Μαρία Τσολάκη η "αγία" από τη Λέσβο - Μια γυναίκα θεόφρων και ουρανόφρων
Στα τόσα μαζικά αντιπαραδείγματα της εποχής μας που ασφυκτιά από την αλαζονεία των ανθρώπων και την σαρκολατρεία και την εικονοκλαστική κι αποσπασματική εκδοχή περί παντός επιστητού, χρειαζόμαστε μια πολύ δυνατή έκπληξη από χαριτωμένες κι άγιες μορφές, που το πέρασμά τους από την γη λειτούργησε ωσάν ολοφάνερο τωρινό ιστορικό “πέρασμα Χριστού”. Είχαν πίστη τέλεια στην Αγία Τριάδα, ήταν μέλη τίμια και ευσυνείδητα της Εκκλησίας, είχαν αγάπη τέλεια για τους άλλους ανθρώπους, και ο Κύριος αποδεδειγμένα ήταν πάντοτε μαζί τους.
Μια από αυτές τις μορφές, που ενεπνευσαν επί τα κρείττονα πολλές ψυχές ανθρώπων, είναι και η Μαρία Τσολάκη, διδακτή και δούλη Θεού. Υπέδειξε κατά κυριολεξία τα αποκαλυφθέντα σε αυτήν ακριβή σημεία πάνω στο λόφο των Καρυών Λέσβου, τόσο του ενταφιασμού πριν 500 ετών των μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, όσο και των κεκρυμμένων εικόνων του Κυρίου Παντοκράτορος και της Παναγίας.
Σε όλη της την ζωή εμψύχωνε ανθρώπους κι ανθρώπους, απέναντι στον πόνο, στην ολιγοπιστία, στις απελπισίες τους. Μετάγγιση βεβαιοπιστίας, μετάγγιση μετάνοιας, μετάγγιση εκκλησιαστικού λατρευτικού ήθους. Για να πιστέψουν αληθινά και να αγαπήσουν τον αληθινό Θεό.
Πλείονα θα αναφέρουμε στο υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο “Μαρία Τσολάκη, μια ζωή θεοδίδακτη”.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΕΝΩΝ
Τελώντας το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό της, με συλλειτουργό τον αγαπητό εν Κυρίω άγιο Δράμας κ. Δωρόθεο, στην Ιερά Μονή Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης Γουμενίσσης-Γρίβας, επικαλέσθηκα αυθόρμητα και τρεις περιπτώσεις συμπαρόντων και συνευχομένων, ευεργετημένων με τις προσευχές της, από την επαρχία μας και την γειτονική Έδεσσα.
(α) Προσκάλεσα ενώπιον όλων τον κ. Γεώργιο Αραμπατζή, πατέρα του 8χρονου σήμερα μικρού Ραφαήλ. Μετά τη γέννηση του παιδιού το 2016, οι γιατροί διακόμισαν εσπευσμένα το νεογνό από τα Γιαννιτσά στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, η κατάστασή του ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Απεγνωσμένα η μητέρα του παιδιού, γνωστή μας από τότε που εργαζόταν στα 5/μηνα στη Μητρόπολη, επικοινώνησε και ζήτησε να παρακαλέσουμε την γερόντισσα Μαρία να προσευχηθεί κι εκείνη επίμονα. Και είδε η ευαίσθητη αυτή και θεόφρων ψυχή την Παναγία μας να της αποκαλύπει: “Η κατάσταση του μωρού είναι πολύ δύσκολη, χρειάζεται να παρακαλέσω πολύ τον Κύριο”. Όμως, τελικά η Παναγία μίλησε παραμυθητικά: “Ο Κύριος εισήκουσε την προσευχή μου και το παιδί θα ζήσει”. Πήραμε μεγάλη ανακούφιση όλοι, πληροφορήσαμε για την αναμενόμενη διάσωση του νεογνού μια συνάδελφο της μητέρας από τα 5/μηνα (που διακονούσε έκτοτε την γερόντισσα Μαρία), κι εκείνη αμέσως ειδοποίησε τους γονείς. Ο γιατρός της Μεθ νεογνών επιβεβαίωνε την ανέλπιστη αλλαγή όλων των απελπιστικών δεδομένων: “Τι να πω, σήμερα, κ. Αραμπατζή; Ο μικρός είναι πολύ καλύτερα από εχθές. Ήταν για να πεθάνει, είχαμε χάσει κάθε ελπίδα να ζήσει το παιδί, ακόμα κι από θαύμα. Όμως, λες και είναι άλλο μωρό σήμερα”. Η κοπέλα που τους έδωσε την πρώτη ανάσα ελπίδας, έγινε και η ανάδοχος του μωρού τους, με το όνομα “Ραφαήλ”.
(β) Προσκάλεσα τον επίσης συμπαρόντα κ. Παντελή Ελευθεριάδη, ενταγμένο στην Ελληνική Αστυνομία από το 1997, Αξιουπολίτη διαμένοντα στο Κιλκίς. Περιέγραψε κι εκείνος με έκδηλη συγκίνηση: «…Στίς 31 Ιουλίου 2008 κατέβηκα πάρα πολύ νωρίς στην Πάτρα για να διευκολύνω τον Σεβασμιώτατο και να παραλάβω για Γουμένισσα τον πνευματικό μου π. Δωρόθεο, πρωτοσύγκελο τότε και τώρα Μητροπολίτη Δράμας, που μας ευλογεί σήμερα. Συναντηθήκαμε πρωί-πρωί, ήταν με άλλα πνευματικά του παιδιά και την Μαρία Τσολάκη. Μετά την θεια Λειτουργία στον Άγιο Ανδρέα, πάνω στη συζήτηση η κ. Μαρία με ρώτησε αν είμαι παντρεμένος, αν έχω παιδιά. Δεν είχαμε ακόμη αποκτήσει. Μου λέει αφοπλιστικά: “Του χρόνου τέτοια μέρα θα κρατάς στην αγκαλιά σου ένα παιδί”. Την άλλη χρονιά, ακριβώς ίδια μέρα, μου έφεραν νεογέννητη και κρατούσα στην αγκαλιά μου την πρώτη κορούλα μου. Ποια ήταν η έκπληξή μου όταν εκείνη τη στιγμή με πήρε τηλέφωνο ο Μητροπολίτης μας να με ρωτήσει για το μωρό και να μου ευχηθεί να μας ζήσει. Ήθελα να δώσω το όνομα της χήρας μητέρας μου, να της δώσω χαρά, να την τιμήσω. Όμως, έμεινα με ανοιχτό στόμα, μαθαίνοντας ότι η κ. Μαρία είδε την Παναγία μας και ήθελε να δοθεί το όνομά της σαν ευλογία στο κοριτσάκι μας. Της απεκάλυψε κάτι που κανείς δεν γνώριζε εκτός από τον γιατρό και την γυναίκα μου: “στον 7ο μήνα η σύζυγός σου είχε χάσει αρκετά μεγάλη ποσότητα αμνιακού υγρού και είχε κρατήσει εντός του σάκκου τόση ποσότητα υγρού απαραίτητη για να αναπτυχθεί το έμβρυο!” (Διακρίνουμε και σε αυτήν την περίπτωση την θαυμαστή επενέργεια της Παναγίας για να ζήσει το μωρό.) Σημάδι κι αυτό, για να ξεπεράσω τους δισταγμούς και να προτιμήσω μια τόση ευλογία για το πρώτο μου κοριτσάκι…».
(γ) Στο εκκλησίασμα και η οικογένεια του Αθανασίου Σαμαρέντση και τη σύζυγό του Ευτέρπη, ιατρό μικροβιολόγο, και τα δυο σήμερα παιδιά τους, το Χρήστο και τη Ραφαηλία (που την βαπτίσαμε στο μοναστήρι). Το πρώτο τους παιδί από δυο ετών έπασχε από οξεία μυελογενή λευχαιμία, μετακινήθηκε σε νοσοκομεία μέχρι να καταλήξει στο Παιδοογκολογικό Αθηνών. Συνεχείς εξετάσεις και θεραπείες. Φιλότιμες οι προσπάθειες των ιατρών, για τέσσερα χρόνια έκαναν ὅ,τι μπορούσαν. Ο αγιασμός και τα κεριά που άναβε η Μαρία με κλάματα, έφεραν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Παρά τις άκρως δυσοίωνες προβλέψεις, ο Χρηστάκος ―δόξα τω Θεώ― συνήλθε, χαίρει άκρας υγείας και φοιτά στο γυμνάσιο ευφυέστατος, με καλές επιδόσεις! Βιώνοντας τις πιο ακραίες δυσκολίες με την μακρά εκείνη περιπέτεια, δεν διστάζει το παιδί να ομολογεί τα μεγαλεία του Θεού ακόμη και ενώπιον των συμμαθητών του. Ακόμη και των ιατρών, λέγοντάς τους ότι «από τότε που άρχισα να πίνω από τον Αγιασμό που είχε γίνει, άλλαξαν όλα τα δεδομένα».
Συγκλονιστικές και οι τρεις αυτές άμεσες προσωπικές μαρτυρίες, επιβεβαίωναν την αυθόρμητη αίσθηση όλων για την θεάρεστη και θεοβράβευτη ύπαρξη της κοιμηθείσης Μαρίας. Με την χαριτωμένη καρδιά της συναισθανόταν με την πιο άμεση οικειότητα τους πόνους και τα βάσανα των άλλων παιδιών του Θεού. Προσευχόταν διαρκώς και επίμονα, προσοικειώνοντας παιδιά και μεγάλους στην δική της μεθεκτική αμεσότητα της πίστεως, της πίστεως “ως κόκκου σινάπεως” που καρποφορεί και απλώνεται. Γιατί ζωογονείται και εμπνέεται από τον Παράκλητό μας προς τον Πατέρα, τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό, και τον άλλον Παράκλητον “τον μένοντα μετά της Εκκλησίας εις τον αιώνα”.
Σ᾽ αυτήν την θεοσφράγιστη προοπτική ζώντας και προσφερόμενη προσευχητικά ―άλλο ένα θαυμαστό της ζωής της― δεν ένιωθε τίποτε ξέχωρο για τον εαυτό της. Παρακαλούσε προπαντός να τελεσθούν λειτουργικές δεήσεις πάνω απ᾽ όλα, να προσφερθούν από τους οικείους τα βασικά πρόσφορο και νάμα και όλα τα λοιπά απαραίτητα.
ΘΕΟΔΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΚΟΤΗΤΟΣ
Είχε μιαν χαριτωμένη άγια αίσθηση εκκλησιακότητος.
Θεόδεκτη αίσθηση; Θεόδοτη;
Μάλλον και τα δυο, ωσάν εκείνο το “εκατόν” της βιβλικής παραβολικής καρποφορίας.
Και αυτήν μετέδιδε ως “απόληξη διάρκειας” στον καθένα που γινόταν “αναδεκτός των θεοδέκτων προσευχών της”.
Αυτή ακριβώς η λεπτότητα της αγάπης και της αναδοχής του ανθρώπινου πόνου και η αναδοχή της εκκλησιακής έμπνευσης για τόσους ανθρώπους, ήταν από τις διαρκείς διά βίου ευεργεσίες της. Με τέτοιαν αίσθηση ήταν ολοτελώς αγαθοεργός για ανθρώπους και ανθρώπους με ανάγκες υλικές και πνευματικές.
Αρκεί για πολλοστή φορά να θυμίσω ότι ο πυρήνας της ιστορικής εκκλησιαστικής αναγνωρίσεως των ήδη θεοδοξάστων Νεοφανών Μαρτύρων ήταν η κατάθεση της Μαρίας στον Μητροπολίτη Ιάκωβο Κλεόμβροτο (Μάϊος του 1960) και η προειδοποίησή του για την ύπαρξη του δευτέρου Αγίου. Επιβεβαιώθηκε πλήρως στις 13 Ιουνίου 1960 και τρόπον τινα “δικαίωνε” τις αποκαλυπτικές εμπειρίες αυτής της γυναικός για τον Διάκονο άγιο Νικόλαο, για το συγκεκριμένο μέρος ενταφιασμού, για την όλη εικόνα του τάφου και προπαντός περιγραφικά για την όλη εικόνα του ιερού λειψάνου. Είχε αποτυπωθεί όλη εκείνη η “εικόνα” στην ψυχή της, καθώς της είχαν φανερωθεί σε τρία ενύπνια επανειλημμένως.
Ε, λοιπόν!
Η Θερμιώτισσα Μαρία τρόπον τινα εξαναγκάσθηκε να επισκεφθεί και να μιλήσει στον Μητροπολίτη Ιάκωβο από σεβασμό μεγάλο και συμπόνια για τον 60χρονο και πλέον εφημέριό τους τον παπα-Θυμή, που κλαίγοντας την παρακινούσε να του συμπαρασταθεί, γιατί έτρεμε την αυστηρότητα του αοιδίμου Ιακώβου, που παρέμενε εφεκτικός και απέπεμψε αυστηρά τον παραδοσιακό εκείνον ιερέα.
Σκεφθείτε! Είχε δει επανειλημμένα από μήνες την εμπειρική θεόδοτη προφανέρωση, αλλά κίνητρό της ήταν η ευαισθησία για τον ηλικιωμένο ιερέα τους και τον φόβο του! Όχι ο εαυτός της. Όχι η συνειδητή (ουδέ καν η εκ του ασυνειδήτου) “προβολή” του εαυτού της.
Είχε μιαν άγια θεοσφράγιστη αίσθηση εκείνου του “μη ημίν, Κύριε, μη ημίν· αλλ΄ ή τω ονόματί σου δος δόξαν, επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου”. Πάντοτε, σε όλη της την ζωή. Ωσάν να προερχόταν από άλλον… πλανήτη και όχι από την γη, με τόσες φιλοδοξίες μας.
Ήταν ανθρώπινη και συνάμα ουρανόφρων.
Γι᾽ αυτό την εξέλεξε η συγκατάβαση και το μέγα έλεος του Θεού περί ημάς τους λεγομένους “ογδοαιωνίτες” (ας το εξειδικεύσω ρητορικά).
ΘΕΟΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑ ΒΙΟΥ
Ο Κύριος τα γνωρίζει όλα (πριν συντελεσθούν), αλλά αφήνει τους Δικαίους να τα πράξουν, για να μοιάσουν στον Παντευεργέτη Κύριο.
“Αφομοιωμένοι τω Υιώ του Θεού”! “Όμοιοι με τον [σαρκωθεντα] Υιό του Θεού” Τι φοβερή φράση! Τι φοβερή προσδοκία! Τι φοβερό κίνητρο για την εκκλησιαστική μας πορεία!
Όλοι οι άνθρωποι του Θεού ―ενεργώντας ανθρώπινα― φρόντιζαν και ενεργούσαν την υπακοή στο θέλημα του Θεού.
Τέτοια υπήρξε η μακαρία Μαρία, υπήκοος μόνον του Χριστού, σε όλη της την ζωή. Παιδιόθεν κατευθυνόταν άμεσα από την Χάρη του Θεού. Αυτό συνεπαγόταν για κείνην ανθρώπινες οδύνες και θλίψεις, στερήσεις και αποστερήσεις!
Από 7χρονο κοριτσάκι, στο Δημοτικό ακόμη, έβλεπε την Παναγία μας ως Μοναχή. Την είχε προειδοποιήσει για την Κατοχή των Γερμανών, αλλά την καθησύχαζε ότι δεν θα κινδύνευαν στο χωριό από θανατώσεις ή πείνα. Στα γεγονότα των Καρυών, έβλεπε πολλάκις την Παναγία μας. Σε όλη την πονεμένη ζωή της, δεν έπαυσε να βλέπει την Μητέρα του Θεού.
Οι άνθρωποι του Θεού ―μπροστά στον Θεό― δεν υπολόγιζαν κανέναν άλλον! Αν διαβάσουμε τα συναξάρια των Αγίων, θα το διαπιστώσουμε αυτό. Μόνον ο Θεός είχε την αποκλειστική προτεραιότητα στην ζωή τους.
Ε, λοιπόν, αυτό το απόλυτο είχε σε όλη την ζωή της η δούλη του Θεού Μαρία. Τίποτε άλλο δεν θέλησε να χαρεί, αντί του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού την προσείλκυε διαρκώς σε μιαν αποστέρηση, σε μιαν άσκηση, σε μιαν απόλυτη σχέση με τον Κύριο.
Στο ιστορικό των Αγίων αναφέρεται πόσο τρόμαξε η απλή Μαρία, βλέποντας τον άγιο Ραφαήλ ολοζώντανα ως κληρικό με λάμποντες οφθαλμούς, μέρα μεσημέρι στις 3 Ιουλίου 1959· και ξαφνικά τον αντίκρισε αποκεφαλισμένο, με τα αίματα να τρέχουν! Της έδειξε ο Θεός ορατά την άγια ιερωσύνη του Αγίου και την μαρτυρική αγιωσύνη του Αγίου!
Κι ενώ τρόμαξε, από τότε ανέβαινε ―μέ ενύπνια εντολή της Παναγίας― πρωΐ-βράδυ επί μήνες, να ανάβει το καντηλάκι στις Καρυές, στην παλαιά Αγία Τράπεζα, σ᾽ εκείνον τον μαρτυρικό λόφο.
Ο Θεός την είχε σφραγίσει και σταδιακά την “ζύμωνε” με τους Αγίους, με το μαρτύριο και την μαρτυρία των Αγίων Του.
Καίτοι νέα γυναίκα, 33/34 χρονών, με τέσσερα μικρά παιδιά τότε, συμμετείχε σε νυκτερινές αγρυπνίες, όπου οι Άγιοι έδειχναν τα εξαίσια μεγαλεία του μαρτυρικού λόφου. Στις γενικές ανασκαφές, διέμεναν οικογενειακώς πάνω στο βουναλάκι, σε ένα πρόχειρο τσαρδάκι.
Οι Άγιοι και οι συμμάρτυρες, προ 500 χρόνων, φανερώνονταν εκτάκτως σε πολλούς, αλλά στην απλούστατη και ταπεινότατη Μαρία διαρκώς!
Έχω την αίσθηση ότι ο Κύριος, τότε, έδειχνε σε πολλούς τα μεγαλεία Του, διότι αλλιώς δεν θα πίστευε ο περισσότερος κόσμος [κι εμείς αργότερα].
Δεν θα πίστευαν [δεν θα πιστεύαμε] τις διαρκείς θειες φωτοφάνειες και αγιοφάνειες που ζούσε η ευλογημένη όντως Μαρία: με παιδικότητα, αθωότητα, απλότητα, ταπεινότητα, με ακενόδοξη αφάνεια, με αγνότητα καρδιάς, με την δεκτικότητα της θειας ευλογίας.
Και με την καλοσύνη και ανθρωπιά της σε αγαθούς και πονεμένους, για τους οποίους φρόντιζε να μαγειρεύει με ὅ,τι λίγα διέθεταν! Διορθώνοντας μάλιστα και τον λογισμό των μικρών παιδιών της, με την πειθώ της αφοπλιστικής ευαισθησίας της: “Είναι παιδιά του Θεού κι αυτοί. Πρέπει να τα αγαπάμε και όχι να τα σιχαινόμαστε. Είναι σαν κι εμάς”!
Δεν ήταν μοναχή, αλλά ζούσε και έζησε ωσάν τους μοναχούς (μιαν αφιέρωση του “είναι” της στον Θεό). Δεν ήταν ασκήτρια, αλλά ζούσε και έζησε ωσάν τους ασκητές. Ασκήτρια μέσα στον κόσμο ή, μάλλον, απομονωμένη από τον κόσμο.
Με διδάσκαλο την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αναπαυόταν στην απλότητα και στα βάσανα της ψυχής και της ζωής της.
Ο νους, η καρδιά, η ψυχή της ήταν αιχμαλωτισμένα στο “απόλυτο” της υπακοής του Θεού, στο απόλυτο της ευαρεστήσεως του Θεού, στο απόλυτο της φιλανθρωπίας του Θεού, στο απόλυτο της λατρείας του Θεού.
Η ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ “ΒΛΕΠΟΥΣΑ”
Γι᾽ αυτό και ελεήθηκε να είναι “η κυριότερη βλέπουσα” τα μεγαλεία των Αγίων.
Αξιώθηκε να δει που βρισκόταν η σιαγόνα του αγίου Ραφαήλ και έτσι ανευρέθηκε [σε μια λακκουβίτσα, κάτω από ένα βράχο, σε βάθος 2 μέτρα κάτω από την γη].
Αξιώθηκε να δει τινος ήταν τα λίγα καμμένα παιδικά οστά στο πιθάρι. [έσκαψαν κατόπιν ενυπνίου της ηλικιωμένης Βιργινίας Αδάμ και βρήκαν καμμένα λίγα παιδικά οστά σε πιθάρι/ΟΜΩΣ το ίδιο βράδυ ήταν η Μαρία που είδε την ταυτότητά τους, την αγία Ρηνούλα και το φρικτό μαρτύριο].
Αξιώθηκε η Μαρία να δει τρεις φορές επανειλημμένα και να περιγράψει στο Μητροπολίτη Ιάκωβο το μνημείο και το λείψανο του αγίου διακόνου Νικολάου, και το καταφρονημένο εικόνισμα της Παναγίας. Όταν μετά δυο μήνες επιβεβαιώθηκε, ο Μητροπολίτης θαύμασε, πίστεψε, φώναξε “Σημείον μέγα!”. Την αναζήτησε μεταξύ των πολλών ―γιατί κρυβόταν πάντοτε― και την ευλόγησε.
ΔΙΟΤΙ αυτή η ταπεινότατη ψυχή έγινε ωσάν “προφήτης” από Θεού, για να πιστέψει ο τότε Μητροπολίτης Ιάκωβος και να προχωρήσει στην επίγεια αναγνώριση των Αγίων της Θερμής.
Δεν θα πω περισσότερα, για εκείνα τα θαυμάσια, γιατί θα έπρεπε να ομιλώ ώρες. Τα γράφω στο δίτομο έργο μου [μετά από έρευνα πολλών ετών].
“ΑΝΩ ΣΧΩΜΕΝ ΤΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ”
Σήμερα λειτουργήσαμε με τον άγιο Δράμας και την Αδελφότητα της Μονής και όλους εσάς.
Και τελούμε το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο μιας ύπαρξης, που έζησε την δύναμη του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου και της θειας Αναλήψεως.
«Άνω σχώμεν τας καρδίας! Έχομεν προς τον Κύριον. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω! Άξιον και δίκαιον».
Η ζωή της μακαρίας Μαρίας ήταν αυτός ο λειτουργικός διάλογος. Αυτό ζούσε και έζησε.
Κοντά της πολλοί άρχιζαν να θυμούνται τον Παράδεισο, “την ποθεινήν πατρίδα”.
Κοντά της πολλοί άρχιζαν να θυμούνται στην πράξη “τα πτωχά και εξουθενημένα του κόσμου” (τους πιο σίγουρους πολίτες του Παραδείσου). Ήταν κι αυτό η “συμπληρωματική λειτουργία” του “άνω σχώμεν τας καρδίας”, μιας και ο Θεός θέλει να μεταποιούμε με φιλότιμο την γη σε ουρανό, υπηρετώντας μεταξύ των ανθρώπων την δική Του φιλανθρωπία και πρόνοια.
Για όλα αυτά την έφερε κοντά μας ο Κύριος.
Ήταν και παραμένει άγιο δώρο του Θεού για μας και για πολύ περισσότερους από τούδε.
Την ευχή της να ἔχουμε.―