Άρθρο του Αλέξη Τσίπρα : «Ήρθε η ώρα να οικοδομήσουμε την Ελλάδα των πολλών»
Αν κάποιος τολμούσε μια πρόβλεψη πριν από 6-7 χρόνια για την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν η Ελλάδα στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, είμαι βέβαιος ότι θα είχε διαψευστεί.
Δικαίως, θα σκεφτόταν, πως μία χώρα η οποία βρισκόταν στη δίνη του κυκλώνα της κρίσης, με τα δημόσια οικονομικά της σε τραγική κατάσταση και την κοινωνία της σε απόγνωση, αν έχει κάποια ελπίδα ανάκαμψης αυτή βρίσκεται πολλές δεκαετίες μακριά. Όμως, σήμερα, το 2019, η Ελλάδα διαψεύδει κάθε δυσοίωνη πρόβλεψη.
Αφήνει πίσω της 8 χρόνια λιτότητας και εφαρμογής πολιτικών που έπληξαν την κοινωνική συνοχή. Η περίοδος των μνημονίων έληξε, τυπικά και ουσιαστικά, τον περασμένο Αύγουστο. Οι πληγές όμως δε έχουν ακόμα ολότελα επουλωθεί.
Υπάρχει όμως ξανά προοπτική. Η χώρα βρίσκει ξανά βηματισμό, η κανονικότητα έχει επιστρέψει και η κοινωνία έχει λόγο να αισιοδοξεί ξανά.
Χρειάστηκε η παρουσία μια νέας κυβέρνησης, διαφορετικής από όλες όσες γνώρισε ο ελληνικός λαός από τη μεταπολίτευση και μετά, η οποία από το 2015 πορεύτηκε με κριτήριο την έξοδο από την κρίση και τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η Ελλάδα δεν μοιάζει πλέον με τον δυσεπίλυτο γρίφο της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αντίθετο μάλιστα.
Σε μια Ευρώπη που το πέρας της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης, όχι μόνο δεν σήμανε την έναρξη μιας περιόδου σταθερότητας, αλλά αντίθετα αποτέλεσε την αφετηρία μιας νέας ίσως ακόμα πιο σοβαρής, πολιτικής κρίσης.
Η Ευρώπη σήμερα βλέπει καθαρά τις συνέπειες της τιμωρητικής λιτότητας, της διεύρυνσης των ανισοτήτων και φυσικά της έλλειψης αλληλεγγύης και συνευθύνης μεταξύ των μελών της, στα ιστορικής σημασίας διακυβεύματα.
Σήμερα, δυστυχώς, τον τόνο δίνει η ρητορική του μίσους και του διχασμού, η ακροδεξιά παραδοξολογία και ο σωβινισμός. Τάσεις που βλέπουμε να κερδίζουν έδαφος στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, ακόμα και στις ισχυρότερες εξ αυτών.
Η Ελλάδα όμως στην προκειμένη συνθήκη δεν αποτελεί κομμάτι αυτού του προβλήματος. Αντιθέτως, αποτελεί το αντίπαλο δέος. Εδώ, μια προοδευτική κυβέρνηση, κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, να διασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα, να αποκαταστήσει αδικίες έναντι των πολλών, να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης.
Και πρόσφατα, έβαλε τέλος σε μια διένεξη σχεδόν 30 ετών, με τους βόρειους γείτονές μας, η οποία αποτέλεσε διαχρονικά τροφή για τον εθνικισμό και την ακροδεξιά και στις δύο πλευρές των συνόρων. Με τον τρόπο αυτόν, η Ελλάδα ανακτά την ηγετική της θέση στην περιοχή των Βαλκανίων, όχι με όρους επιβολής αλλά ως η δύναμη εκείνη η οποία πρωταγωνιστεί στη συνεργασία και τη συνανάπτυξη των χωρών της περιοχής, σε πείσμα όλων όσοι επιθυμούν για τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα να παραμείνουν τα Βαλκάνια εσαεί η μπαρουταποθήκη της Ευρώπης.
Το 2019, λοιπόν, η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα εποχή. Η ανάταξη της οικονομίας έχει ήδη επιτευχθεί. Μπαίνουμε στην τρίτη χρονιά ανάπτυξης, για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι εξασφαλισμένες για το επόμενο διάστημα, ο ενάρετος δημοσιονομικός κύκλος συνεχίζεται, οι άμεσες ξένες επενδύσεις καταγράφουν ρεκόρ δεκαετίας, οι εξαγωγές συνεχίζουν να καταγράφουν πρωτοφανή δυναμική. Όλα αυτά συγκροτούν τις προϋποθέσεις, ώστε μετά την ανάταξη να έρθει δυναμική ανάκαμψη με αφετηρία την πρώτη μεταμνημονιακή χρονιά.
Όμως, το κρίσιμο ζήτημα είναι αυτή η πορεία να έχει άμεση επίδραση στις ζωές των πολιτών. Και αυτό δεν αποτελεί μονάχα αξιακό ζήτημα για τη δική μου κυβέρνηση. Είναι όρος για τη σταθερότητα και τη διεύρυνση του κύκλου της οικονομίας.
Μια οικονομία δεν μπορεί να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα αν βασίζεται στην υπερσυσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων. Και αυτό διότι η πολιτική σταθερότητα, η κοινωνική συνοχή αποτελούν τους πυλώνες μιας ευημερούσας οικονομίας. Επομένως, δομικό στοιχείο της δικής μας στρατηγικής είναι η αναδιανομή.
Κάτι που επιτυγχάνεται με στοχευμένες παρεμβάσεις στο πεδίο της εργασίας. Από την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την πάταξη της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας και φυσικά την αύξηση των μισθών.
Έχουμε ήδη δώσει δείγματα. 350.000 νέες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί από το 2015, με άμεση συνέπεια τη μείωση της ανεργίας κατά 9 μονάδες σε αυτό το διάστημα.
Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο με ακόμη πιο τολμηρά βήματα. Γνωρίζοντας ότι η ελληνική οικονομία είναι μια οικονομία που βασίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση και πρέπει δια της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, να ενισχυθεί.
Σε κάθε περίπτωση, το 2019 είναι και έτος εκλογών. Αυτοδιοικητικών, ευρωεκλογών τον Μάιο και εθνικών εκλογών τον Οκτώβριο.
Είναι ευχής έργον για έναν πρωθυπουργό αυτή η συγκυρία. Διότι τη χρονιά που ολοκληρώνεται αυτή η θητεία της κυβέρνησής μας, οι πολίτες θα έχουν τη δυνατότητα συνολικά, να κρίνουν και να συγκρίνουν πεπραγμένα.
Να συγκρίνουν την Ελλάδα που παραλάβαμε, την Ελλάδα της ύφεσης, της ακραίας φτώχειας και των κοινωνικών συγκρούσεων, με την Ελλάδα που οικοδομούμε, την Ελλάδα της δίκαιης ανάπτυξης, της εργασίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Να συγκρίνουν την Ελλάδα που έγινε ο παρίας της διεθνούς σκηνής και το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, με την Ελλάδα που γίνεται πρωταγωνίστρια θετικών εξελίξεων στα Βαλκάνια και αποτελεί το αντίβαρο στις ακραίες οπισθοδρομικές και συντηρητικές δυνάμεις που θέλουν να διαλύσουν την Ευρώπη στα εξ ων συνετέθη.
Είμαι πεπεισμένος ότι το 2019 θα είναι μια ιστορική χρονιά, όχι μόνο γιατί συμβολίζει το τέλος της Ελλάδας της κρίσης, αλλά και γιατί θα σημάνει την αφετηρία μιας νέας Ελλάδας, της Ελλάδας των ανθρώπων της, της Ελλάδας των πολλών.
Το Άρθρο του Πρωθυπουργού έχει δημοσιευτεί 27-01-2019 στην έκδοση του "Economist - Ο Κόσμος το 2019