H ΗIAS Ελλάδας εκφράζει τη βαθιά θλίψη της για την απώλεια του 15χρονου ασυνόδευτου ανηλίκου αγοριού, πρόσφυγα από το Αφγανιστάν, το βράδυ τις 24.08.2019 στο επονομαζόμενο ‘safe zone’ του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόριας Λέσβου, καθώς και για τον τραυματισμό δυο ακόμα ασυνόδευτων ανηλίκων. Ο θάνατος ενός 15χρονου αγοριού εντός του ΚΥΤ με φερόμενο ως δράστη ένα παιδί στην εφηβεία πρέπει να προβληματίσει τόσο τον κρατικό μηχανισμό όσο και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς που δραστηριοποιούνται στο προσφυγικό.
Η απουσία έγκαιρης και πραγματικής διερεύνησης των αναγκών των ανηλίκων με βάση τα βιώματά τους, αλλά και η αδράνεια υιοθέτησης πρακτικών διευθέτησης που μπορεί να τους προσφέρει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας όπως η στέγαση, η πληροφόρηση και η νομική υποστήριξη και ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικές και ακαδημαϊκές προοπτικές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ζωτικής σημασίας για το μέλλον τους, αποτελεί μια παγιωμένη πραγματικότητα για τη χώρα.
Αποτιμώντας τις πολιτικές σχετικά με την προστασία και την φροντίδα των ασυνόδευτων ανηλίκων, καθίσταται σαφές πως το ελληνικό κράτος ουδέποτε ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του όσον αφορά την μέριμνα των υπό την προστασία του βρισκόμενων ασυνόδευτων ανηλίκων. Συγκεκριμένα, η εικόνα και ο τρόπος δόμησης του συστήματος επιτροπείας των ασυνόδευτων ανηλίκων, η υιοθέτηση ενός καταλλήλου πλαισίου άσκησης της επιτροπείας μόλις τον Ιούλιο του 2018, η ήδη καθυστερημένη εφαρμογή του οποίου πρόσφατα αναβλήθηκε, η αυξημένη ευθύνη των ολιγάριθμων εισαγγελέων χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη και απαιτούμενη εκπαίδευση σχετικά με τα ζητήματα των ασυνόδευτων ανηλίκων, ο ανεπαρκής αριθμός κατάλληλα εκπαιδευμένων επιτρόπων, η αποδεδειγμένη αδυναμία του ΕΚΚΑ να εξασφαλίσει έγκαιρη και ασφαλή μεταφορά των ανηλίκων σε κατάλληλες δομές, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των ανηλίκων στα ΚΥΤ ή ακόμα και στην αστεγία, η αποτυχία κάλυψης των βασικών βιοτικών αναγκών τους, η έλλειψη σταθερών πολιτισμικών διαμεσολαβητών, τα ζητήματα της αναδοχής τους από οικογένειες αλλά και η σταθερή απουσία πολιτικών ενσωμάτωσης τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, μαρτυρούν την ύπαρξη μεγάλων κενών στην φροντίδα των ασυνόδευτων ανηλίκων.
Η διαμορφωθείσα πραγματικότητα στο χώρο προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων και το εν λόγω περιστατικό αναδεικνύει δύο αντικρουόμενες αναπαραστάσεις, την εικόνα του ασυνόδευτου παιδιού «θύματος» που χρήζει de facto βοήθειας και βρίσκεται σε κίνδυνο (child at risk) η οποία συνυπάρχει με την εικόνα του παιδιού που απειλεί με την συμπεριφορά του την κοινωνική ασφάλεια και εν τέλει την ίδια την έννομη τάξη (child as risk). Ως αποτέλεσμα αυτού, οι πρακτικές προστασίας και φροντίδας των ασυνόδευτων ανηλίκων εναλλάσσονται με πρακτικές επιτήρησης και ελέγχου, αποκαλύπτοντας δύο διαφορετικές και πολλές φορές αντιμαχόμενες προσεγγίσεις αναφορικά με την προστασία τους. Η ενεργοποίηση δε του ποινικού μηχανισμού ως έσχατη λύση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης εν τέλει καταλήγει στο να αποκρύπτει τη διαδικασία μέσα από την οποία δομείται η «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» των ασυνόδευτων ανηλίκων αλλά και η θυματοποίηση, δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επανορθώσει, διακινδυνεύοντας τον στιγματισμό, την περιθωριοποίηση έως και τον αποκλεισμό όλων, ανεξαρτήτως του ποινικού χαρακτηρισμού τους. Ως εκ τούτου, τα αδιέξοδα που παρήγαγε η κρατική αδράνεια αναφορικά με την προστασία των ανηλίκων θέτουν υπό δοκιμασία τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό εισάγοντας σε μια βαθιά κρίση όλες τις έννοιες και τις κατηγορίες που προσδιορίζουν και οριοθετούν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αξιολογούμε τόσο την ανηλικότητα και την παραβατικότητα όσο και τις συναρτώμενες με αυτές αποφάσεις. Έτσι, όταν το χάσμα ανάμεσα στην κανονιστική οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις κρατικές πολιτικές καθίσταται μετρήσιμη εμπειρική πραγματικότητα, το αίτημα της ηθικής και νομικής ευθύνης του κράτους για τον άλλο, τον ανήλικo, τον πρόσφυγα, μετατρέπεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της δημόσιας συζήτησης.