Skip to main content
|

«Τότε που ζούσαμε» του Ασημάκη Πανσέληνου

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

 «Τότε που ζούσαμε» του Ασημάκη Πανσέληνου, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (Πρώτη έκδοση: Κέδρος 1974, Νέα έκδοση: Μεταίχμιο 2014)

Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή

«Στο νησί που γεννήθηκα οι άνθρωποι (δηλαδή οι πλούσιοι) θα μπορούσανε να θαυμάσουνε περισσότερο τον Σάντσο Πάντσα παρά τον Δον Κιχώτη. Ήταν τότε όλοι τους πραχτικοί και τεμπέληδες νοικοκυραίοι, τοκογλύφοι από την Αίγυπτο και έμποροι λαδάδες χωρίς μεγάλους ορίζοντες. Την άσκοπη θυσία τη θεωρούν κουταμάρα. Οι φτωχοί πάλε, αυτούς ποιος τους λογαριάζει; […] Ωστόσο η Λέσβος είναι πάντα ωραία. Είναι ένα κομμάτι από την ουσία του ουρανού και της θάλασσας που κρυστάλλωσε κι έγινε γης» (σσ.13-14).

Έτσι αρχίζει το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984), το οποίο ο σπουδαίος λογοτέχνης, αντιστασιακός και βουλευτής Λέσβου με την ΕΛΔ (Σβώλου-Τσιριμώκου) έγραψε στη διάρκεια της χούντας κι αποτελεί συνάμα πράξη αντίστασης και απολογία της γενιάς του: «Εφόσο, αλήθεια, δεν επικρατούν ακόμα οι ιδέες σου, μπορείς να είσαι αισιόδοξος. Δεν ήρθε η ώρα τους, λες. Όταν όμως επικρατήσουν και σου φαίνονται αγνώριστες, είναι κι αυτό, αλήθεια, ένας θάνατος. Εμένα αυτά δε με σκιάζουν γιατί το μυαλό μου είναι καμωμένο να μην μπορεί να νοήσει τον άνθρωπο, παρά με απόλυτη δικαιοσύνη και λευτεριά. […] Η γενιά μας αναμετρήθηκε σύσσωμη με τον θάνατο, ήπιε σταλιά σταλιά το φαρμάκι του, μα υπήρξε προνομιούχα. Έζησε με ένταση κι ενθουσιασμό μια μια τις στιγμές ενός πολυτάραχου αιώνα και φεύγει τώρα πιστεύοντας πως έκανε κάτι, για να νιώσουν οι άνθρωποι σ’ όλες της γης τις γωνιές, πως η ανθρώπινη ιδιότητα καθαυτή είναι έννοια σύμφυτη με δικαιοσύνη και λευτεριά» (σελ.523).

Η αφήγηση αρχίζει με τον Ασημάκη Πανσέληνο στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, να μας περιγράφει γλαφυρά τη ζωή στο νησί την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, όταν οι Ρωμιοί ζούσαν ακόμη κάτω απ’ τον τουρκικό ζυγό κι έπρεπε να παίρνουν άδεια από τον πασά της Μυτιλήνης για τις δραστηριότητές τους, όπως η έκδοση μιας εφημερίδας: «“Γαζέτατζη, ντολαντιρτζή, κιρχανατζή, έπσι μπιρ”, είπε! Ήγουν, δημοσιογράφοι, απατεώνες, ρουφιάνοι, όλοι είναι ένα!» (σελ.31), με ιστορίες, μαρτυρίες και περιστατικά που δείχνουν τις διαφορές στη νοοτροπία και στον τρόπο ζωής: «Οι Τούρκοι ποτέ δεν πειράζουν τρελό. Τους θεωρούν πρόσωπα ιερά και τους παραστέκουν. Και μη δεν είναι ωριμότητα αυτή η υποψία, πως μες στη σκέψη του παλαβού μπορεί να υπάρχει κάποιου είδους αλήθεια; Παραλογισμός είναι η λογική του άλλου. Δυο τρελούς Τούρκους που είχαμε, τον Χαλεχούλε και τον Αλή Ουστά, κανένας Τούρκος, ποτέ, δεν τους πείραζε. Κι αν τους πειράξει Ρωμιός, τον βλέπουν με έσχατη περιφρόνηση. Είχαμε και από την αριστοκρατία πολλούς παλαβούς ή μισοπάλαβους, αλλά αυτούς δεν τους πειράζανε μηδέ οι Ρωμιοί· μάλλον τους θαύμαζαν» (σελ.27).

Κι όλα αυτά μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1912, όταν σήμαναν για τη Λέσβο οι καμπάνες της ελευθερίας. «Για να πούμε την αλήθεια, μεγάλη αντίθεση ανάμεσο Τούρκους και Μυτιληνιούς, στα χρόνια μάλιστα πριν από την ελληνική κατοχή, δεν υπήρχε. Δηλαδή δεν έφτανε ως εμάς τα παιδιά, όπως 30 χρόνια πιο ύστερα, νιώσανε και τα νήπια την αντίσταση της Αθήνας στον ναζισμό. […] Να ζεις με σκυμμένο κεφάλι, είναι κάτι, που, αν σου γουστάρει, κανείς δεν μπορεί να σου το απαγορέψει. Μα να ’χεις την αξίωση να προβάλεις στους άλλους σαν πρότυπο αυτή την αντίληψη, πάει πάρα πολύ. Γιατί η ελευθερία είναι προσδιοριστικός όρος της ιδιότητας του ανθρώπου, κι αυτή αξιολογεί τελικά όλες τις άλλες του αρετές – γι’ αυτό είναι και αδιαίρετη» (σσ.39-40). Κι έπειτα, απολαυστικές περιγραφές για τις διαφορές, πλέον, ανάμεσα στους Μυτιληνιούς και τους Έλληνες αξιωματούχους που άρχισαν να καταφθάνουν στο νησί μετά την απελευθέρωση, τους «παλιολλαδίτες», όπως για παράδειγμα η συνήθεια του χαμάμ. Αξιόλογος και ο σχετικός γλωσσικός πλούτος που μας παραδίδει ο Ασημάκης Πανσέληνος, λ.χ. ο χαρακτηρισμός «λουτροκοπανισμένος» (σελ.46), για να περιγράψει την έξοδο των φρεσκομπανιαρισμένων  από το λουτρό σε κατάσταση μισολιπόθυμη μετά τις περιποιήσεις των έμπειρων χαμαμτζούδων.

Η αφήγηση περνάει στα χρόνια του 1920, όταν «μπορούσε κανείς ακόμα να ονειρεύεται στην Ελλάδα χωρίς κίνδυνο και χωρίς κόπο» (σελ.63). Κι ύστερα, ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου, διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή με χιλιάδες πρόσφυγες στο νησί… το σημείωμά μας όμως θα τραβούσε σε μάκρος αν αναφερόμασταν σε κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά, αν και κάθε κεφάλαιο έχει πραγματικά ξεχωριστή αξία.

Με δυο λόγια, ο Ασημάκης Πανσέληνος παρουσιάζει με τρόπο εξαιρετικό ένα μεγάλο μέρος της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, σ’ ένα μεστό βιβλίο με πυκνά νοήματα, αυθεντική, πηγαία γλώσσα, απολαυστικές ιστορίες που σπαρταρούν από τη φρεσκάδα του ύφους και τις λεπταίσθητες αποχρώσεις των περιγραφών· σ’ ένα μεστό βιβλίο που ανατέμνει την ελληνική κοινωνία στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, καθώς και την ψυχολογία του Έλληνα – όμως όχι γενικώς και αορίστως, αλλά με βαθιά γνώση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Πρόκειται για ένα βιβλίο κλασικό, που αξίζει να διαβαστεί αργά και απολαυστικά, όχι μόνο ως αντίδοτο στην προχειρότητα και την ευτέλεια της σημερινής εποχής, αλλά και ως πηγή ικανοποίησης για την αρτιότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα έργο του λόγου.

 

Βρείτε το εδώ

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις