Ένα χαμένο κινητό στον Μακρύ Γιαλό Μυτιλήνης... μια αληθινή και ίσως διδακτική ιστορία
Ένα χαμένο κινητό στον Μακρύ Γιαλό, σαν ταινία του Ερίκ Ρομέρ...
Γράφει ο Αντίλογος
Χτες το μεσημεράκι μετά το πέρας της εργασίας, ήμουν πάνω στο σκουτερακι μου και κατευθυνομουν προς την οικία μου. Στο ύψος της Μαρίνας συνάντησα τον φίλο και παλιό συμμαθητή μου τον Μάκη. Κι ο Μάκης ήταν εποχούμενος, πάνω στο μικρό του σκουτερακι. Και τι πιο λογικό γιά μας και ενοχλητικό για τους οδηγούς των περαστικών αυτοκινήτων, πλευρισαμε τα μηχανάκια μας κι αρχίσαμε την κουβέντα. Βασικά αρχίσαμε να μιλάμε πολιτικά. Το θέμα μας ήταν οι επόμενες εκλογές. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο στην συγκεκριμένη στιγμή, στην συγκεκριμένη οδική κατάσταση, μόνο Έλληνες θα μπορούσαν να το κάνουν. Με τον Μάκη, διαφωνουσαμε, και τα δύο μηχανάκια εξακολουθουσαν να είναι κολλημένα.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό κορναρισμα και ένα ταξί πέρασε. Ο ταξιτζής έκανε διάφορες χειρονομίες. Ένοιωσα λίγο ένοχος που ενόχλησα τον ταξιτζή με τον τρόπο πού οδηγούσα κι απ την άλλη νευριασα διότι δεν είχε την ελάχιστη υπομονή να μας ανεχτεί. Φτάσαμε στο Φανάρι στην ανηφόρα του Μακρύ Γιαλού με κατεύθυνση προς τον Φόρο, μας έπιασε το κόκκινο και σταθήκαμε πίσω απ’ το ταξί. Είδα τον ταξιτζή να συνεχίζει να χειρονομει και πλησίασα εκνευρισμενος. Ήθελα να του πω ότι στο κάτω-κάτω της γραφής δεν είχα κάνει και κανένα έγκλημα, επειδή οδηγούσα για μιά μικρή απόσταση μ’αυτόν τον τρόπο.
Έφτασα δίπλα στο παράθυρο του.
«Σου έπεσε κάτι κόκκινο, μάλλον το κινητό σου», μου είπε.
Ψάχνω πουθενά το κινητό.
«Νόμισα ότι σε ενόχλησε ο τρόπος που οδηγούσα».
«Όχι» μου λέει..»Απλά είδα ότι κάτι σου έπεσε».
Τον ευχαρίστησα, έκανα μεταβολή, ξεκίνησα με το μηχανάκι προς αναζήτηση του χαμένου κινητού.
Κοιτούσα προσεκτικά μήπως δω στην απέναντι πλευρά πεσμένο ένα κόκκινο κινητό, ομως τίποτα. Έφτασα λίγο ποιο πίσω από εκεί που άρχισαν τα κορναρισματα του ταξιτζή, Πουθενά κινητό. Δεν κάνω μιά τελευταία βόλτα σκέφτηκα και ξαναγύρισα πίσω. Πήγαινα σιγά. Στο ύψος της «Σελανας» ένας κύριος έξω από το αυτοκίνητο του, μιλούσε μ’ ένα νεαρό.
« Ψάχνεις κάτι;» με ρώτησε.
« Ψάχνω ένα κινητό».
« Τι χρώμα;»
« Κόκκινο».
«Να το. Να ξέρεις ότι ένα τζιπ πέρασε από πάνω του και δεν έπαθε τίποτα».
Ο νεαρός που μιλούσε με τον κύριο, ήταν γνωστός μου. Τον είχα βοηθήσει κάποτε να υποβάλλει κάτι χαρτιά σε μία υπηρεσία. Με παίνεψε ότι τον είχα βοηθήσει.
Ευχαρίστησα τον σωτήρα του κινητού μου και αναχώρησα.
Έχουμε λοιπόν μιά τριγωνική σχέση καλοσυνης αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτη την λέξη καθ’υπερβολη . Ο ταξιτζής που επίμονα προσπαθούσε να με ειδοποιήσει για το πεσμένο κινητό, ο κύριος που βρήκε το κινητό και περίμενε υπομονετικά κάποιος να το ζητήσει και γω που βοήθησα κάποτε ένα νεαρό να κάνει μια αίτηση και σήμερα ενώπιον του έλαβα την αμοιβή μου:Ένα χαμένο, πατημένο από τζιπ και άθικτο κινητό.
Κάποιος θα πει ότι σ’αυτη τη ζωή γίνεται η πληρωμή των καλών και των κακών που πράττουμε. Όμως εγώ αυτό δεν το πιστεύω. Αυτό που πιστεύω είναι ότι πολλές φορές οι συμπτώσεις στην ζωή φτιάχνουν ιστορίες μικρές καθημερινές παράξενες, τρυφερές. πάντα ενδιαφέρουσες με ήρωες εκουσιους ή ακουσιους τους ανθρώπους, στο ρόλο του καλού, ή του λιγότερο καλού, ηθοποιοί στο καθημερινό έργο της ζωής που περνά και χάνεται και χάνεται και χάνεται... Σαν ταινία του Ερικ Ρομερ.