Editorial - Τρίτη 25 Μαρτίου 2014
Τρίτη 25 Μαρτίου 2014
193 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την συμβολική ημερομηνία έναρξης της Εθνεγερσίας τού 1821. Συμβολική, αφού η ημερομηνία αυτή της 25ης Μαρτίου δεν επιλέχθηκε για κανέναν άλλο λόγο παρά για να ταυτίσει την θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού με το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελισμού του Έθνους.
Το 1821 είναι φορτωμένο με τόσους πολλούς μύθους που είναι δύσκολο αυτός που νιώθει μόνο Έλληνας να αποδεχτεί την αλήθεια.
Τρεις είναι οι βασικοί μύθοι:
Μύθος 1ος : Το κρυφό σχολείο
«Το “κρυφό σχολειό” αποτελεί έναν από τους πιο γοητευτικούς και συνάμα και από τους πιο ανθεκτικούς και πιο διαδεδομένους μύθους της εθνικής μας ιστορίας. Η κριτική που άσκησε ο Αγγέλου, όσο και άλλοι ερευνητές στο μύθο ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο καθώς και το ανανεωτικό πνεύμα που επικράτησε στα σχολικά εγχειρίδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απάλειψη της αναφοράς του τόσο από τα αναλυτικά προγράμματα όσο και από το σύνολο σχεδόν των σχολικών εγχειριδίων της μέσης και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο ο μύθος φαίνεται να ανθίσταται αν όχι και να επεκτείνει τη διάδοση του». Παναγιώτης Στάθης, ιστορικός
«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκεστον υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη κι εκείνος, προς τιμήν του, όπως αναφέρεται σε έγγραφο των Τμημάτων Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφημερίδα της 21/5/1978 έδωσε αμέσως εντολή, από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: ‘Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα’, από τη σελίδα 173 της Ιστορίας της Γ’ Λυκείου» φυλλάδιο με τίτλο “Το ‘Κρυφό Σχολειό’” Ι.Μ. Χατζηφώτης, 1978
«Βρήκανε λοιπόν πως κατά τα χρόνια εκείνα τα παλιά η παιδεία μας κατατρεχόταν από τους Τούρκους αλύπητα και το τελευταίο της καταφύγιο, άγιο βήμα μυστικό ήταν το κρυφό σκολειό. Εκεί, νύχτα βαθειά στέλναν οι μαννάδες τα παιδιά τους και με τη λαχτάρα που είχανε στην καρδιά, τα μαθαίναμε να λένε στο δρόμο το γνωστό παιδιάτικο τραγούδι, που είναι και νανούρισμα μαζί, τραγούδι σ’ όλους γνωστό, που λέει: Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ,/ να πηγαίνω στο σκολειό,/ να μαθαίνω γράμματα,/ του Θεού τα πράματα. Ανάμεσα σ’ όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίτοτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι. Φαίνεται λοιπόν πως για τους παιδαγωγικούς ρήτορες που ανάφερα, άλλη δεν υπάρχει μαρτυριά παρά το ίδιο εκείνο μοναχό περίφημο τραγούδι. Όμως, αν και για την ύποφτή μου κρίση δε φτάνει το τραγούδι, ας το ξετάσουμε κι’ αυτό. Έρχεται λοιπόν η απορία πρώτα, πώς του κρυφού σκολειού τα μαθητούδια, που νύχτα πηγαίνανε στο σκολειό -κι’ αυτό θα βρισκόταν έξω από το χωριό, λοιπόν σε μοναστήρι είτε σε ρημοκλήσι- πώς τ’ ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές, και γέλια και παιχνίδια στο δρόμο τους θα ξεφεύγανε την προσοχή των Τούρκων. Και δεν ήτανε των Τούρκων μοναχά ο κίντυνος -ας τον παραδεχθούμε μια στιγμή- αλλά νύχτα στην ερημιά ήτανε και λύκοι. Και πρώτα απ’ όλα ήτανε της μάννας η λαχτάρα κι’ όλου του χωριού. Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόμο τους κανένα φύλακα μιστωτό του χωριού; Τάχα τα συνόδευε κανένας πατέρας, αδελφός με τη σειρά του; Σοβαρές απορίες, ανησυχίες ρητορικές, που τις χαρίζω στον άγρυπνο της Εθνικής παιδείας ρήτορα. Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο χτίσμα πέφτει σε μια στιγμή σωρός μ’ ένα λόγο μοναχά: Ποτέ ο Τούρκος, ο αγράμματος δε μπόδισε το Χριστιανό γράμματα να μαθαίνη, και μονάχα πολύ σπάνια έμπαινε στη μέση να χωρίζη τους δασκάλους άμα πιανόνταν από τα μαλλιά και γινόνταν σκάνταλο με τα μεγάλα τους σκολειά. Όμως αυτό γινόταν στις χώρες με τα μεγάλα σκολειά ή στα μεγάλα μοναστήρια, όχι ποτέ μέσ’ στα χωριά. Επειτα, αν ήταν η κατώτατη παιδεία απαγορευμένη από τους Τούρκους, θα τολμούσε μάννα να στείλη το μακρό της μακρυά κι’ ο Τούρκος πάλι θα ήταν τάχα δύσκολο ν’ ανακαλύψη τα παιδιά των χριστιανών να περνάνε παίζοντας και φωνάζοντας στο δρόμο τους; (…)Είναι λοιπόν παλιό υποχρεωτικό συνήθιο να πηγαίνη ο παπάς αξημέρωτα στην εκκλησιά και περισσότερο άμα είχε και μαθηταρούδια να προσέξη στο νάρτηκα είτε και μέσα στα σκαλοπάτια του εικονοστάσιου, όπου βοηθούσανε και τ’ αναμμένα καντήλια. Ο δάσκαλος παπάς μπορούσε νάταν και διάκος ή και γερομόναχος. Κάθε μαννούλα έπρεπε να ετοιμάση, να καλοπιάση το μισοξύπνητο παιδί για να το ξεκινήση. Και στεκόταν η μάννα πίσω, έλεγε στ’ άλλο το μικρότερο πούχε στο πλευρό της το νανούρισμα, για να το κάμη κι’ εκείνο ν’ αγαπάη τ’ αγουροξύπνημα.. και το Κρυφό σκολειό! άρθρο του Γιάννη Βλαχογιάννη -φιλόλογος Δημοσιεύτηκε στη “Νέα Εστία” με τίτλο “Το κρυφό σκολειό”
Μύθος 2ος : Η 25η Μαρτίου 1821 ως ημερομηνία έναρξης της επανάστασης
«Το Β.Δ. (βασιλικό διάταγμα). του 1838 που καθιέρωνε την 25 Μαρτίου ως εθνική εορτή, επικαλούνταν τους εξής λόγους για την επιλογή: πρώτον, το γεγονός ότι τη μέρα αυτή το 1821 έγινε η έναρξη του “υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους” και δεύτερον, γιατί η μέρα αυτή ήταν “λαμπρά καθ’εαυτήν” λόγω του Ευαγγελισμού. Φαίνεται ότι από τους δυο λόγους ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Μάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25 Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα. Ο θρύλος για την ύψωση του λαβάρου της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα πλάστηκε στην ουσία στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με τη συνδρομή ποικίλων παραγόντων, παρόλο που αγνοήθηκε ή διαψεύσθηκε από τη νεοελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η αφετηρία του μύθου μπορεί να ανιχνευθεί στην περιγραφή ενός γάλλου περιηγητή, του Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 μια “Ιστορία της ελληνικής επανάστασης”. Εκεί δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της επανάστασης, κατάλληλης προς κατανάλωση από το σύγχρονό του ευρωπαϊκό κοινό» Χριστίνα Κουλούρη, επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας-Εθνολογίας, «Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου»
«Αυτές οι ιστορίες είναι μύθοι που δημιουργήθηκαν από την Εκκλησία για να ενισχύσει το γόητρό της» Ελισάβετ Ζαχαριάδου, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης
Α. Κανένα δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο της εποχής δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε παρόμοιο γεγονός. Β .Οι Έλληνες και ξένοι ιστοριογράφοι της Επανάστασης αναφέρουν: Γ. Ο Π.Π. Γερμανός στα Απομνημονεύματά του, ενώ εξιστορεί με λεπτομέρειες τα πάντα, δεν λέει τίποτε για την Αγία Λαύρα. Δ. Καμιά αναφορά δεν υπάρχει πουθενά για την Αγία Λαύρα, τουλάχιστον μέχρι το 1835. «Η κατασκευή της ιστορίας», Χρήστος Κάτσικας.
Μύθος 3ος: Η εκκλησία ήταν υπέρ της επανάστασης
«Ω συ μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις τι ομοιάζεις; Ήθελα να ξεύρω από σε τώρα όπου σε ερωτώ, εις τι, λέγω, ομοιάζεις τους ιερούς και θείους αποστόλους του λόγου της σοφίας του Ιησού Χριστού; Ίσως στην αφιλοκέρδεια, όπου εκείνοι εκήρυττον; Άλλ’ εσύ είσαι γεμάτη από χρήματα, όπου καθημερινώς κλέπτεις από τους ταλαίπωρους χριστιανούς… Συ είσαι μία μάνδρα λύκων, όπου δεν υπακούεις τον ποιμένα σου και κατατρώγεις τα αθώα και πολλά ήμερα πρόβατα της ορθοδόξου εκκλησίας…. Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικό θρόνο από τον οθωμανικό αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερο κέρδος, και τον αγοραστή τον ονομάζει πατριάρχη. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβει τα όσα εδανείσθη δια την αγορά του θρόνου, πωλεί τις επαρχίες, στις αρχιεπισκοπές, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσει και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσει των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαό, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός… Πώς άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και ποίαι είσίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νυκτα καί δύο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνο, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα έργα, όπου τινάς ημπορεί να στοχασθεί. Και ούτως εις τον βόρβορο της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες. .. . Αυτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτσι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδουσι τον τίτλο του πρωτοσυγκέλλου ή του αρχιμανδρίτου άλλου τινός τάγματος, οι οποίοι άλλο δεν ξεύρουν, παρά να γράφουν ονόματα των χριστιανών με όλη την ανορθογραφία. Αυτοί, λοιπόν, περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνία εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας, και μάλιστα τας γυναίκας… Εκατό χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια. όπου πανταχοθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρό, τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους… Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος… Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερία, τους φαίνεται μία αθανάσιμος αμαρτία….ω πατριάρχα… κατεδάφισε όλα τα μοναστήρια, δια να ολιγοστεύσης τα βάρη του λαού… κάμε, τέλος πάντων, μίαν φοράν το χρέος σου.» Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμου του Έλληνος.1806
«Την ασφάλειά τους οι αρχιερείς και οι άλλοι κληρικοί εξαγόραζαν συνήθως με χρηματικά ποσά και δώρα που η ακόρεστη τουρκική φιλαργυρία τους επέβαλλε σιωπηρά ή και απροκάλυπτα…Για τη συγκέντρωση του μεγάλου αυτού ποσού είχε επιβληθεί ήδη από τους πρώτους χρόνους της κατοχής, ετήσιος φόρος 12 άσπρων σε κάθε έγγαμο χριστιανό» Θ. Δετοράκης καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης
Επίλογος:
«Το Εικοσιένα. Έχουμε ως την ώρα την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι» Κωστής Παλαμάς