Ο πρώιμος καύσωνας μπορεί να στρεσάρει τα ελαιόδεντρα
Καθοριστικές στην παραγωγικότητα της ελιάς, τις λειτουργίες και τη διαδικασία διαφοροποίησης των οφθαλμών σε άνθη ήταν φέτος οι κλιματολογικές συνθήκες του χειμώνα, οι οποίες δεν κάλυψαν τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των δέντρων σε χαμηλές θερμοκρασίες ούτε σε βαθμούς, ούτε σε διάρκεια. Τα ελαιόδεντρα ανταποκρίθηκαν στις ασυνήθιστα υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες με σχετική πρωιμότητα ενώ οι θερμοί νότιοι άνεμοι και οι απότομες εναλλαγές της θερμοκρασίας επηρέασαν την ομαλή εξέλιξη της άνθησης, προσδίδοντας ανομοιομορφία και φαινόμενα διαταραχής στη μορφολογική εξέλιξη των ανθοταξιών. Όσο αυξάνεται ο χρόνος επίδρασης και οι διακυμάνσεις συνθηκών μη ευνοϊκών στην ευαίσθητη περίοδο της ανθοφορίας και της καρπόδεσης, ο διττός κίνδυνος του θερμικού και υδατικού στρες παραμονεύει.
Γενικά, η ελιά δεν επιβιώνει σε θερμοκρασίες κάτω των -12oC, χρειάζεται όμως μια περίοδο ψύξης για να διαφοροποιήσει τα άνθη της και κατ’ επέκταση να βελτιώσει την ποιότητα του ελαιολάδου. Θερμοκρασίες σταθερές <7 oC ή >15 oC μπορούν να αναστείλουν την καταβολή των ανθέων, ενώ θερμοκρασίες χειμώνα πάνω από 20 oC, για 2-3 εβδομάδες, μπορεί να εμποδίσουν την έξοδο των ανθοφόρων οφθαλμών από το λήθαργο. Προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τα ελαιόδεντρα αναπτύσσουν αμυντικούς μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να εγκλιματίζονται σε υψηλότερες θερμοκρασίες, μειώνοντας σημαντικά την ικανότητα απορρόφησης νερού και θρεπτικών συστατικών. Οι παραγωγοί θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η φυλλική επιφάνεια έχει θερμοκρασία 4-8 βαθμούς υψηλότερη από αυτή του περιβάλλοντος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται φυσιολογικές διεργασίες αντίστασης από το φυτό, όπως η σύνθεση πρωτεϊνών θερμικού σοκ ή θνητότητας των φύλλων, ήδη από την στιγμή που ο υδράργυρος ξεπεράσει τους 35oC. Οι πιο σημαντικές βλάβες ωστόσο, λόγω υψηλών θερμοκρασιών προκαλούνται συχνά από πρώιμα κύματα καύσωνα, καθώς τα φυτά δεν έχουν προλάβει να αναπτύξουν πλήρως τους μηχανισμούς άμυνας.
Η λειψυδρία μπορεί να «κουράσει» τα δέντρα ακόμη και σε αρδευόμενους ελαιώνες
Το δέντρο της ελιάς έχει αποδείξει επανειλημμένα μεγάλες αντοχές στην λειψυδρία, οι οποίες οφείλονται σε ανατομικές προσαρμογές και φυσιολογικούς μηχανισμούς που του επιτρέπουν να αντέχει σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ωστόσο, τυχόν σημαντική έλλειψη εδαφικής υγρασίας επί διάστημα εβδομάδων κατά τις φάσεις άνθισης και καρπόδεσης, μπορεί να «κουράσει» τα δέντρα, να μειώσει τη δραστηριότητα της φωτοσύνθεσης και να ζημιώσει τους καρπούς. Παρ’ ότι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κατάστασης είναι συνήθως εντονότερες σε ξηρικούς ελαιώνες, το πρόβλημα δεν απουσιάζει πάντα από τους αρδευόμενους, ιδίως όταν δεν προσαρμόζονται αναλόγως οι προστιθέμενες ποσότητες νερού, όταν το έδαφος έχει μειωμένη ικανότητα συγκράτησής του και όταν ο καύσωνας είναι παρατεταμένος. Με επαναφορά της κανονικής υγρασίας στο έδαφος, είτε με βροχόπτωση είτε με άρδευση, επανέρχονται σταδιακά, εντός ολίγων ημερών, το μέγεθος και η όψη του καρπού, χωρίς όμως να γίνεται επανεκκίνηση της ελαιογένεσης, εφόσον έχει μεσολαβήσει διάστημα ισχυρού υδατικού στρες 3-4 εβδομάδων.
Επιδέξιους χειρισμούς απαιτεί ο δάκος
Ο δάκος αποτελεί μακράν το πιο επιζήμιο έντομο στην ελληνική γεωργία, με τις νεαρές προνύμφες του εντόμου να διατρέφονται από τον καρπό οδηγώντας σε πρόωρη καρπόπτωση και μείωση της παραγωγής. Αν δεν ληφθούν έγκαιρα τα κατάλληλα προφυλακτικά μέτρα, η ζημιά είναι δυνατόν να υπερβεί το 50-60%, επιφέροντας ποσοτικές και ποιοτικές απώλειες στο παραγόμενο ελαιόλαδο, εξαιτίας κυρίως της αύξησης της οξύτητας και αλλοίωσης των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων.
Στη χώρα μας το έντομο αντιμετωπίζεται με δολωματικούς ψεκασμούς που περιέχουν πρωτεΐνες και οργανοφωσφορικά φάρμακα. Η εφαρμογή του δολώματος γίνεται είτε με μηχανοκίνητα ψεκαστικά μέσα είτε με χειροκίνητους ψεκαστήρες. Με τους δολωματικούς ψεκασμούς επιδιώκεται η θανάτωση των ακμαίων του δάκου, πριν τα θηλυκά εναποθέσουν τα αυγά τους στον ελαιόκαρπο. Η επιτυχής αποτελεσματικότητα των ψεκασμών απαιτεί ποσοστό καρποφορίας άνω του 30%. Ψεκασμοί καλύψεως με χημικά εντομοκτόνα δεν συστήνονται σε ελαιοποιήσιμες ποικιλίες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, διότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανίχνευσης υπολειμμάτων και ανάπτυξης ανθεκτικότητας.
Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η προσπάθεια βιολογικής καταπολέμησης του δάκου ακόμα και σε ελαιώνες που δεν είναι πιστοποιημένοι για βιολογική καλλιέργεια. Η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει προς δύο κατευθύνσεις, είτε με τη χρήση προληπτικών παγίδων, είτε με τη βοήθεια φυσικών εχθρών του εντόμου. Στη φύση υπάρχουν διάφορα είδη ωφέλιμων εντόμων (παρασιτοειδή ή αρπακτικά) που προσβάλλουν το δάκο στα διάφορα στάδια του βιολογικού του κύκλου. Αυτά έχουν απομονωθεί σε χώρες του εξωτερικού, εκτρέφονται σε μεγάλους πληθυσμούς και πωλούνται σε ελαιοκαλλιεργητές που θέλουν μία φυσική λύση στο πρόβλημά τους. Ωστόσο, οι φυσικοί εχθροί μπορούν να περιορίσουν τον πληθυσμό μόνο κατά 20%.
Σύμμαχος κατά του εντόμου οι υψηλές θερμοκρασίες
Ο δάκος αναπτύσσεται σε 3 - 5 γενιές ετησίως, ανάλογα με την περιοχή και τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες. Η πρώτη γενιά εμφανίζεται την άνοιξη, ωστόσο, το καλοκαιρινό σκηνικό και οι υψηλές θερμοκρασίες που ήδη «φλερτάρουν» με τα όρια των ελαιοδέντρων, μπορούν να «εξαγοράσουν» πολύτιμο χρόνο για τους ελαιοκαλλιεργητές. Θερμοκρασίες άνω των 35οC προκαλούν θανάτωση και στειρότητα του καταστρεπτικού αυτού διπτέρου, ενώ αυτές άνω των 28oC δυσχεραίνουν τη δραστηριότητα και ωοτοκία του. Ακόμη και σε περίπτωση πρώιμης πτώσης των ελαιοκάρπων μέχρι τον Αύγουστο από δραστηριότητα του εντόμου, αυτό δεν αποτελεί ποσοτική ζημιά, μιας και το ελαιόδεντρο αναπληρώνει την απώλεια μέχρι και σε ποσοστό 10% μέσω της αύξησης του βάρους αλλά και της ελαιοπεριεκτικότητας των υπόλοιπων καρπών. Το φθινόπωρο, η αναπλήρωση αυτή φθάνει σε ποσοστό μέχρι 5% καθώς οι πληθυσμοί αρχίζουν να αυξάνονται.
* Με πληροφορίες από το βιβλίο του Βασίλη Φραντζόλα «Σύγχρονες Τεχνικές Ελαιοκομίας και Παραγωγής Ποιοτικού Ελαιολάδου»
Bασιλική Μαντά - elaiaskarpos.gr