Λέσβος, Ερχόμενοι στο νησί, ξημέρωμα Τρίτης 4ης Αυγούστου διασταυρώθηκαν οι δρόμο οι μας μ’ ένα φουσκωτό βαρκάκι γεμάτο κεφαλάκια και μάτια απελπισμένα. Ήταν ανάμεσα στη Χίο και την Εγνούσα. Εμείς τραβήξαμε το δρόμο μας για Λέσβο κι εκείνοι κατά τα βορειόχωρα της Χίου. Ήταν μια πρώτη επαφή με τους ανθρώπους που έχουν κατακλύσει τον τελευταίο καιρό τους δρόμους της Μεσογείου.
Εφταλού, ώρα 10:00, παγωμένα νερά και διάφανα. Απολαμβάνουμε το μπάνιο στη θάλασσα του Εφταλιώτη, του Βενέζη, κατάντι στ’ Αϊβαλί του Κόντογλου... Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω απ’τους εκατοντάδες πρόσφυγες που, τις τελευταίες μέρες γεμίζουν το νησί, ερχόμενοι κατά κύματα. Παντού στους δρόμους που οδηγούν στην πρωτεύουσα ομάδες εξαθλιωμένων και εξαντλημένων ανθρώπων περπατούν κάτω απ’ τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο, αποκαμωμένοι, κουβαλώντας τα παιδιά τους , άλλος στους ώμους κι άλλος με το χέρι τεντωμένο τα σέρνει . Ζωντανεύουν εικόνες, που πολύ καλά η Διδώ Σωτηρίου και τόσοι άλλοι έχουν περιγράψει, στα βιβλία τους για την μικρασιατική καταστροφή.
Καμιά φορά κουραστήκαμε να πλατσουρίζουμε στην παγωνένη Εφταλού, φύγαμε απ’ τον χωματόδρομο για Σκάλα Συκαμιάς. Στα μισά του δρόμου, καφενεδάκι «Λιγαριά - ο Παράδεισος , Καρνετατζής». Κάτσαμε να δοκιμάσουμε τα καλούδια που βγάζει η ερημιά για τον παράδεισο...
Διπλανό τραπέζι, ο Αποστόλης με κιάλια αγναντεύει το πέλαγο και σχολιάζει σε μας, αφού μας ρώτησε από που είμαστε: «Εσείς απ’την Αθήνα πως τους βλέπετε τους ξένους;» απαντάμε αυθόρμητα: «Πως μπορείς να δεις τους ικέτες που ζητούν την βοήθεια σου;»
Ισχυρίζεται: «Χτες ήταν εδώ κάτι Έλληνες και Γάλλοι, με επιτροπές, συζητώντας για το πόσα λεφτά βγάζουν απ’ αυτούς, τους διαγούμσαν* κανονικά...»
Κουνήσαμε το κεφάλι με συγκατάβαση να δούμε που το πάει, (αν και φαινόταν το πράμα).
«Βρομίζουν τα πάντα... έχουν γεμίσει οι δρόμοι με την βρωμιά τους, παντού μπουκάλια άδεια και σακούλες...»
Απαντάει η γυναίκα μου: «Στην πηγή του Τζίγκου, βρήκαμε σωρό τα μπάζα και τα αστικά σκουπίδια, μολύνουν το καλύτερο νερό του νησιού, αυτά οι πρόσφυγες τα ρίξαν;»
«Α καλά, κατάλαβα, καλή σας όρεξη» και κόβει ευτυχώς την κουβέντα, συνεχίζοντας ν’ αγναντεύει με τα κιάλια.
Σαν αποφάγαμε και ζητήσαμε λογαριασμό, βλέπουμε στ’ ανοιχτά ένα φουσκωτό με μηχανή να ‘ρχεται γεμάτο. Δεν προλαβαίνουμε να σχολιάσουμε και ο νέος ανεπιθύμητος «φίλος» αναρριγά και πετάγεται σαν ελατήριο, παρατώντας την σαλάτα και το κρασί, τρέχει στην μαύρη του «τζιπούρα» (SUZUKI JLX) χωρίς πινακίδες και φεύγει σπινιάροντας. Ο ταβερνιάρης ήρεμος καθησυχάζει τον υιό-σερβιτόρο: «θα γυρίσει, όλη μέρα αυτή τη δουλειά κάνει»
Ακολουθούμε την ίδια διαδρομή προς την Σκάλα Συκαμιάς και αντικρίζουμε το διαγούμσμα*: Ο Αποστόλης με το τζιπ χωρίς πινακίδες πάντα,και αλλά δύο μαύρα αγροτικά (φαίνεται το χρυσαυγίτικο χρώμα τους χαρακτηρίζει) μοίραζαν τη λεία καυγαδίζοντας για την προτεραιότητα: βάρκα, μηχανή και μπιτόνι με την βενζίνη που απόμεινε. «Εξαίρετοι κύριοι !»
Πίσω τους έβγαιναν οι άνθρωποι με παιδιά τους σιωπηροί, χαμογελαστοί γιατί γλύτωσαν, πετώντας ψηλά τις σαμπρέλες. Κατόπιν έπαιρναν ποδαράτα τον δύσκολο ανήφορο προς Μανταμάδο. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιό πάνω 4 – 5 αυτοκίνητα αλληλέγγυων προσπαθούσαν να βολέψουν την προηγούμενη καραβιά. Συνολικά εκείνο το απόγευμα αποβιβάστηκαν μπροστά μας περίπου 150 άνθρωποι. Στοίβα τα σωσίβια και οι σαμπρέλες πίσω τους.
Στην διασταύρωση της Κλειού ντόπιος διαπραγματεύεται την τιμή δείχνοντας και με τα δύο χέρια «πόσο πάει», σαν τα γαριδάκια των 20 € που είχαν πουλήσει κάποιοι προ ημερών... Άλλο ένα κοράκι.
Σε όλους σχεδόν τους δρόμους του νησιού φάλαγγες ανθρώπων στα δεξιά του δρόμου σέρνουν τα βήματα τους αποκαμωμένοι, νύχτα ή μέρα προς την Μυτιλήνη για να πάρουν το «χαρτί» να φύγουν για τον αφιλόξενο και πλούσιο Βορρά. Απαντούν χαμογελαστά στον χαιρετισμό μας και μας δείχνουν τα άδεια τους μπουκάλια. Τους δίνουμε ότι νερό έχουμε.
“Merhaba, kif allak ? Suriya ?”
“Suriya , Afganistan… Cukran”
Γενικά είμαστε φιλόξενη ράτσα οι Μυτιληνιοί και το βλέπεις παντού με τους αλληλέγγυους, αυτούς που μοιράζουν νερά και σάντουιτς στα σταυροδρόμια, εκείνους που δίνουν σκηνές και ότι άλλο μπορούν. Εδώ η Μικρασία δεν ξεχάστηκε, ούτε η προσφυγιά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
*Διαγουμίζω: λεηλατώ, διαγούμσμα η λεηλασία.
Κείμενο /φωτογραφίες: Αποστόλης Ραζής