Skip to main content
|

«Στη σκιά του μαύρου ήλιου»

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'

Στο πρώτο του βιβλίο «Το τέρας κι εγώ», ο Σταμάτης Μαλέλης μοιράστηκε με το κοινό μια άγνωστη και σκληρή πραγματικότητα, περιγράφοντας μέσα από προσωπικά βιώματα πώς είναι η ζωή, η καθημερινή συμβίωση και μάχη, με το τέρας της κατάθλιψης.

Στο δεύτερο βιβλίο που κυκλοφορεί τη Δευτέρα με τίτλο «Στη σκιά του μαύρου ήλιου», η κατάθλιψη είναι ξανά το θέμα, μόνο που αυτή τη φορά προσεγγίζεται μέσα από βιωματικά, αλλά και μυθιστορηματικά στοιχεία και εστιάζεται σε ένα ακόμα πιο συνηθισμένο φαινόμενο της εποχής, τη γυναικεία κατάθλιψη.

Στην απόφαση να γράψει γι' αυτό, όπως ο ίδιος εξηγεί τον οδήγησε ακριβώς αυτή η διαπίστωση: «Ηθελα να δείξω ότι η κατάθλιψη χτυπά περισσότερο τις γυναίκες» λέει και συνεχίζει: «Είδα ότι το πρώτο βιβλίο βοήθησε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι αν και μέχρι τότε δεν είχαν ζητήσει βοήθεια, πήραν την απόφαση να πάνε στον ειδικό. Ετσι αποφάσισα να γράψω αυτή τη φορά για τη γυναικεία κατάθλιψη, ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται και σε μαρτυρίες».

Η αφήγηση είναι γραμμένη κι αυτή τη φορά σε πρώτο πρόσωπο, ξεκινά από ένα πραγματικό γεγονός -το έμφραγμα που τον χτύπησε- αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. “Το βιβλίο συνδυάζει βιωματικά και μυθιστορηματικά στοιχεία” εξηγεί.

Το έμφραγμα, οι αναζητήσεις που ακολούθησαν, η προσωπική του μάχη με την κατάθλιψη, ανήκουν στα πρώτα, όμως η σχέση με μια γυναίκα που λέγεται Ρίτα, την οποία αρχίζει να περιγράφει από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ανήκει στα δεύτερα. “Η Ρίτα δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά μυθιστορηματικό...” διευκρινίζει.

Διαβάστε παρακάτω την προδημοσίευση επιλεγμένου αποσπάσματος από το νέο βιβλίο του Σταμάτη Μαλέλη, «Στη σκιά του μαύρου ήλιου»:

Μόλις έκλεισα τα πενήντα τέσσερα. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να πω ότι μάλλον κατάφερα να τα κλείσω, αφού έναν χρόνο νωρίτερα ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου παραλίγο να μου στερήσει τα τελευταία μου γενέθλια.

Είχα ολοκληρώσει το βιβλίο μου Το τέρας κι εγώ, όπου παρουσίαζα τη μάχη που έδωσα ενάντια στην κατάθλιψη, προσπαθώντας παράλληλα να κάνω καριέρα σε διευθυντικές θέσεις στην ελληνική τηλεόραση. Το βιβλίο μου διαβάστηκε από πολλούς και σε αρκετούς από αυτούς γέννησε την ελπίδα, που είχαν χάσει προ πολλού, ότι η κατάθλιψη μπορεί να νικηθεί.

Όταν βγήκα από το νοσοκομείο μετά από έναν μήνα, από τον οποίο το μισό διάστημα παρέμεινα σε καταστολή, άρχισα τις περιοδείες, τις διαλέξεις και τις συνεντεύξεις για το βιβλίο. Όχι τόσο για να το προωθήσω ώστε να κάνει πωλήσεις –ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα– όσο για να δώσω ελπίδα και σε άλλους ανθρώπους ότι η κατάθλιψη, η σύγχρονη αυτή αρρώστια που ένας φίλος δημοσιογράφος είχε ονομάσει «τέρας», μπορούσε να νικηθεί.

Όταν βγαίνεις από το τούνελ της κατάθλιψης αλλά και από μια σκληρή μάχη με τον θάνατο, αναθεωρείς πολλά πράγματα για τη ζωή. Η φιλοσοφία κερδίζει έδαφος στη σκέψη σου και οι υπαρξιακές ανησυχίες κυριαρχούν. Πολλοί λένε ότι το άγγιγμα του θανάτου σε κάνει πιο σοφό. Δεν ξέρω αν γίνεσαι πιο σοφός, όμως σίγουρα η πυξίδα της ζωής σου στρέφεται σε άλλους ορίζοντες.

Τι είναι τελικά η φιλοσοφία; Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι απορίες και ερωτήματα στα οποία δεν μπορεί να δοθεί μία και μοναδική απάντηση. Εάν έχεις απορία ποια γραμμή του μετρό πρέπει να πάρεις και κάποιος σου την υποδείξει, το ερώτημα παύει να υπάρχει. Εάν όμως αναρωτηθείς για το νόημα της ζωής, τότε είναι βέβαιο ότι οι απορίες σου θα αργήσουν να απαντηθούν.

Μετά το «τέρας» και την εντατική, ήταν φυσικό να σκέφτομαι ποιον τρόπο ζωής έπρεπε να ακολουθήσω. Στην τηλεόραση είχα κάνει πολλά πράγματα και υπήρχαν σχέδια που με περίμεναν και συνεχώς τα σκεφτόμουν. Μήπως, όμως, είχα φτάσει στο τέλος; Ή, μάλλον, μήπως είχε έρθει η ώρα να πω «τέλος»; Ήταν μια μεγάλη απόφαση που έπρεπε να πάρω, όπως αυτές που καλούνται να πάρουν πολλοί άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Είχα φτάσει στο σταυροδρόμι μου. Ο ένας δρόμος οδηγούσε στη συνέχιση της καριέρας στην τηλεόραση, ίσως βέβαια με άλλους ρυθμούς. Είχα επίσης νέες ιδέες και σχέδια – η τηλεόραση είναι, βλέπετε, μια δουλειά που ξέρω καλά. Θα μου στερούσε όμως άλλα σχέδια, που είχα χαρακτηρίσει και τα θεωρούσα σχέδια ζωής. Τι ήθελα να κάνω; Αυτά που αποκαλούσα «δικά μου πράγματα»: να διαβάζω τα βιβλία που μου αρέσουν, να γράφω αυτά που θέλω. Να καταθέτω σκέψεις και απόψεις μου, να γράφω άρθρα και δοκίμια που θα γέμιζαν τη ζωή μου, καλύπτοντας τα φρικτά κενά που μένουν στη ζωή όποιου με πάθος ακολουθεί την καριέρα του – ένα σκαλί απόσταση από τη ματαιοδοξία.

Η άποψη του φιλοσόφου ότι οι γνώσεις και η παιδεία σού εξασφαλίζουν την ικανοποίηση με πολύ οικονομικά μέσα με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο. Ένας άνθρωπος χωρίς καλλιέργεια πρέπει να ξοδέψει πολλά χρήματα για να ικανοποιηθεί· αντίθετα, ένας άνθρωπος με παιδεία χρειάζεται πολύ λιγότερα. Μπορεί να αντλήσει ικανοποίηση από έναν περίπατο ή από το διάβασμα ενός βιβλίου ή ακόμα θαυμάζοντας ένα κτίριο.

Ο δεύτερος δρόμος ήταν εντελώς διαφορετικός, οδηγούσε μακριά από τη δουλειά που τόσα χρόνια υπηρέτησα. Αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή. Εάν αποφασίσεις να φύγεις, μένεις εκτός αγοράς, μου έλεγαν φίλοι και γνωστοί. Εάν η νέα ζωή που τόσο πολύ ποθείς δεν είναι αυτό που περίμενες, δεν υπάρχει γυρισμός.

Θυμάμαι ένα βράδυ στη Ρώμη, στο μπαρ Αντικέ Ενότικα, ένας άγνωστος περίπου στην ηλικία μου έπινε και συχνά χαμογελούσε. Συστηθήκαμε.

«Έτσι είσαι πάντα χαμογελαστός;» τον ρώτησα.

Δεν πρόλαβε να μιλήσει και απάντησε η γυναίκα του:

«Έτσι είναι από τότε που άφησε τη δουλειά του».

«Τι δουλειά;» θέλησα να μάθω.

«Στο τμήμα μάρκετινγκ μιας διαφημιστικής».

«Και τώρα τι κάνεις;» Σε αυτή την ερώτηση απάντησε ο ίδιος.

«Ποιητής» αποκρίθηκε.

Ήταν σαν να μου έλεγε: «Τώρα κάνω αυτό που γουστάρω».

Η απόφασή μου ήταν δύσκολη. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που βγήκα από την εντατική δεν έπαψα να το σκέφτομαι. Πώς θα ήταν η επόμενη μέρα, που θα με έβρισκε χωρίς τον τίτλο του διευθυντή ειδήσεων; Ποιοι από όλους αυτούς που αποτελούσαν τον κύκλο μου θα ήταν και την επόμενη μέρα μαζί μου; Ποιοι απ’ όσους μου τηλεφωνούσαν θα συνέχιζαν να το κάνουν; Αλλά και – ίσως το πιο βασικό: Τι θα έκανα με το «τέρας»;

Φαίνεται ότι το είχα πληρώσει πολύ πιο ακριβά από ό,τι νόμιζα: με ένα βαρύ έμφραγμα. Όπως μου είχε πει εύστοχα ένας φίλος, το έμφραγμα λειτουργεί σαν τον τοκογλύφο. Οι τρεις μήνες της ανάρρωσης επέδρασαν καταλυτικά στη σκέψη και στις αποφάσεις μου.

Δεν έπρεπε να τελειώσω έτσι. Έπρεπε να γράψω, να διαβάσω, να σκεφτώ, να οραματιστώ· να περπατήσω σε δρόμους όπου προηγουμένως απλώς έτρεχα. Να μη ζήσω τον μύθο του Φάουστ, να μην πουλήσω στο τέλος την ψυχή μου στον διάβολο. Ήθελα να επιλέξω, όσο βέβαια μπορείς να το κάνεις αυτό, έναν και μοναδικό θάνατο και όχι πολλούς, καθημερινούς θανάτους.

Το έμφραγμα αλλά και η πάλη μου με το «τέρας» με έκαναν να νιώσω πόσο ανεπανάληπτη είναι η ζωή μας. Είναι όμως και ανατρέψιμη; Ή μήπως δεν είναι και ακολουθεί μοιραία μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ως το τέλος;

Στον πρόλογο ενός διηγήματός του ο Μπόρχες γράφει: «Του έτυχε, όπως σε όλους τους ανθρώπους, άσχημη εποχή για να ζήσει».

Το τρίμηνο εκείνο με βοήθησε να σκεφτώ καθαρά. Είχε φτάσει το τέλος, που πάντοτε είναι και μια καινούρια αρχή. Αποφάσισα κάτι που μέχρι την τελευταία στιγμή το αμφισβητούσα.

Ήθελα να ζήσω την ευτυχία και όχι τη φενάκη της. Είναι άραγε δυνατόν; Μάλλον όχι, αλλά ίσως άξιζε η προσπάθεια.

Τα βιβλία μου άνοιξαν διάπλατα πάνω στο γραφείο μου και η ματαιοδοξία μου χάθηκε στα πλήκτρα του λάπτοπ. Το «τέρας», που με φόβο περίμενα, δεν εμφανίστηκε, τουλάχιστον όχι τον πρώτο καιρό. Ίσως η επαφή μου με τον θάνατο να το έσπρωξε στη γωνία.

Ίσως να βοήθησε σε αυτό και η Ρίτα, η γυναίκα που ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου. Τραγική ειρωνεία: την έστειλε σ’ εμένα το «τέρας», που την κυνηγούσε αλύπητα. Φαινόταν κάπως σαν αποζημίωση για όσα μου είχε κάνει.

Τη Ρίτα τη γνώρισα σε μια ημερίδα με θέμα την κατάθλιψη, στην οποία ήμουν από τους βασικούς ομιλητές. Όταν τελειώσαμε, με πλησίασε για να μου μιλήσει.

«Ρίτα Αλεξίου» μου συστήθηκε, κι εγώ ένιωσα αμέσως το ανεξήγητο συναίσθημα που υμνούν οι ποιητές και καταριούνται οι ιεροεξεταστές.

Κοίταξα τα μάτια της· υγρά, πονεμένα. Προσπάθησε να μου μιλήσει. Δεν κατάλαβα καλά τι μου έλεγε μέσα στον θόρυβο της αίθουσας.

«Έχω συνεχώς κρίσεις πανικού» μου είπε και κοίταξε γύρω της μήπως την ακούει κανείς.

Ήταν όμορφη, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Τα μελαγχολικά γυναικεία μάτια της με τραβούσαν σαν μαγνήτης.

«Αυτό νιώθατε κι εσείς;» με ρώτησε.

«Ναι» της απάντησα και με τη σειρά μου ζήτησα να μάθω: «Πόσα χρόνια;».

«Από τότε που υπάρχω».

«Έχετε επισκεφθεί κάποιον ειδικό;»

«Όχι» μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι της σαν να την είχα προσβάλει. «Δεν θέλω να πάω σε ειδικό. Θέλω να το ξεκαθαρίσω μόνη μου».

Η ουρά πίσω από τη Ρίτα είχε πυκνώσει αρκετά, καθώς συνωστίζονταν άνθρωποι που ήθελαν να μου μιλήσουν. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση κι έκανε να φύγει. Και τότε, ξαφνικά, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσω, της φώναξα:

«Θέλεις να βρεθούμε;».

«Ναι» μου έγνεψε· και μου άλλαξε τη ζωή.

 

thetoc.gr

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία