GO BACK… Μυτιλήνη. Παραμονή Χριστουγέννων.
γράφει ο Κώστας Βελούτσος *
Ξημερώνει. Από το παράθυρο του σπιτιού παρατηρώ τα χρώματα του λεσβιακού ορίζοντα μέχρι τα βάθη του πελάγους, ως εκεί που φτάνει η ματιά μου. Η θάλασσα ουρλιάζει, λυσσομανά. Ακούω τον ήχο της. Στα ρουθούνια μου φτάνουν οι μυρωδιές του μελιού και της κανέλας που θαρρώ ότι αναδύονται από κάθε γωνιά του σπιτιού.
Από τα μεγάφωνα που έχουν στηθεί πάνω στους πυλώνες του φωτισμού ακούω τον ήχο μιας χριστουγεννιάτικης μελωδίας και προσπαθώ να θυμηθώ την επόμενη στροφή του τραγουδιού. Μάταια όμως. Το μυαλό μου είναι αλλού, σ’ άλλα τραγούδια σαν κι αυτά που είπαν μια χριστουγεννιάτικη παραμονή οι δικοί μας πρόγονοι. Βλέπω τα λαμπάκια που αγκάλιασαν πια απ’ άκρη σ’ άκρη την πόλη, τα ακολουθεί η ματιά μου που τρέχουν, που παίζουν, τα βλέπω ν’ αναβοσβήνουν και είναι αυτά που προς στιγμήν αποσπούν τον προσοχή μου για να μου θυμίσουν ότι σήμερα είναι μια ακόμη χριστουγεννιάτικη παραμονή.
Στ’ αυτιά μου φτάνουν κάποια λόγια που είχα ακούσει καιρό πριν για μια παραμονή των Χριστουγέννων τότε που δεν είχε στολιστεί η πόλη, τότε που δεν υπήρχαν λαμπάκια τότε που δεν υπήρχαν μουσικές, οι μυρωδιές της κανέλας και του μελιού σπάνιζαν και το χειρότερο δεν ακούγονταν τα κάλαντα. Εκείνη την ημέρα όμως υπήρχαν φωνές. Δυνατές φωνές, φωνές αντίστασης, υπήρχαν ουρλιαχτά που στάθηκαν ικανά για να ακουστούν ως την άλλη άκρη του κόσμου.
Ήταν οι πρωινές ώρες μιας χριστουγεννιάτικης παραμονής. Μια από τις τελευταίες αυγές της ζωής της, και εγώ πιστός το καθήκον μου, επισκέφτηκα τη γιαγιά Ελένη για τις δώσω τις απαραίτητες ευχές.
Κούρνιαζε στο κρεβάτι της και το πρόσωπό της έλαμψε όταν με είδε. «Σε περίμενα. Ήξερα ότι θα περνούσες». Γέλασε κάτι που μ’ έκανε να χαμογελάσω. Τα χείλη της ήταν σκούρα σαν τα μάτια της. Έπιασα το χέρι της και ένοιωσα τη ζεστασιά που είχε η ψυχή της. Εκείνη μ’ έσφιγγε τόσο δυνατά που οι γέρικες φλέβες στα χέρια της μελάνιασαν για να πεταχτούν τσιτώνοντας το μαλακό δέρμα και να σταθούν έτσι ατίθασες, όσο μου μιλούσε.
Δεν θέλω να μου πεις ευχές, δεν θέλω να ακούσω τίποτα, άρχισε να μου λέει. Σήμερα θέλω να σου πω εγώ μια ευχή. Να μην ξεχάσεις. Να μην ξεχάσεις ποτέ τα λόγια που άκουσες. Αυτά να έχεις πάντα μέσα στο μυαλό σου, αυτά να γίνουν οι φωτεινοί σου φάροι.
Κάθε χρόνο με γεμίζει μια πρωτόγνωρη περηφάνια η σημερινή ημέρα. Η παραμονή των Χριστουγέννων. Είμαι περήφανη για μας. Για το νησί μου, για τη Λέσβο. Κάθε φορά, κάθε τέτοια μέρα ξυπνώ από τα χαράματα και η ματιά μου φτάνει ως την άλλη άκρη της Μυτιλήνης, μέχρι τα μπλόκια στο λιμάνι μα η ματιά του νου και της ψυχής μου γεμίζει με ασπρόμαυρες εικόνες σαν κι αυτές που έζησα τότε. Τον Δεκέμβρη του 1944. Θέλεις να σου πω μια ιστορία, μια αληθινή ιστορία που συνέβη πολλά χρόνια πριν; Μια Χριστουγεννιάτικη παραμονή…
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και πρόθυμος άκουγα τα λόγια της.
Όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβρη του 1944. Τότε ήμουν παιδί, κορίτσι. Η Αθήνα πέρασε στα Εγγλέζικα χέρια αφού ο ΕΛΑΣ έχασε όλες τις μάχες με τους Άγγλους. Στο νησί μας όμως στη Λέσβο η αριστερά διατήρησε τις δυνάμεις της αφού αντισταθήκαμε σθεναρά στους Άγγλους ιμπεριαλιστές. Αρνηθήκαμε να παραδοθούμε, μ’ άκουσες, αρνήθηκε όλο το νησί να υπακούσει στον Παπανδρέου και τον Σκόμπι.
Εκείνη την ημέρα από τα χωνιά που υπήρχαν μέσα στην πόλη δεν έπαιζαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια, η Μυτιλήνη ήταν αστόλιστη, λιτή αφού το μυαλό και η λογική μας ήταν να σωθούμε αλλά και να σώσουμε το νησί. Από το πρωί μας καλούσαν οι φωνές των Λέσβιων αγωνιστών του Παναγιώτη Γώγου και του Παναγιώτη Κεμερλή να συγκεντρωθούμε στο λιμάνι της πόλης για να αποκρούσουμε τον Εγγλέζικο στόλο που ήταν πια κοντά μας.
Αυτό κάναμε. Άμεσα ανταποκριθήκαμε και εν ριπή οφθαλμού η Μυτιλήνη γέμισε με κόσμο. Απ’ όλα τα χωριά κατέβηκαν. Από την Αγιάσο, από το Πλωμάρι, από τη Γέρα, από παντού… Όλο το νησί ήταν πια στη Μυτιλήνη, ο ξεσηκωμός ήταν πια γενικός. Αψηφήσαμε το κρύο, το χιόνι, δεν μας ένοιαζε αν θα χάναμε τις ζωές μας θέλαμε να είμαστε λεύτεροι. Αυτό θέλαμε μ’ ακούς. Το σύνθημα «Θάνατος στο φασισμό, λευτεριά στο λαό» δονούσε απ’ άκρη σ’ άκρη την πόλη.
Στη βόρεια πλευρά της εισόδου του λιμανιού στήθηκαν οδοφράγματα για να εμποδίσουν την πρόσβαση του εχθρού στις γειτονιές της Μυτιλήνης και δεκάδες λέσβιοι πατριώτες ήταν οπλισμένοι για κάθε ενδεχόμενο. Τα γυναικόπαιδα κρατούσαν στα χέρια τους ξύλα και τσεκούρια και έλεγαν τραγούδια αντάρτικα γα να τονώσουν το ηθικό. Τότε ήταν που όλο το πλήθος, όλοι όσοι ήμασταν συγκεντρωμένοι βροντοφωνάξαμε το ξακουστό Go back. Ήμασταν πια νικητές, σώσαμε το νησί, σώθηκε η Λέσβος.
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων. Δεκέμβρης 1944. Ήταν Κυριακή, η πιο όμορφη Κυριακή της ζωής μου.
Το χέρι της ξαφνικά χαλάρωσε μα οι φλέβες παρατήρησα πως στέκονταν αγέρωχες και περήφανες όπως ήταν και στη ζωή της η Ελένη. Η αγωνίστρια Ελένη που ήθελε με πείσμα να είναι λεύτερη, λεύτερη σαν τη Λέσβο δυο χρόνια μετά απ’ αυτή την παραμονή έπαψε να υπάρχει. Υπάρχει όμως η ιστορία, υπάρχουν ακόμα τα λόγια για να θυμίζουν…
-----------------
* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρέτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987 έως το 2015. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του : "Σεργιάνι στη ζωή" , "Τελευταία Φορά" , "Ζωή από τον θάνατο" ,"Κόκκινα Φεγγάρια" και πρόσφατα "Άλικες Ζωές"
Η στήλη του Lesvosnews.net "Λόγια ... της Λέσβου" είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.ne