Μια παράλογη ιστορία σ’ ένα γραφείο της Μυτιλήνης: «Το μαυροφορεμένο κουκλάκι».
Γράφει ο Αντίλογος
Δούλευα στο γραφείο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκαν «οι φίλοι μου των γιορτών». Τους λέω έτσι διότι εμφανίζονται κυρίως κοντά στο Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. Οι φίλοι αυτοί, πουλάνε εποχικά. Το Πάσχα, έναν λαγό που κρατά ένα πασχαλινό αυγό, μιά κότα μ’ενα χαριτωμένο κατακίτρινο κοτοπουλάκι. Τα Χριστούγεννα πάλι μπορεί να φέρουν ένα ημερολόγιο τοίχου, ή έναν Άγιο Βασίλη ή Χριστουγεννιατικες μπάλες. Οι φίλοι των γιορτών είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Σήμερα εμφανίστηκαν εκτός εποχής. Είχαν μαζί τους κάτι πλακέ μαριονέτες, που μ’ενα δεμένο σπάγκο, μπορούσες να κουνάς τα χέρια και τα πόδια τους και κάτι μικρά, πολύ χαριτωμένα κουκλάκια - μπεμπάκια. Το σώμα τους ήταν μιά μαλλιαρή μπάλα και στο κεφάλι τους φορούσαν ένα σκουφάκι. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι στο σκουφάκι είχαν κολλημένη μια μεγάλη χρυσή κορώνα. Το κουκλάκι αυτό το πουλούσαν σε τρία χρώματα: Φούξια, άσπρο και μαύρο. Είναι δυνατόν σκέφτηκα ένα μπεμπάκι να είναι ντυμένο με κατάμαυρα μωρουδιακά; Ο μακάβριος εαυτός μου ενθουσιάστηκε με το σουρεαλιστικό θέαμα και αγόρασα το μαύρο.
Οι φίλοι μου έφυγαν και συνέχισα να εργάζομαι. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο. Κάποιος ζητούσε να μάθει ποιος του τηλεφώνησε απ’την υπηρεσία που εργάζομαι για κάποιο θέμα του. Ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του. Μου ζήτησε να τον βοηθήσω να βρει ποιος ήταν. Του εξήγησα ότι δεν ήταν πολύ απλό να βρω ποιος του τηλεφώνησε διότι είμαστε πολλοί υπάλληλοι. Ρώτησα αν θυμάται το επώνυμο και μου είπε όχι. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήταν άνδρας. Προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο να τον εξυπηρετήσω, ανακάλυψα έναν κατάλογο με όλα τα τηλέφωνα των συναδέλφων μου. Θα σου διαβάζω του λέω τα επώνυμα, μήπως και θυμηθείς ποιος σου τηλεφώνησε.
Άρχισα: «Παπανικολαου;»
«Όχι».
«Δημητρίου;»
« Όχι».
« Παλαιολόγου;»
«Όχι».
« Λεβέντης;»
«Οχι».
Ξαφνικά κολλησα. Το επόμενο τηλέφωνο ήταν ενός συναδέλφου που είχε πεθάνει πριν περίπου δύο χρόνια. Έκανα να το προσπεράσω. Κάτι όμως με κρατούσε. Ξαναπροσπάθησα. Μια δύναμη υπέρτερη του εαυτού μου υπερίσχυε. Αδύνατο να ξεφύγω. Το μαυροφορεμένο κουκλάκι πάνω στο γραφείο μου, μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Και ξεστόμισα το όνομα του πεθαμενου!
« Λουπάκης;».
« Νομίζω ότι αυτός είναι!»
Μη νομίσετε ότι μου έπεσε το ακουστικό. Ίσα - ισα. Ένοιωσα απόλυτα ικανοποιημένος. Ευχαριστημένος. Δικαιωμένος. Συνειδητά είπα το όνομα του πεθαμένου συναδέλφου. Ήθελα να δω το αποτέλεσμα του συνδιασμού του παραλόγου με το εξωφρενικό. Και το αποτέλεσμα:
«Αυτός ήταν που τηλεφώνησε», επανέλαβε από την άλλη άκρη της γραμμής καλύπτοτας το κενό της σιωπής μου.
«Ε... δε νομίζω...» και συνέχισα να του διαβάζω ονόματα που δεν του θύμιζαν τίποτα.
Στη ζωή μας πολλές φορές μπλέκεται το λογικό με το παράλογο. Άλλωστε το λογικό γιά εμάς, αρκετές φορές είναι παράλογο για τους άλλους. Ποιός θέτει τους κανόνες της λογικής; Έτσι προχωράμε, έτσι πορευόμαστε.
Το βλέμμα μου έπεσε στο μαυροφορεμένο κουκλάκι. Στο σκουφάκι του είχε κολλημένη μια ολόχρυση κορώνα. Με κοιτούσε επίμονα. Με παρακολουθούσε.
Ένα αδιόρατο, απροσδιόριστο χαμόγελο επιδοκιμασίας είχε σχηματιστεί στο προσωπάκι του.