Τζώρτζια Ρασβίτσου: Μαδώντας τη μαργαρίτα της παιδικής μνήμης
Οι αναγνώστες της «Αυγής» γνωρίζουν την Τζώρτζια Ρασβίτσου. Από τα σύντομα άρθρα που μας έχει χαρίσει κατά περιόδους, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που χιλιάδες άνθρωποι αναζήτησαν στις ελληνικές ακτές τη σωτηρία της ζωής της δικής τους και της οικογένειάς τους. Πολλοί από αυτούς δεν έφτασαν ούτε καν ως ονοματεπώνυμα στην ευρωπαϊκή «κιβωτό».
Η συμβολαιογράφος της Λέσβου έγινε σχεδόν τακτική συνεργάτιδα της «Αυγής», κυρίως για να ενημερώνει, να σχολιάζει, να μεταδίδει σ' εμάς την εμπειρία και τις αγωνίες των ευαίσθητων ανθρώπων που ενεργοποιήθηκαν από την πρώτη στιγμή και δεν έχουν πάψει να αγωνίζονται, να προσωποποιούν την αλληλεγγύη στο νησί με τις μεγαλύτερες πιο πολυπληθείς αφίξεις των απελπισμένων. Όχι από θέση καμιάς θεσμικής ευθύνης, αλλά με την καρδιά και την ανθρωπιά που δεν τους αφήνει να είναι παρατηρητές. Και φυσικά με προσωπική δαπάνη και κοινωνικό κόστος. Διότι υπάρχουν πάντα ορισμένοι κύκλοι και ένα μέρος της κοινωνίας που αντιδρά με βάση τα φοβικά αντανακλαστικά του ή με ακόμη λιγότερο αθώα κίνητρα. Και δεν είναι καθόλου ακίνδυνο.
Γνωρίζουμε λοιπόν ως αναγνώστες της «Αυγής» και κάποιων ηλεκτρονικών μέσων, όπως το «Κουτί της Πανδώρας» και το Lesvosnews.net, το κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα της ευαισθησίας της Τζ. Ρασβίτσου. Τώρα τα Χριστούγεννα παίρνουμε μια πρώτη γεύση έντυπη από μια πιο προσωπική και παιδική πτυχή της ευαισθησίας της. Το αφήγημα «Μαργαρίτα - Γης Μαδιάμ» δεν είναι καθόλου άσχετο με εκείνη την ψυχική ορμή που έχουν τα κοινωνικοπολιτικά σχόλια της Τζώρτζιας. Αυτό που λέμε συχνά «πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία» ισχύει εδώ πανηγυρικά.
Η πεντάχρονη Μαργαρίτα, μικρούλα στην ηλικία, μα με ανεπτυγμένη αίσθηση των ενήλικων πραγμάτων, περιγράφει με την οπτική της τα χρόνια που μεγαλώνει, κατά το τελευταίο μισό της επτάχρονης δικτατορίας, στη Μυτιλήνη. Στη Μυτιλήνη όπου, παρά τα αστικά και αρχοντικά πολιτισμικά της γνωρίσματα, δεν παύει να είναι μέσα στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών μια ελληνική επαρχία - όπως άλλωστε και η πρωτεύουσα Αθήνα. Μια θρησκευόμενη γιαγιά με δικαστηριακά χόμπι. Σήμερα θα ήταν σίγουρα επίτιμο μέλος στα τηλεοπτικά θεωρεία των δραματικών εξομολογήσεων. Τότε είχε δεσπόζοντα ρόλο παιδαγωγικό και όχι μόνο απέναντι στην εγγονή. Παπάδες, μεσολαβητές αζημίωτοι, χωροφύλακες, παιδοψυχίατροι, οραματιστές και δάσκαλοι. Παππούδες και γιαγιάδες ξεριζωμένοι από τις μεγαλουπόλεις της προοδευμένης διασποράς. Γονείς με αποκλίνοντα όνειρα ανικανοποίητοι. Οι παραλογισμοί του καθωσπρεπισμού και κάπου, περαστικός σαν φάντασμα της νιότης, ο Σίμος ο υπαρξιστής.
Οι πρώτες εικόνες του διαφορετικού, του εξόριστου, του πρόσφυγα, του ζητιάνου. Μια ματιά στα αδιέξοδα της εποχής με το κριτικό και αποδομητικό βλέμμα της μικρής, αυθόρμητης Μαργαρίτας με τα κοτσιδάκια - κεραίες. Αυτή η ανήλικη συναισθηματική νοημοσύνη μπορεί ενδεχομένως να μην μπορεί να συγκολλήσει τον θρυμματισμένο κόσμο από επάλληλα ερωτήματα που χάσκουν και κόβουν. Όμως βρίσκει κάποια χνούδια, κάποια νήματα εξηγήσεων γι' αυτή την πατρίδα. Και τα μαδά. Σαν μαργαρίτα που «ξέρει» αν μας αγαπά αυτή η πατρίδα.