαι σ’ έναν άλλο κόσμο πολύ μακρινό από αυτόν της ζωής. Το νοιώθω. Βλέπω χρώματα, πολλά χρώματα σαν κι αυτά που έχουν τα τριαντάφυλλα που κρατώ, και οι εικόνες στο βάθος γίνονται όλο και πιο ζωηρές όσο πλησιάζω. Βαδίζω αργά πάνω στο χώμα. Κοιτώ πίσω μου και παρατηρώ ότι τα πέλματά μου παραδόξως δεν αφήνουν ίχνη. Όλα πια είναι τόσο φωτεινά και όμορφα. Από δίπλα μου περνάνε γρήγορα όλες οι στιγμές που έζησα μαζί της. Τις βλέπω καθαρά, τις θυμάμαι όλες. Με κάποιες γελάω, με κάποιες άλλες μετανιώνω πικρά. Την αισθάνομαι κοντά μου, πολύ κοντά μου τόσο πολύ που δεν θ’ αργήσει να με φωνάξει, δεν θα αργήσει να με αγγίξει. Σταματώ τις στιγμές, διορθώνω όλα τα λάθη που έκανα. Από την αρχή, μία-μία. Φτάνω στο τέλος. Έχει γεράσει κι εγώ μεγάλωσα.
Γυρνώ πίσω τις στιγμές μας. Είναι νέα, όμορφη και μου χαμογελά. Μπαίνω στον δικό της κόσμο. Ναι, είναι δίπλα μου. Μπορώ να την πλησιάσω. Βάζω το πρόσωπό μου πολύ κοντά στο δικό της. Νοιώθω την ανάσα της. Είναι ζωντανή. Είναι ζεστή, δεν είναι παγωμένη. Αναπνέει. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα μα το στόμα μου έχει στεγνώσει. Θέλω να δω τα μάτια της. Να δω το άσπρο των ματιών της και όχι αυτό το κιτρινισμένο που είχε τον τελευταίο καιρό. Θέλω να αφουγκραστώ την καρδιά της πάλι να χτυπά. Δακρύζω. Ακουμπώ τα τριαντάφυλλα δίπλα της και προσπαθεί να μυρίσει το άρωμά τους. Είναι η μάνα μου. Επιτέλους την βλέπω και μπορεί να με δει. Μιλάω μαζί της. Είναι η φωνή της, δεν κάνω λάθος. Η πρώτη σκέψη που κάνω είναι πως κέρδισα τον θάνατο. Ολοκληρωτικά. Δεν με νοιάζουν πια οι συμφωνίες που έκανα μ’ αυτόν, δεν με νοιάζει πια τίποτα. Ας τα χάσω τώρα όλα. Χαϊδεύω τα μαλλιά της, χαϊδεύω το πρόσωπό της. Δεν θέλω να επιστέψω, θέλω να μείνω δίπλα της για πάντα. Δεν μπορώ.
Ένα χέρι μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Με χαϊδεύει απαλά και σιγοψιθυρίζει ένα όμορφο τραγούδι.
Θα σ’ αγαπώ
Χίλιες φορές θα σ’ αγαπώ.
Ο θάνατος δεν φτάνει να χωρίσει
την μάνα από τον γιο.
Κι εγώ σ’ αγαπώ ΜΗΤΕΡΑ.
------
* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρέτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987 έως το 2015. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του : "Σεργιάνι στη ζωή" , "Τελευταία Φορά" , "Ζωή από τον θάνατο" ,"Κόκκινα Φεγγάρια" και "Άλικες Ζωές"