Βασιλική Ράλλη: η γυναίκα που δέχτηκε σε ενύπνιο υποδείξεις για την αποκάλυψη λειψάνων Αγίου Ραφαήλ
Η κ. Βασιλική Ράλλη γεννήθηκε στη Θερμή της Λέσβου λίγους μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Κατάγεται από τα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας της, Νικόλαος Μαραγκός, έμεινε αιχμάλωτος στους Τούρκους, ενώ η μητέρα της ήλθε προσφυγοπούλα στη Λέσβο, διαφεύγοντας ως εκ θαύματος τη σφαγή τον τραγικό Σεπτέμβρη του 1922.
Η κ. Βασιλική Ράλλη απεφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο και τη Γαλλική Σχολή της Μυτιλήνης.
Αν και από νωρίς ασχολήθηκε με την ποίηση, ωστόσο τα τελευταία χρόνια μάς έδωσε υπέροχα δείγματα πεζογραφίας, στα οποία είναι διάχυτη η αγάπη της, η νοσταλγία κι ο βαθύς πόνος για την αξέχαστη πατρίδα της, αλλά και η βαθιά της πίστη και ευλάβεια στο Θεό και τους Αγίους.
Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει τα εξής βιβλία: «Καρυές, ο λόφος των Αγίων», «Πατρίδα αξέχαστη Μικρά Ασία», «Πηνελόπη»,«Το Προσφυγόπουλο» και την ποιητική συλλογή «Ψυχής αντίλαλοι».
Η Βασιλική Ράλλη είναι η πρώτη που δέχθηκε σε ενύπνιο τις υποδείξεις του Αγίου Ραφαήλ σχετικά με την αποκάλυψη των λειψάνων μέσα στο κτήμα της και μέχρι σήμερα αποτελεί την κύρια και πιο αξιόπιστη πηγή πληροφοριών γύρω από το «Θαύμα της Θερμής».
ΕΡ.: Παρατηρείται στις μέρες μας μία προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Ως Μικρασιάτισσα, πώς κρίνετε αυτήν την κίνηση;
ΑΠ.: Η ζωή μου ολόκληρη είναι μια συνεχής μαρτυρία της μικρασιάτικης καταγωγής μου.
Σε κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία που μου παρουσιάζεται δεν παύω να διακηρύττω και να ομιλώ για τη μικρασιατική γη των πατέρων μας.
Λες και φοβάμαι μη την ξεχάσει κανείς ή αμφισβητήσει την ελληνικότητά της. Τι κι αν γεννήθηκα στη Θερμή της Λέσβου? είμαι Μικρασιάτισσα.
Είμαι ο σπόρος που κυοφορήθηκε μες στ αγιασμένα χώματα της γης αυτής της Επαγγελίας, της ποτισμένης με ιδρώτα και αίμα ελληνικό, της σπαρμένης από τα ιερά κόκκαλα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων.
Είμαι από τη γη που έκρυψε στα έγκατά της τόσα κορμιά αδικοσκοτωμένων Ελλήνων.
Έζησα το δράμα της προσφυγιάς και του ξεριζωμού, ακούω τώρα στα υστερνά μου χρόνια να γίνεται λόγος για τη λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία.
Αρχικά κρίνω την κίνηση αυτή θετική. Διότι, τους γειτονικούς λαούς γενικότερα, και τους Έλληνες με τους Τούρκους ειδικότερα, δεν πρέπει να τους χωρίζει το μίσος, αλλά να συμβιώνουν ειρηνικά.
Είναι ευχάριστο να συνυπάρχουν αυτοί οι δυο λαοί, γιατί έχουν συμβίωσει ειρηνικά και στο παρελθόν κι έχουν δεχθεί τα ίδια δεινά και τις ίδιες λαχτάρες.
Παρ όλα αυτά, θεωρώ πως οι Έλληνες πολιτικοί θα πρέπει να είναι προσεκτικοί, για να μη δημιουργηθούν προβλήματα στα εδαφικά δικαιώματα και στα συμφέροντα της Ελλάδας για να μην προδοθεί η ιστορία του τόπου μας.
ΕΡ.: Ποια θεωρείτε πως ήταν η προσφορά των Μικρασιατών στην ελλαδική κοινωνία;
ΑΠ: Η Μικρασία την περίοδο εκείνη, πριν την Καταστροφή, είχε μία σπουδαία άνθιση σε πολλούς και διάφορους τομείς.
Θα έλεγα πως έδινε την εικόνα μιας ευρωπαϊκής χώρας, πολύ πριν η Ευρώπη αποκτήσει την αίγλη που απέκτησε.
Οι Μικρασιάτες, διωγμένοι σαν διαβατάρικα πουλιά, μπορεί τα υπάρχοντά τους να τα εγκατέλειψαν, καθώς βίαια εκδιώχθηκαν, μπορεί να άφησαν στα βάθη της Ανατολής γονείς και παιδιά, όμως μαζί τους κουβάλησαν μια ιστορία, έναν πολιτισμό, μια κουλτούρα, μια αρχοντιά κι αυτούς τους σπόρους τους φύτεψαν στη γη της μητέρας Ελλάδας, με αποτέλεσμα να συμβάλουν σε μια ιστορική αναγέννηση της χώρας μας, της οποίας τα πλήρη ευεργετικά αποτελέσματα δεν έχουμε ίσως δει ακόμη.
Η προσφορά των Μικρασιατών στην ελλαδική κοινωνία ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Είναι και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι Μικρασιατές ανέπτυξαν οικονομικές, εμπορικές, επιστημονικές και πολιτισμικές δραστηριότητες, οι οποίες βοήθησαν στην πρόοδο του ελληνικού κράτους τον 20ο αιώνα.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, έστω κι αν λύγισε προσωρινά κάτω από το βάρος του σταυρού που σήκωσε, διωγμένος βίαια από τη γη των πατέρων του, δεν έσκυψε το κεφάλι στην καταφρόνια.
Αλλά με την εξυπνάδα, τη δραστηριότητα και την εργατικότητα που τον χαρακτήριζε κατόρθωσε γρήγορα να ορθοποδήσει και να συμβάλει σημαντικά στην πρόοδο του ελληνικού κράτους.
ΕΡ.: Τον τελευταίο καιρό όλοι έκθαμβοι παρατηρήσαμε πως η Ελληνική Kυβέρνηση δε χαρακτήρησε με Προεδρικό Διάταγμα τη Μικρασιατική Καταστροφή ως γενοκτονία. Mονολεκτικά ποια είναι η γνώμη σας;
ΑΠ.: Θεωρώ ότι αυτό ήταν μεγάλο λάθος των πολιτικών μας, δεδομένου ότι υπήρξε γεγονός αποδεδειγμένο και πανθομολογούμενο η γενοκτονία των Ελλήνων Μικρασιατών, κι όχι μονάχα των Αρμενίων.
ΕΡ.: Πριν από τη δεκαετία του 70 η Λέσβος ήταν γνωστή ως το νησί δίπλα στην Τουρκία, ενώ στις τελευταίες δεκαετίες είναι πλέον γνωστό ως το νησί των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης. Πώς αισθάνεστε γι αυτήν την εξέλιξη, εσείς που είστε ένας από τους πρωτεργάτες της υπόθεσης των Καρυών της Θερμής;
ΑΠ.: Αισθάνομαι ξεχωριστή συγκίνηση, ως το πρόσωπο που έχω ζήσει από την αρχή αυτήν την ιερή υπόθεση και πίστεψα ακράδαντα στην αγιότητα αυτών των μαρτύρων? αλλά, και ιδιαίτερα, ως ιδιοκτήτρια του ελαιοκτήματος μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα όλες οι ιερές ευρέσεις.
Δοξάζω το Θεό και ευχαριστώ τους αγίους που επέλεξαν κι εμένα, ώστε να συμβάλω κι εγώ ταπεινά στην αποκάλυψή τους.
--------------------
Το ιστορικό με βάση όσα αναφέρονται στα βιβλία της Ιεράς Μονής του Αγίου Ραφαήλ
Στον Ιερό αυτόν τόπο των Καρυών ήταν το ελαιόκτημα του Τούρκου άρχοντα Χασάν - Βέη, μέσα στο οποίο υπήρχε ενα ερημοκκλήσι στο όνομα της Παναγίας, που είχει μόνο έναν γέρικο πρίνο και ενα σπασμένο μάρμαρο που χρησιμοποιούσαν ως Αγία Τράπεζα. Οι κάτοικοι της Θέρμης απο παράδοση συνήθιζαν να ανεβαίνουν κάθε Λαμπροτρίτη και να κάνουν αυτή την πανηγυρική λειτουργία ,χωρίς να τους εμποδίζει διόλου ο Τούρκος ιδιοκτήτης του κτήματος.
Η συχνότητα με την οποία έβλεπαν υπερφυσικά φαινόμενα οι Θερμιώτες ήταν συχνότατη και γνωστή πια σε όλο το νησί. Τέτοια φαινόμενα βίωσαν και άλλοι κάτοικοι της Λέσβου.Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το τουρκικό ελαιόκτημα περιήλθε στην προσφυγική οικογένεια Μαραγκού, και τον Ιούνιο του 1959, για να εκτελέσουν ενα τάξιμο της μητέρας τους Αγγελικής ,ζήτησαν απο τον Μητροπολίτη κ.Ιάκωβο άδεια για να κτίσουν ένα Εκκλησάκι.
Την προηγούμενη μέρα, είχαν ανεβή επάνω ο Αγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό γιά να συνεννοηθούν επί τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς όπου ήταν τα ερείπια από το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια.
"Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.
Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την περιοχή, αλλά ξένη, "σαρμουσακόπετρα" όπως λένε στην τοπική διάλεκτο. Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα.
Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. Ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα χαράς. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε. «Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος.Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.
Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα.
Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα ανθρώπινο σκελετό...».
Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα. Ο νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα.
Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα χωματένιο καντήλι.
Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα. Προσπάθησε με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω σε ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.
Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε τον Αγγελο Ράλλη. "Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Αγγελος. Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;". "Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό" απάντησε ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.
Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους ντόπιους θερμιώτες. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί χριστιανός. Όλοι τους απαντούσαν "Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;".
"Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. "Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου, εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους.
Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να τα πλύνουμε και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γιαυτό αυτό και είπαμε στον Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε.
Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο. Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού.
Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας "Τι λέτε; θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;". Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας μέρας.
Την προηγουμένη όμως που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το Ιερό. Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί.
"Καθώς έσκυψα" αφηγείται ο ίδιος "νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ... τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά... τίποτα!
Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά. Απο το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος".
Λίγες μέρες αργότερα γίνεται και άλλο θαύμα από τον άγνωστο Αγιο. Η Βασιλική Ράλλη υπέφερε αρκετό καιρό από το στομάχι της. Ό,τι φάρμακα κι αν έπαιρνε, δεν έβλεπε καμιά βελτίωση, και η εγχείρηση ήταν αναπόφευκτη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε το θαύμα του Αγίου στην Παρασκευή Δουργκούνα, ανέβηκε με την Μαρία Τσολάκη στις Καρυές και παρακάλεσε με δάκρυα τον Αγιο να την θεραπεύσει.
Όταν κατέβηκε στο χωριό, ο άντρας της και η μητέρα της την μάλωσαν, που πήγε στο βουνό και ταλαιπωρήθηκε, ενώ είχαν προγραμματίσει να κάνουν την επομένη μια σειρά ιατρικών εξετάσεων στη Μυτιλήνη. Εκείνη στενοχωρήθηκε πολύ και με κλάματα έπεσε να κοιμηθή.
Μόλις την πήρε ο ύπνος, βλέπει ένα μοναχό με γλυκύτατη και ασκητική μορφή να στέκεται στο πλάι της."Μην κλαίς. Εμένα με έσφαξαν γιά τον Χριστό, ας σε μάλωσαν και σένα γιά χάρη μου. Θα αποδείξω μια μέρα σε όλους ότι έχουν άδικο. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου, είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα. Που πονάς, παιδί μου ;". "Στο στομάχι μου" απαντά η Βασιλική.
Απλώνει τότε το χέρι του και την σταυρώνει τρεις φορές λέγοντας: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... Βασιλική, είσαι καλά. Προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο γιά σένα". Την ίδια στιγμή ξύπνησε κι έκανε το σταυρό της με δάκρυα ευγνωμοσύνης. Η γαλήνια μορφή του Αγίου ήταν βαθειά αποτυπωμένη στο νου της.
Το πρωί σαν ξημέρωσε, διηγήθηκε το θαύμα στους δικούς της. Εκείνοι δεν πίστεψαν ότι έγινε καλά και επέμεναν να κάνει τις εξετάσεις. Η Βασιλική όμως ήταν υπερβέβαιη γιά την ευεργεσία και τους αγνόησε. Πραγματικά, από τότε μέχρι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν την ξαναενόχλησε το στομάχι της κι ούτε χρειάστηκε να πάει σε γιατρό η να πάρει φάρμακα.
Μετά τη θαυμαστή θεραπεία της, ανέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στις Καρυές και προσευχόταν. Ασπαζόταν το κασονάκι όπου είχαν τοποθετήσει τα λείψανα και θερμοπαρακαλούσε: "Ποιός είσαι, άγνωστε μου Αγιε; Σε πιστεύω με όλη μου την καρδιά. Πες το όνομα σου να το δοξάσουμε όπως σου αξίζει".
Μια νύχτα λοιπόν ξαναείδε στον ύπνο της τον μοναχό με την χαρακτηριστική επιβλητική φυσιογνωμία."Είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ, της λέει. Δικά μου είναι τα οστά που βρέθηκαν. Ζούσα στο Μοναστήρι των Καρυών και με έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού προηγουμένως με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα". Ξύπνησε και θυμόταν καλά το όνομα: Ραφαήλ, θα ήταν τρείς η ώρα.
Από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό της ξύπνησε και τον άντρα της να του το πει. Το πρωί το συζήτησαν και με τη μητέρα της. Την συμβούλεψαν να μην πει λέξη σε κανένα, γιά να μην τους σχολιάζουν στο χωριό. Μετά από λίγο, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ήρθε οτό σπίτι τους η Μαρία Τσολάκη και κοντοστεκόταν σαν να ήθελε κάτι να τους πει.
"Τι είναι, Μαρία; Μην είδες πάλι εκείνον τον πάπαδο;" την πείραξε ο Αγγελος, γιατί έτσι έλεγε η Μαρία τον κληρικό που είχε δει ακέφαλο πάνω στις Καρυές, επειδή ήταν υψηλόσωμος. "Όχι, Αγγελε. Μόνο είδα την ίδια μαυροφόρα γυναίκα, την Παναγία, και μου είπε ότι το όνομα εκείνου του παπά είναι Ραφαήλ".
Ακούγοντας τα λόγια της, έμειναν και οι τρεις άναυδοι. "Τι πάθατε, Αγγελε; Εγώ στα αλήθεια είδα την Παναγία και μου είπε τρεις φορές το όνομα". "Σε πιστεύω, Μαρία, αποκρίθηκε ο Αγγελος, γιατί το ίδιο όνομα έμαθε και η Βασιλική απόψε το βράδυ. Είμαστε ξυπνητοί από τις τρεις τα χαράματα και, τώρα μόλις, πάλι την ίδια συζήτηση είχαμε. Αν μεσολαβούσε λίγη ώρα και κατέβαινα στην αγορά χωρίς να με προλάβεις, θα έλεγα ότι είχατε συνεννοηθή. Ενώ τώρα είναι ολοφάνερο πως κάτι σπουδαίο έγινε και στις δυό σας. Αλλά πες μας τι ακριβώς είδες".
"Χθες το απόγευμα ανεβήκαμε με την γυναίκα σου την Βασιλική και τον γιο μου τον Παναγιώτη στις Καρυές να ανάψουμε τα καντήλια. Πλησιάζοντας στο Εκκλησάκι, μου λέει το παιδί "Μαμά, στην ελιά έξω από την Εκκλησία κάθεται μια γριούλα και με καλεί με το χέρι της". Εμείς δεν βλέπαμε τίποτε και το ρώτησα που ήταν η γριά. "Μπήκε μέσα στην Εκκλησία" μας απάντησε κι έτρεξε να πάει κι εκείνο μέσα.
Βγήκε όμως έκπληκτο και μας είπε ότι η γριούλα βγήκε από το παράθυρο. Δεν το πιστέψαμε και το μάλωσα, νομίζοντας ότι μας κορόιδευε. Τη νύχτα όμως είδα την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: "Το παιδί δεν είπε ψέματα, Μαρία. Εγώ ήμουν, και αν το άφηνες μόνο του, θα του έδινα την εικόνα μου στην αγκαλιά του. Εδώ με έχει θαμμένη με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγερος που ζούσε εδώ πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι".
Την ίδια στιγμή παρουσιάσθηκε στα δεξιά της ο παπάς εκείνος, τον έδειξε με το χέρι της και μου είπε: "Δικά του είναι τα οστά που βρήκατε. Αύριο να πάς στον παπά-Παχώμιο που είναι στο διπλανό χωριό, να του πείς να ανεβή στο Εκκλησάκι, να λειτουργήσει και να μνημονεύσει τα οστά με το όνομα Ραφαήλ, όχι αγνώστου. Να κάνετε και κόλλυβα. Αν δεν πάς, χειρότερα από τον άντρα σου θα πάθεις!".
Την ρώτησα, γιατί να πάμε στον παπά-Παχώμιο και όχι στον παπά του χωριού μας, και μου απάντησε. "Γιατί είναι καλογερόπαπας". Τρείς φορές είδα το ίδιο όνειρο, γιατί κάθε φορά που ξυπνούσα, ξεχνούσα το όνομα. Που να το θυμάμαι; Μαθές, έχουμε τέτοιο όνομα στο χωριό μας; Την τρίτη φορά μου λέει η Παναγία "Σήκω, κόρη μου, και γράψε το όνομα του, να μην το ξεχάσεις"...".
Δόξασαν το όνομα του Θεού και πήραν την απόφαση να πάνε να ειδοποιήσουν τον ιερομόναχο Παχώμιο, εφημέριο της γειτονικής Κοινότητας των Πύργων. Αλλά η μητέρα της Μαρίας, όταν της το είπαν, αντέδρασε και ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές της. Έτσι, αναγκάσθηκαν να στείλουν τη γειτόνισσα τους Βιργινία Αδάμ.
Ο π. Παχώμιος αμφέβαλε γιά τη γνησιότητα των ονείρων και της είπε "Την Λειτουργία θα σας την κάνω με όλη μου την καρδιά, αλλά μη μου ζητάτε να μνημονεύσω αυτό το όνομα. Χρειάζεται προηγουμένως να πάρω άδεια από τη Μητρόπολη". Ήταν 6 Όκτωβρίου 1959.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, που θα τελούσε τη Λειτουργία, είδε το ακόλουθο όνειρο και μάλιστα δε δίστασε να το περιγράψει με γραπτή κατάθεση του προς τον Μητροπολίτη. "Βρέθηκα στο νεόκτιστο Εκκλησάκι του λόφου των Καρυών, που έλαμπε ολόκληρο από φως. Στα αριστερά της Αγίας Τραπέζης είδα ένα κληρικό με άσπρα μαλλιά και γένια που έμοιαζε με τον παπά-Ευθύμιο, τον εφημέριο της Θερμής.
Του λέω "Ούτε ιερό έκανες, αλλά ούτε και νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου". Αμέσως εκείνος άλλαξε όψη και φάνηκε με διαφορετική μορφή· υψηλός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένια, σοβαρός, επιβλητικός. "Έμαθα ότι ο νέος ασκητής που φανερώθηκε ονομάζεται Ραφαήλ" του είπα, κι εκείνος συμπλήρωσε με έμφαση "Καί η καταγωγή μου εξ Ιθάκης".
"Σκέφτομαι, συνέχισα, να παραγγείλω την εικόνα του στο Αγιον Όρος, όπου αγιογραφούν με ευλάβεια". "Και την Ακολουθίαν μου μαζί" αποκρίθηκε ο "Αγιος". Την άλλη μέρα το πρωί λειτούργησε στο Εκκλησάκι των Καρυών και μνημόνευσε γιά πρώτη φορά το όνομα Ραφαήλ.
"Αν δεν πιστεύετε, είπε στο εκκλησίασμα, αυτές τις γυναίκες που πληροφορήθηκαν το όνομα του Αγίου, πιστέψτε εμένα που βαστώ τα Αγια και τρέμει η γη κι ο ουρανός· Ραφαήλ είναι το όνομα του Αγίου". Εντωμεταξύ μέσα στον Οκτώβριο του 1959 πολλαπλασιάζονται οι εμφανίσεις του Αγίου κατά τις οποίες ο ίδιος φανερώνει το όνομα του σε πολλά πρόσωπα.
Ένας απο αυτούς, ο Κώστας Τσαλίκης, πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών μια εικόνα του Ταξιάρχη γιά αφιέρωμα και άκουσε μια φωνή "Κώστα, Κώστα, το όνομα μου είναι Ραφαήλ!" Τρομοκρατημένος άφησε την εικόνα και έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό. Η ανεψιά του εφημερίου της Θερμής π. Ευθυμίου, Μυρσίνη Λυκαρδοπούλου, είδε στον ύπνο της τον "Αγιο αυστηρό να την πιάνει από το χέρι και να επαναλαμβάνει: "Ραφαήλ, Ραφαήλ, Ραφαήλ είναι το όνομα μου! Μην αμφιβάλλεις". Η συνταξιούχος καθηγήτρια Ευγλωττία Σβορώνου, από τους Πύργους, τον είδε μέρα μεσημέρι μέσα στο σπίτι της με λαμπερό μαύρο ράσο, επανωκαλύμμαυχο και κομποσχοίνι περασμένο στο λαιμό.
Συγκλονισμένη η Εύγλωττία πήγε αμέσως στον π. Παχώμιο και του ζήτησε να ανεβούν στις Καρυές, όπου και έψαλαν Παράκληση μπροστά στα λείψανα του Αγίου. Η Μαρία Δουργκούνα είδε στον ύπνο της, στα μέσα Νοεμβρίου 1959, ότι μπήκαν στο σπίτι τους δύο γυναίκες μαζί με ένα μοναχό.
Η μία γυναίκα κρατούσε ένα άρτο και της είπε ότι ήταν η Θεοτόκος, ενώ η άλλη με τον Σταυρό στο χέρι ήταν η αγία Παρασκευή. Ο μοναχός την πλησίασε και την ρώτησε τι βιβλία διαβάζει. "Να διαβάζεις την Αγία Γραφή" της είπε. Εκείνη τότε τον ρώτησε ποιος ήταν, και της απάντησε: "Ο Αγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη".