Άρθρα - Γνώμες

07/08/2021 - 08:04

Το θυμωμένο καλοκαίρι

γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος

Κάποτε η Ελλάδα ζούσε για το καλοκαίρι. Δεν ήταν μόνον ο τουρισμός. Ηταν και τα μπάνια του λαού. Η ζέστη, όσο βαριά κι αν ήταν, έκανε τη ζωή πιο εύκολη. Δεν χρειαζόσουν κλιματιστικά για να επιβιώσεις. Παρά θίν’ αλός λύνονταν όλα τα προβλήματα. Κι όσα δεν λύνονταν, αναστέλλονταν σαν τις ποινές. Πυρκαγιές υπήρχαν και μάλιστα καταστροφικές. Η Αττική κάηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1981. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έγινε μήνα Ιούλιο, τον ωραιότερο του χρόνου. Ο Ιούλιος του 1974 βέβαια φρόντισε να αποκαταστήσει την τιμή του με την πτώση της δικτατορίας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, το ελληνικό καλοκαίρι έχει αλλάξει συμπεριφορά. Εχει θυμώσει. Το 2015 ξυπνούσες και δεν ήξερες αν ήσουν στην ίδια χώρα με αυτή που άφησες όταν κοιμήθηκες. Ηταν εκείνο το καταραμένο δημοψήφισμα, ο φόβος της εξόδου από την Ευρώπη, οι κλειστές τράπεζες. Η παραλία στη Λέσβο, όπου παραθέριζα, κάθε μέρα γέμιζε με πρόσφυγες, οικογένειες με παιδιά, άλλους που δεν ήξεραν πού βρίσκονται. Τους έλεγες πως η Λέσβος είναι νησί και δεν σε πίστευαν. Οι πυρκαγιές συνέχιζαν, όμως ήταν απ’ αυτές που τις θυμούνται μόνον οι πυρόπληκτοι. Και μετά ήρθε το 2018 και η εκατόμβη στο Μάτι. Δεν ήταν μόνον ο θρήνος για τους νεκρούς, ήταν και η ανασφάλεια που προκάλεσε η διάλυση του κρατικού μηχανισμού. Ηταν και το όνειδος της πολιτικής διαχείρισης. Μείναμε απροστάτευτοι απέναντι στον θυμό του ελληνικού καλοκαιριού. Το 2020 η ατμόσφαιρα στο Αιγαίο ήταν στα όρια να γίνει πολεμική και στα μπιτσόμπαρα έκανε βόλτα ο κορωνοϊός.
 
Ρόδος, Μεσσηνία, Ηλεία, Εύβοια, Αττική. Αρχές Αυγούστου, τα μελτέμια δεν άρχισαν ακόμη και η μισή Ελλάδα στις φλόγες. «Τη μεγάλη γαλήνη που αισθανόμουν τώρα τελευταία, τα πρωινά, εδώ, δεν ξέρω αν θα την ξανάβρω…» Ετσι αποχαιρετά στις «Μέρες» του ο Σεφέρης τον Πόρο. Πόσο μακρινή μοιάζει σήμερα αυτή η γαλήνη. Δεν ακούγεται μόνον σαν να ’ρχεται από άλλους καιρούς. Ακούγεται σαν φωνή από έναν άλλον κόσμο που δεν έχει σχέση με τον δικό μας. Η γαλήνη απαιτεί σταθερότητα, ακόμη και ρουτίνα. Κι απ’ τη ζωή μας λείπουν και τα δύο. Σαν να παλεύουμε σε κινούμενη άμμο. Σκέφτομαι τους κατοίκους της Βαρυμπόμπης. Εζησαν όπως όλοι μας την καραντίνα, έζησαν την απίστευτη ταλαιπωρία της χιονόπτωσης και τώρα εγκαταλείπουν τα σπίτια τους για να σώσουν τη ζωή τους. Τα νεύρα διαλυμένα, η διάθεση ηττημένη. Τους μένει μόνον ο θυμός, κι ας ξέρουν ότι ούτε αυτός τους βοηθάει. Απλώς τον αφήνουν να ξεσπάσει για να ξεσκάσουν.
 
Κι όλοι ξαναγινόμαστε παιδιά. Φοβόμαστε τη φωτιά, τις αρρώστιες, ακόμη και τα εμβόλια. Το πευκόδασος μοιάζει με στρατό από φαντάσματα που ετοιμάζεται να μας κατασπαράξει. Και το χειρότερο: το καλοκαίρι, αντί να μας συμπαρασταθεί, μας δείχνει το άγριο πρόσωπό του. Γι’ αυτό ας αντιμετωπίσουμε με κατανόηση τους σαλεμένους που φωνάζουν και βρίζουν. Δεν φταίνε αυτοί. Φταίει το θυμωμένο καλοκαίρι.

 

* Πηγή εφημερίδα Η Καθημερινή 

Μοιράσου το άρθρο!