Το «Ελευθέριος Βενιζέλος» μοιάζει γιγαντιαίο καθώς πλησιάζει την προβλήτα Ε1 του Πειραιά. Το φεγγάρι έχει μόλις βγει, αλλά η νύχτα δεν έχει πέσει ακόμα: είναι η ώρα που οι φωτορεπόρτερ λένε «χρυσή» κι ο ουρανός, η θάλασσα, τα καράβια παίρνουν τα πιο έντονα μπλε, κόκκινα και χρυσαφιά χρώματα.
Πάνω στα καταστρώματα, εκατοντάδες άνθρωποι σηκώνουν τα χέρια ψηλά και σχηματίζουν το σήμα της νίκης. Σε λίγο η μπουκαπόρτα θα ανοίξει και θα κάνουν ένα βήμα πιο κοντά στην Ευρώπη των ονείρων τους.
Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ευχαριστούν τον Θεό, φωτογραφίζονται. Είναι χαρούμενοι κι ενθουσιασμένοι. Νιώθουν επιτέλους ασφαλείς, όπως λένε και ξαναλένε στις κάμερες που τους περικυκλώνουν.
«Σε μια ώρα με το λεωφορείο θα έχουμε φτάσει στη Μακεδονία, έλα μαζί μας να περάσουμε τα σύνορα», με προσκαλεί η Μπουσρίν. Είναι μόλις 20 χρόνων, παντρεμένη εδώ και λίγο καιρό με τον Αλί. Στη Συρία, εκείνη ήταν νοσοκόμα κι εκείνος μηχανικός αυτοκινήτων.
Από όλη τους τη ζωή εκεί έχουν απομείνει τα κινητά τους τηλέφωνα, κάποια χρήματα και τα διαβατήριά τους. Το κορμί σου, τα ρούχα που φοράς κι ό,τι χωράει σε μια τόση δα τσαντούλα που κρατάς σφιχτά σημαίνει να είσαι πρόσφυγας.
Τα υπόλοιπα πράγματά τους βούλιαξαν στο Αιγαίο μαζί με τη βάρκα που τους μετέφερε από την Τουρκία. Πλήρωσαν 1.100 δολάρια ο καθένας για να περάσουν στη Μυτιλήνη, άλλα 55 ευρώ για να φτάσουν στον Πειραιά και τώρα με 55 ευρώ τούς υπόσχονται ότι σε μίια μόλις ώρα θα τους οδηγήσουν στα σύνορα.
Ο Χουσεΐν με τη χρυσή αλυσίδα, τα δαχτυλίδια και το μυτερό μουσάκι είναι ένας από τους πολλούς μάγκες που μαζεύονται στο λιμάνι. Δουλεύει σαν κράχτης για ταξιδιωτικό γραφείο του κέντρου της Αθήνας.
Οι κράχτες συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο για το ποιος θα προλάβει να μαζέψει περισσότερους από τους πρόσφυγες που βγαίνουν παραζαλισμένοι από το πλοίο. Πληρώνονται με το κεφάλι και τους ζητούν ό,τι τους παίρνει: από άλλον θα πάρουν 50, από άλλον 100 ευρώ, σε άλλον θα τάξουν πως τα Σκόπια απέχουν μία ώρα από την Αθήνα, σε άλλον ότι είναι τρεις ώρες, άλλους με το αζημίωτο θα τους οδηγήσουν σε φτηνά ξενοδοχεία γύρω από την Ομόνοια. Αλλά για τους πρόσφυγες που έχουν ήδη διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα κι έχουν δαπανήσει χιλιάδες ευρώ για να διασωθούν τέτοιες μικροαπατεωνιές μοιάζουν αστείες.
Τα αλάνια που πέφτουν πάνω στους πρόσφυγες κοιτάζουν να τους τραβήξουν χρήματα με όποιον τρόπο μπορούν: τους χρεώνουν δύο ευρώ για να τους πάνε σε καφενείο ώστε να φορτίσουν τα κινητά τους, τους πουλάνε γιαουρτάκια και γάλα για τα μωρά σε υπερδιπλάσιες τιμές, τους συστήνουν σε συγκεκριμένους οδηγούς ταξί που θα τους πάνε στην Ομόνοια με διπλή ταρίφα. Οι οδηγοί δίνουν μερτικό στον κράχτη κι εκείνοι με τη σειρά τους παίρνουν μερτικό από το ταξιδιωτικό γραφείο που θα τους πάει στα σύνορα.
Παράνομο
Ο διευθύνων σύμβουλος των ΚΤΕΛ την Τετάρτη το βράδυ υπέβαλε μήνυση για «άγρα πελατών». «Αυτό που συμβαίνει είναι απολύτως παράνομο, τα κυκλώματα εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους που με το κανονικό εισιτήριο θα μπορούσαν να φτάσουν στα σύνορα με το ΚΤΕΛ», μας λέει ο Γιάννης Παππάς.
Οπως θα μπορούσαν να επιβιβαστούν όλοι δωρεάν στα λεωφορεία που διαθέτει το κράτος για να πάνε στον σταθμό του τρένου και να φτάσουν στον Ελαιώνα. Ωστόσο, όταν είσαι πια τόσο πολύ αποκαμωμένος κι έχεις να διασχίσεις τόσες πολλές χώρες για να φτάσεις στη Βόρεια Ευρώπη, όταν σε πλησιάζει κάποιος που μιλά τη γλώσσα σου μοιάζει με θαύμα η υπόσχεσή του να σου τα κάνει όλα εύκολα και γρήγορα κι ας είναι και υπερκοστολογημένα.
Ο κύριος Νίκος σπρώχνει το καροτσάκι με την πραμάτεια του επί 42 χρόνια στο λιμάνι. Πουλάει φιστίκια, νερά, καραμέλες και μπισκότα στους επιβάτες των καραβιών. Κάθε μέρα υποδέχεται τα κύματα των ξεριζωμένων. «Είναι αδύνατον να μη συγκινηθείς όταν μικρά παιδιά έρχονται και κοιτάζουν με τόση λαχτάρα τα γλειφιτζούρια», μας διηγείται. «Ηρθε ένας πιτσιρίκος πριν από λίγες μέρες, του έδωσα ένα. Μετά από λίγο ήρθε ξανά κρατώντας τα αδερφάκια του. Με είπε μπάμπα! Μπάμπα! Κι έπειτα βλέπω στην τηλεόραση τους αστυνομικούς να τους δέρνουν σαν άγρια σκυλιά! Ποιον δέρνετε, ρε; Τα παιδιά σας; Είμαι φτωχός και λυπάμαι τόσο πολύ που δεν μπορώ να δίνω σε όλα τα παιδάκια – έχω δύο κόρες στην ηλικία τους».
Ευγνωμόσυνη
Πριν από λίγες μέρες ένας από τους πρόσφυγες ξέχασε το κινητό του πάνω στο καρότσι του κύριου Νίκου. «Τα αλάνια εδώ στο λιμάνι μού λέγανε να το κρατήσω, ήταν πανάκριβο», μας λέει. «Ομως αυτό το κινητό είναι ο τελευταίος σύνδεσμος αυτού του ανθρώπου με την προηγούμενη ζωή του, είναι οι φωτογραφίες και τα βίντεο από το σπίτι του, είναι τα τηλέφωνα των φίλων του. Εψαξα και βρήκα τον άνθρωπο που το είχε ξεχάσει. Με ευχαριστούσε σαν να του χάρισα τον κόσμο! Ο καθένας από εμάς είναι η εικόνα της Ελλάδας που θα πάρουν αυτοί οι άνθρωποι στις νέες τους πατρίδες. Θέλω να θυμούνται όμορφα την Ελλάδα. Και να μη δώσει ο Θεός να βρεθούμε στη θέση τους».
Αυτή τη νέα πατρίδα ονειρεύονται κι οι πέντε φίλοι που έχουν απλώσει την πραμάτεια τους λίγα μέτρα παραπέρα. Είναι κι οι πέντε από το συριακό Κουρδιστάν. «Είμαστε επιστήμονες, δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα όπλα κι ο ISIS προέλαυνε κάθε μέρα», μας εξηγούν. Τώρα ονειρεύονται να φτάσουν στη Γερμανία και να συνεχίσουν την έρευνά τους.
«Η Ευρώπη μάς βλέπει ως πρόβλημα και μας διώχνει, όμως θα μπορούσαμε να είμαστε μέρος της λύσης για τα δικά της προβλήματα», λέει ο Ισμαήλ. «Είμαστε νέοι, είμαστε μορφωμένοι, θέλουμε να δουλέψουμε και να δημιουργήσουμε. Σωθήκαμε από τις βόμβες και περπατήσαμε χιλιάδες χιλιόμετρα, επιζήσαμε από τη θάλασσα. Είμαστε άνθρωποι αποφασισμένοι να ζήσουμε. Αυτό θα μπορούσε να είναι όφελος για την Ευρώπη».
Η Ευρώπη μοιάζει ακόμα πιο μακρινή σ’ αυτή την εσχατιά της, σ’ αυτή τη γωνιά του λιμανιού όπου ένα μικρό άσπρο βαν μοιράζει δωρεάν σάντουιτς και νερά. Οι πρόσφυγες μαζεύονται κατά δεκάδες, περικυκλώνουν το αυτοκίνητο, πηδάνε στην οροφή, σπρώχνονται και φωνάζουν. Αλλοι πάλι στέκονται ντροπιασμένοι και νηστικοί στην άκρη. Ενας αστυνομικός σταματάει τη μηχανή του, η σειρήνα ουρλιάζει, το μπλε φως αναβοσβήνει.
Ο κρανοφόρος στέκεται μπροστά στο βαν και τους σπρώχνει. Δύο «καθωσπρέπει» μεσήλικες του φωνάζουν: «Ασ’ τους αγόρι μου τους βρομιάρηδες! Πώς θα τα βγάλεις πέρα μόνος με δαύτους; Εμείς οι Ελληνες ποτέ δεν θα καταδεχόμασταν να σπρωχνόμαστε για ένα σάντουιτς»! Γρήγορα τα αποθέματα του βαν τελειώνουν κι οι εθελοντές φεύγουν. Η νύχτα έχει πέσει για τα καλά.
Συγκίνηση
Η προβλήτα είναι άδεια και το τεράστιο καράβι σιωπηλό. Γύρω από τον ντόκο που είναι δεμένο κάθονται οκλαδόν η Αϊσέ και η μικρή της οικογένεια. Κοιτάζουν όλοι τον Μερντίν που μακάριος μασουλάει το γλειφιτζούρι του. Είναι τοσοδούλης και δεν αντιλαμβάνεται τίποτα από την αγωνία των γονιών του που μας ρωτάνε με σπασμένα αγγλικά σε πόσες μέρες μπορούν να φτάσουν στη Σουηδία με τα πόδια. Εχουν μείνει σχεδόν άφραγκοι για να φτάσουν ώς εδώ και παρ’ όλα αυτά δεν δέχονται ούτε χρήματα να πάρουν από εμάς ούτε ρούχα.
«Θα τα καταφέρουμε», μου λέει η Αϊσέ κι ανοίγει τον σάκο της για να ανταποδώσει το μοναδικό κέρασμα που δέχτηκε, δύο παγωμένες λεμονάδες. «Δώσε μου το μέιλ σου, θα σου στείλω κάτι μόλις φτάσω στη Στοκχόλμη», μου λέει. Μ’ αγκαλιάζει και χαμογελάμε κι οι δυο πλατιά στον φακό του κινητού της. «Είσαι η πρώτη μου φίλη στην Ευρώπη! Τώρα αρχίζει η καινούργια μας ζωή», λέει η φίλη μου κι εύχομαι από μέσα μου αυτή η Ευρώπη που τόσο τη λαχταρά να μην την εξοντώσει…
Συντάκτης: Ντίνα Δασκαλοπούλου/ Εφημερίδα των Συντακτών
Φωτ.: Μάριος Λώλος