Τοπικές ποικιλίες της Λέσβου (1ο μέρος)
Καταγραφή και μελέτη από τους : Κατερίνα Δούμα, Γεωπόνος Αλέξανδρος Γαλανίδης, Περιβαλλοντολόγος
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AGRISLES
Η μελέτη έγινε με τη συνεργασία του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου υπό την επίβλεψη της κας Τσίγγου Ραλλού, επιστημονικής υπεύθυνης του έργου
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από πολύ παλιά οι ανθρώπινες κοινωνίες έβρισκαν στήριξη στη φύση είτε με την καλλιέργεια άγριων φυτών και την εξημέρωση ζώων, είτε με την απόσπαση ουσιών για φαρμακευτι- κούς σκοπούς, αλλά και πρώτων υλών για τη βιομηχανία. Με τη γένεση της γεωργίας, ο άνθρωπος χρησιμοποίησε ένα τμήμα της βιοποικιλότητας για να δημιουργήσει είδη προσαρμοσμένα στις ανάγκες του. Σήμερα, όλα τα φυτά που στηρίζουν την ανθρώπινη διατροφή προέρχονται από παλαιότερες «άγριες» ποικιλίες, οι οποίες «εξημερώθηκαν», καλλιεργήθηκαν και είναι αυτές που σήμερα ονομάζονται τοπικές ποικιλίες καλλιεργούμενων ειδών. Από τις καλλιεργούμενες αυτές τοπικές ποικιλίες έχουν επισημανθεί είδη με διάφορα χαρακτηριστικά λόγω της προσαρμογής τους στις εκάστοτε οικολογικές συνθήκες όπου έχουν ανα- πτυχθεί. Έτσι, εμφανίζονται φυτά με σημαντική ανθεκτικότητα στο κρύο, στη ζέστη, στην ξηρασία, σε είδη παρασίτων και ζιζανίων, καθώς και προσαρμοσμένα στις εδαφικές συνθήκες του τόπου καταγωγής τους.
Σήμερα, τα είδη αυτά θα μπορούσαν να στηρίξουν εναλλακτικά συστήματα παραγωγής, με σκοπό τη μείωση της εξάρτησης της γεωργίας από τις βασικές ενεργειακές βιομηχανικές διαδικασίες, τη διατήρηση της ποιότητας του εδάφους και τον περιορισμό της εξάντλησης των φυσικών πόρων.
Η υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων και η αντικατάσταση των παραδοσιακών καλ λιεργητικών συστημάτων από σύγχρονες γεωργικές πρακτικές έχει θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ποικιλότητας των καλλιεργούμενων ειδών. Η αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου και οι δυνάμεις της αγοράς έχουν ενθαρρύνει την αντικατάσταση των τοπικά προσαρμοσμένων ποικιλιών, τόσο των οπωροφόρων δένδρων όσο και των ετήσιων καλλιεργειών, με αυτές υψηλότερων αποδόσεων με αποτέλεσμα τη «διάβρωση» του γενετικού αποθέματος. Τα υβρίδια σήμερα εκτοπίζουν τις ποικιλίες «προγόνους» τους. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, τα τρία τέταρτα της παραγωγής πατάτας προέρχεται από τέσσερις ποικιλίες μόνο, ενώ η μισή καλλιεργούμενη έκταση με σιτάρι στον Καναδά είναι αφιερωμένη σε μία και μόνο ποικιλία.
Η αντικατάσταση της πολυκαλλιέργειας από τη μονοκαλλιέργεια υβριδίων υψηλής απόδοσης, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα, επιβάλλει την χρήση υψηλών ποσοτήτων αγροχημικών και αρδευτικού ύδατος, εντείνοντας τα προβλήματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Ο αυξανόμενος ρυθμός και η έκταση της μείωσης της βιοποικιλότητας τις τελευταίες δεκαετίες έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, όσον αφορά στην ανάγκη διατήρησης του υλικού αυτού. Η συρρίκνωση του βιολογικού πλούτου χαρακτηρίζεται από πολλούς επιστήμονες ως η δεύτερη σε μέγεθος καταστροφή στον πλανήτη (ίσως μαζί με τα αποτελέσματα της αλλαγής του παγκόσμιου κλίματος), μετά τον πυρηνικό πόλεμο.
Η Ε.Ε. εξάλλου, προωθεί στα κράτη μέλη τη θέσπιση πολιτικών που διασφαλίζουν τη διατήρηση του πολύτιμου βιολογικού αποθέματος, το οποίο θεωρείται ως το βασικό κλειδί στην αειφόρο γεωργική ανάπτυξη στον κόσμο.
Όσον αφορά στα Μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα, η μακροχρόνια εντατική και εκτεταμένη χρήση της γης, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες έχει επηρεάσει την ποιότητα των εδαφών και την ποικιλότητα της βλάστησης. Το νησί της Λέσβου αποτελεί μία περιοχή, στην οποία η παρουσία του ανθρώπου, και κατά συνέπεια η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, χρονολογούνται από χιλιετίες. Η ανάπτυξη του υψηλού πολιτισμού στο νησί στηρίχθηκε στη γεωργία, με την καλλιέργεια φυτών προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, στα αβαθή και άγονα εδάφη, στις μειωμένες βροχοπτώσεις, στο περιορισμένο διαθέσιμο νερό για άρδευση και στους πτωχούς βοσκότοπους.
Για το λόγο αυτό, αλλά και εξαιτίας της απόστασης του από τη χερσαία χώρα, το νησί της Λέσβου αποτελεί μοναδική περιοχή ως προς τη βιοποικιλότητα τόσο των φυσικών, όσο και των αγροτικών οικοσυστημάτων. Υπό το πλαίσιο αυτό, το αντικείμενο του συγκεκριμένου έργου αφορά στη γεωγραφική καταγραφή, στη συλλογή και στην παρουσίαση πληροφοριών σχετικά με τις τοπικές ποικιλίες καλλιεργούμενων δένδρων και αμπέλου στο νησί της Λέσβου. Ο κύριος στόχος του έργου είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων με γεωγραφικές, αγρονομικές και ποιοτικές πληροφορίες, όπως αυτές προκύπτουν από την επιτόπια έρευνα. Απώτερος στόχος είναι η ανάδειξη του πλούσιου γενετικού υλικού δένδρων και αμπέλου που υπάρχει στο νησί, ώστε να προστατευτεί από τη γενετική διάβρωση, αλλά και να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης των τοπικών γεωργικών συστημάτων παραγωγής.
2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Στο πλαίσιο της έρευνας, πραγματοποιήθηκαν επαφές με Γυναικείους Συνεταιρισμούς, αγρότες, φυτωριούχους και γεωπόνους του νησιού, καθώς και επιτόπια έρευνα σε χωριά της Λέσβου, ώστε να εντοπιστούν πιθανές θέσεις καλλιεργειών ή μεμονωμένων δένδρων τοπικών ποικιλιών. Όπου κατέστη δυνατό καταγράφηκαν με τη χρήση GPS οι γεωγραφικές θέσεις των καλλιεργούμενων εκτάσεων ή σημειώθηκε το τοπωνύμιο της περιοχής.
Από πληροφορίες των ίδιων των καλλιεργητών εκτιμήθηκαν, επίσης, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ή/και ο αριθμός των καλλιεργούμενων δένδρων. Η συλλογή των πληροφοριών έγινε αφενός μέσω ερωτηματολογίου και αφετέρου μέσω προσωπικών συνεντεύξεων, κατά την επιτόπια έρευνα σε καφενεία, οικίες ή κτήματα των χωριών της Λέσβου. Αναζητήθηκαν στοιχεία σε σχέση με τα μορφολογικά, ποιοτικά και φαινολογικά χαρακτηριστικά της κάθε ποικιλίας, την παραγωγικότητα και τις καλλιεργητικές της απαιτήσεις. Επιπλέον, ζητήθηκαν στοιχεία για την εκτιμώμενη καθαρότητα των ποικιλιών, το ιστορικό της καλλιέργειάς τους και την εξέλιξη της εμπορικής χρήσης των παραγόμενων προϊόντων. Τέλος, διερευνήθηκαν οι παρούσες ανάγκες και η μελλοντική στάση των καλλιεργητών σε σχέση με τη διατήρηση ή επέκταση της καλλιέργειας τοπικών ποικιλιών δένδρων.
3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2012. Έγιναν επισκέψεις σε 30 χωριά και περιοχές της Λέσβου και πραγματοποιήθηκαν επαφές με 200 περίπου κατοίκους του νησιού που παρείχαν πολύτιμες πληροφορίες και προβληματισμούς. Από αυτούς, οι 117 ανταποκρίνονταν στα κριτήρια της έρευνας, ήταν δηλαδή επαγγελματίες ή ερα σιτέχνες καλλιεργητές και προσφέρθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτήν μέσω του ερωτηματολο- γίου και της συνέντευξης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται σε αυτή την έκθεση και κατά συνέπεια και η ανάλυσή τους, στηρίζονται κατά κύριο λόγο στις πληροφορίες που πρόσφεραν οι ίδιοι οι καλλιεργητές ή οι κάτοικοι των χωριών της Λέσβου που εντοπίστηκαν. Παράγοντες τυχαιότητας σχετιζόμενοι με το ποιοι ήταν αυτοί οι καλλιεργητές, αλλά και διαθεσιμότητας και θέλησής τους να συμμετάσχουν στην έρευνα, επέδρασαν στα αποτελέσματά της.
Επίσης, το κατά πόσο οι ποικιλίες που παρουσιάζονται αποτελούν διακριτές τοπικές ποικιλίες που δεν ταυτίζονται μεταξύ τους ή δεν συγχέονται με άλλες εμπορικές ποικιλίες που καλλιεργούνται χρόνια στο νησί, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας. Να σημειωθεί ότι η έρευνα έγινε σε ακατάλληλη φαινολογικά χρονική περίοδο, με απουσία φυλλώματος και ανθέων. Τέλος, παρατηρήθηκε συχνά ή έγινε εκ των υστέρων αντιληπτή, η χρήση διαφορετικών ονομάτων για την ίδια περιγραφόμενη ποικιλία μεταξύ διαφορετικών χωριών ή/και καλλιεργητών. Στις περιπτώσεις που ήταν δυνατή η επισήμανση και διασταύρωση της πολυωνυμίας χρησιμοποιήθηκαν όλα τα ονόματα και οι ποικιλίες ενοποιήθηκαν.
Συνολικά, εντοπίστηκαν 136 τοπικές ποικιλίες, που κατανέμονταν σε 13 διαφορετικά δενδρώδη είδη, σε 22 διαφορετικά χωριά της Λέσβου. Τα είδη με την ευρύτερη χωρική διασπορά στο νησί εμφανίζονται να είναι η Αχλαδιά και το Αμπέλι, που εντοπίστηκαν σε 16 και 13 περιοχές αντίστοιχα. Ο μεγαλύτερος αριθμός διαφορετικών τοπικών ποικιλιών σημειώθηκε για την Αχλαδιά, για την οποία αναφέρθηκαν 46 διαφορετικές ποικιλίες, ενώ για το Αμπέλι βρέθηκαν 20 ποικιλίες (Πίνακας 1).