Σταύρου Ξ. Βαλτά «Στους δρόμους και στις γειτονιές. Διηγήματα, Λαογραφικά και Δοκίμια»
Γράφει ο Παναγιωτής Μιχ. Κουτσκουδής
Ο αγαπητός μου φίλος Σταύρος Ξ. Βαλτάς, Καλλονιάτης της εγχώριας διασποράς (κάτοικος Γέρακα Αττικής), σε ώριμη ηλικία αποφάσισε να επιχειρήσει τα πρώτα συγγραφικά του πετάγματα. Άνθρωπος της κοινωνικής προσφοράς, μα πιότερο άνθρωπος μεστός αγνών και ευγενικών αισθημάτων, παιδιόθεν διάκονος του λαϊκού μας πολιτισμού και λάτρης της ιδιαίτερης πατρίδας του και των παραδόσεων της, επέλεξε στην παρθενική συγγραφική του κατάθεση να μας ταξιδέψει στην παλιά Καλλονή μέσα από οκτώ διηγήματα και είκοσι τρία λαογραφικά δοκίμια.
Αγκωνάρια πάνω στα οποία έχτισε τα συγκινητικά διηγήματά του είναι προσωπικές παιδικές του θύμησες, πραγματικά ιστορικά γεγονότα και περιστατικά, που τα πλούμισε με την μυθοπλαστική φαντασία του και τον πηγαίο λυρισμό του. Τα κείμενά του γυρίζουν πίσω το ροδάνι του πανδαμάτορα χρόνου μισό αιώνα και πλέον, για να αναστήσουν την μεταπολεμική Καλλονή των παιδικών του χρόνων, που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στο νου και στην καρδιά του. Ο Αρχοντομαχαλάς, η Πλατεία, ο Αχέρωνας ποταμός, το σινεμά «Ευτέρπη», το καφενείο «Παράδεισος» στα Χάνια, τα Σουμούρια… ζωντανεύουν μέσα από τις τραβηγμένες γρίλιες της ιστορίας και στήνουν ένα κινηματογραφικό σκηνικό όμοιο μ’ αυτό της αθάνατης ταινίας «Συνοικία το όνειρο». Γειτονιές φτωχικές, δρόμοι όλο λάσπη και σπίτια ρημαδιά, πού να χωρέσει τ’ όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες;
Πρωταγωνιστές του απλοί καθημερινοί άνθρωποι, επώνυμοι κι ανώνυμοι, φτωχοί, πεινασμένοι, ταλαιπωρημένοι, ξωμάχοι του καθημερνού κάματου και μόχθου. Πυρηνικό θέμα των διηγημάτων του η βασανισμένη ζωή της φτωχολογιάς, η στερημένη, η άχαρη… Σε αντιπαράθεση με την κοσμική ζωή των αρχοντάδων, που αποφάσιζαν, κατά το συμφέρον τους, για όλους και για όλα! Μεροφάι, μεροδούλι, αγκομαχητό για τον επιούσιο, για ένα τσιγάρο, για μια φωτιά που θα ζεστάνει τα σουβλισμένα απ’ το κρύο κόκαλα του πληβείου… Θλιβερές Πρωτοχρονιές βουτηγμένες μες στο κρίμα της κοινωνικής ανισότητας. Λαχτάρα για ένα δέμα της Ούνρα, που κι αυτό το κράτησαν τα μέλη της «Επιτροπής». Τραγικές φιγούρες που, παρόλα αυτά, βρίσκουν το κουράγιο να αντεπεξέρχονται στα χτυπήματα της κακορίζικης μοίρας τους και στα βάσανα της κερατοζωής τους με πειράγματα και χωρατά. Αυτή η σκωπτική θεώρηση της πληγιασμένης ζωής τους διαπερνά τα - κατά τ’ άλλα – συγκινησιακά φορτισμένα διηγήματα του συγγραφέα, που, σαν άνθρωπος καλόβουλος και πρόσχαρος, δεν παραλείπει να τα διανθίζει μ’ ένα διακριτικό χιούμορ, απαλύνοντας την πίκρα που αναδύουν, όπως στον ευλογημένο Αθανάσιο, στους «τριακόσιους του Λεωνίδα» που έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι και στην περιπετειώδη …ανάλυση ούρων!
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου λειτουργεί ως μικρή λαογραφική κιβωτός στην οποία ο Σταύρος, ως σύγχρονος Νώε, διασώζει ντόπια ήθη, έθιμα, παραδόσεις. Με το μίτο της Αριάδνης μάς βγάζει από το λαβύρινθο της μακραίωνης ιστορικής τους διαδρομής, συνδέοντας τις προϊστορικές ρίζες τους με τα σύγχρονα τελετουργικά τους. Παγανιστικά δρώμενα, μαγικές τελετές για το ξόρκισμα του κακού και πανάρχαιες δοξασίες, που επιβιώνουν ως τις μέρες μας μέσα από αφομοίωση και την ένταξη τους στο δογματικό περιεχόμενο της χριστιανικής θρησκείας. Όσο κι αν η αλματώδης επιστημονική πρόοδος και η ακάθεκτη τεχνολογική εξέλιξη τα έχουν διπλομανταλώσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, δεν παύουν να αποτελούν συνδετικούς κρίκους της μακριάς αλυσίδας της ιστορίας του ελληνισμού, να κρατάνε αναλλοίωτη την πολιτισμική μας ταυτότητα μέσα στην ισοπεδωτική μανία του οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης, να σφυρηλατούν την ιστορική μας συνέχεια ως λαού και ως έθνους.
Γι’ αυτό τα ξεθάβουμε και τα κρατάμε ζωντανά! Όπως τον γκρα, που ξέθαψε μετά την απελευθέρωση απ’ τους Γερμανούς ο μπάρμπα-Γιάννης, ο ήρωας του πρώτου διηγήματός του. Αυτό το κειμήλιο που κρατούσε θαλερές τις νεανικές του μνήμες από τη μικρασιατική Ιωνία, απ’ όπου ξεριζώθηκε με το μεγάλο διωγμό. Μπορεί η υγρασία της γης να κατάπιε τα ξύλινα μέρη του, αλλά τα μεταλλικά του κομμάτια άντεξαν. Ακόμα και οξειδωμένα τα έσφιξε στο στήθος του και τα φίλησε δακρυσμένος. Έτσι ζωντανές να βαστάμε κι εμείς οι νεότεροι τις προγονικές μας παραδόσεις!
Σταύρο, εύχομαι αυτό το πρώτο σκαρί που ναυπήγησες να ’ναι καλοτάξιδο! Τώρα που κύλησε από τη ράμπα του ταρσανά και βούτηξε στη θάλασσα, βάλε πλώρη για το επόμενο! Να ’ναι πιο τρανό, πιο αρματωμένο, να μας ταξιδέψει σε πέλαγα αλαργινά! Καλή συνέχεια, φίλε!
Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής