Τα Αρχοντικά της Μυτιλήνης
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, το νησί ταλανίζεται από μια φοβερή παγωνιά γνωστή ως «κάψιμο των ελιών», η οποία πλήττει θανάσιμα την οικονομία του, καθώς πολλοί ελαιώνες ξεραίνονται και μαζί με αυτούς πολλά ζώα πεθαίνουν. Από την άλλη μεριά, η προηγηθείσα πυρκαγιά του 1814 που καταστρέφει ένα μεγάλο μέρος της Μυτιλήνης και οι σεισμοί που ακολούθησαν το 1867 και το 1889 έκαναν πολλούς Μυτιληναίους να συνειδητοποιήσουν ότι εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία υπάρχουν και άλλοι βιοποριστικοί τρόποι όπως το εμπόριο και η ναυτιλία, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, το Βουκουρέστι , την Οδησσό, την Αλεξάνδρεια και αλλού.
Αυτού του είδους οι θεομηνίες τελικά συμβάλλουν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ακμή του νησιού και συνεπώς στην απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό. Η Οθωμανική αυτοκρατορία πλήττεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες επιδιώκουν την κυριαρχία τους στη Μεσόγειο θάλασσα, το μονοπώλιο της αγοράς και την αναδιανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας. Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν θα έχουν ως επίκεντρο τη Λέσβο.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν αργούν να εγκαταστήσουν υποπροξενεία και εμπορικούς οίκους στη Μυτιλήνη, η οποία απέκτησε σπουδαιότητα ύστερα από την αναγγελία του Xάτι Xουμαγιούν και την κατάργηση προνομίων των βεζίρηδων στο εμπόριο λαδιού. Η πορεία της οικονομίας στη Λέσβο ακολουθεί γοργούς ρυθμούς με τη σωστή εκμετάλλευση του λαδιού, καθώς η καταστροφή των ελαιώνων συντέλεσε στη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και κατ’ επέκταση του καρπού και στη συνέχεια από βιοτεχνική μετατρέπεται σε βιομηχανική, με την ανάπτυξη περισσότερων βιομηχανιών και την οργάνωση του εμπορίου όχι μόνο στον εξαγωγικό και εισαγωγικό τομέα, αλλά και στο διαμετακομιστικό. Η Λέσβος ξαναπήρε τη σημασία που είχε παλιά, ως ένας από τους τελευταίους σταθμούς του Αιγαίου προς την Ανατολή. Τείνει να μετατραπεί σε αποθήκη ευρωπαϊκών προϊόντων που προορίζονταν για τα παράλια της Μικράς Ασίας. Το λιμάνι της Μυτιλήνης έγινε και πάλι ένα από τα σημαντικότερα της Αιγαιακής περιοχής. Πλήθος πλοίων, ελληνικών και ξένων, διακινούν προϊόντα από και προς το νησί. Οι κάτοικοι δεν ασχολούνται μόνο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και με το εμπόριο και την ναυτιλία, ενώ σημαντικές είναι και οι επιδόσεις τους σε τεχνικά επαγγέλματα.
Όμως, τους σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης διαδέχονται ταχύτεροι ρυθμοί. Η βελτίωση των μεθόδων παραγωγής λαδιού, το κτίσιμο νέων ελαιοτριβείων εκ των οποίων πολλά είναι ατμοκίνητα, καθώς και η βελτίωση του λιμανιού δίνουν νέα ώθηση στην οικονομική ζωή του νησιού. Η Λεσβιακή αγορά έχει επεκταθεί σημαντικά και κεφάλαιά της βρίσκονται επενδεδυμένα στην Αίγυπτο και σε πολλά άλλα μέρη. Η απογραφή που έγινε από τις τουρκικές αρχές επιβεβαιώνει την μεγάλη βιομηχανική πρόοδο της εποχής, ελαιοτριβεία συνεχώς κτίζονται και τα παλαιότερα εκσυγχρονίζονται, ενώ μεγάλη άνθιση γνωρίζει και η τέχνη της σαπωνοποιίας που συνδέεται με την παραγωγή ελαιολάδου. Τέσσερις ατμοπλοϊκές εταιρίες εξυπηρετούν πλέον το λιμάνι της Μυτιλήνης εκ των οποίων η μία ανήκει στο Λέσβιο Κουρτζή, γεγονός που δείχνει ότι μια νέα τάξη Μυτιληναίων κάνει την εμφάνισή της, αυτή των εμπόρων και των επιχειρηματιών, η αστική.
Οι ποικίλες εξελίξεις που συνέβαιναν την περίοδο αυτή στην ευρύτερη περιοχή είχαν απήχηση στην οικονομική ζωή του νησιού. Η πολιτική αναταραχή στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η κρητική εξέγερση, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής στη Μικρασία επέδρασαν άλλοτε αρνητικά και άλλοτε θετικά στην οικονομική ζωή της Λέσβου. Καταλήγοντας, η Λέσβος στο τέλος του 19ου αιώνα παρουσίαζε μια εικόνα άνθισης και ευημερίας λόγω των αγροτικών της προϊόντων και της εξάπλωσης της αγοράς μέσω του εμπορίου και της βιομηχανικής ώθησης που έδωσε η χρήση του ατμού, επιβεβαιώνοντας το χαρακτηρισμό που της είχαν δώσει οι Τούρκοι, του χρυσού νησιού (Αλντίν Ανατασί) και του ταμείου και κήπου της αυτοκρατορίας. Όμως, η Οθωμανική αυτοκρατορία έχει ήδη αρχίσει να παρακμάζει κι έτσι από τα μέσα του 19ου και κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλάζει, επωφελούμενες από τη σταδιακή κατάρρευσή της.
Η ίδια, δέχεται πολλές πιέσεις και μη μπορώντας να αντιδράσει, υποκύπτει στις εξευτελιστικές πολλές φορές απαιτήσεις της Αντάντ. Οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά της είναι συνεχείς, ενώ οι αντιδράσεις ελάχιστες και ανίκανες να ανακάμψουν την πορεία της.
Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο εντάσσονται τα γεγονότα που διαδραματίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στη Λέσβο και κατ’ επέκταση επηρεάζουν την κοινωνική και οικονομική ζωή των χριστιανών κατοίκων της. Το Νοέμβριο του 1901 μέρος του γαλλικού στόλου με τις διαταγές του ναυάρχου Caillard αγκυροβολεί στο λιμάνι της Μυτιλήνης και αφού αποβίβασε στρατεύματα, καταλαμβάνει το τελωνείο και το οθωμανικό τηλεγραφείο. Αυτού του είδους η κατάληψη πραγματοποιήθηκε προκειμένου να πιεσθεί η Οθωμανική κυβέρνηση να εξοφλήσει τα χρέη της προς τους Γάλλους Λεβαντίνους ιδιώτες, τα οποία εκκρεμούσαν για πολλές δεκαετίες. Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση δέχτηκε να αποπληρώσει τα χρέη της, ενώ ο γαλλικός στόλος βρισκόταν ακόμη εν πλω προς την Μυτιλήνη, εντούτοις η κατάληψη πραγματοποιήθηκε προβάλλοντας οι Μεγάλες Δυνάμεις νέες απαιτήσεις, οι οποίες στη συνέχεια ικανοποιήθηκαν.
Παρόμοια κατάληψη πραγματοποιήθηκε 4 χρόνια μετά, αυτή τη φορά από μέρους ευρωπαϊκού στόλου, λόγω της άρνησης της Τουρκίας να αποδεχθεί τις προτεινόμενες από τις Δυνάμεις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία. Οι Μυτιληνιοί, στη διάρκεια και των δύο καταλήψεων, κράτησαν ουδέτερη στάση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, βοήθησαν τον ευρωπαϊκό στόλο, προκαλώντας την οργή των τουρκικών αρχών.
Όλη αυτή η κατάσταση διάλυσης που επικρατούσε στο Οθωμανικό κράτος αποκάλυψε την ανικανότητα και την αναποτελεσματικότητα του απολυταρχικού καθεστώτος και οδήγησε στην εκδήλωση του «κινήματος των Νεοτούρκων» το 1908 στη Θεσσαλονίκη, το οποίο υποχρέωσε τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ να παραχωρήσει συνταγματικές ελευθερίες στους υπηκόους της αυτοκρατορίας.
Η επιτυχία του κινήματος και συνεπώς η εκθρόνιση του σουλτάνου έγινε αποδεκτή με ανακούφιση από τους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι πίστεψαν τους ηγέτες του που διακήρυσσαν ότι το νέο καθεστώς θα εξασφάλιζε ελευθερία και ισοπολιτεία, ενώ στην πραγματικότητα είχε στόχο να διατηρήσει την ακεραιότητα του Οθωμανικού κράτους και βαθμιαία να εκτουρκίσει τους αλλοεθνείς λαούς του.
Το κίνημα των Νεότουρκων βρίσκει τη Λέσβο σε μεγάλη ακμή και ευημερία, οι οποίες ήταν άμεσες συνέπειες των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν επακόλουθο των ρωσοτουρκικών πολέμων κατά τον 18ο αιώνα και της ανάμειξης των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας προκειμένου να φιλελευθεροποιήσουν τις δομές του κράτους, να εξαλείψουν τις θρησκευτικές διακρίσεις και να διευκολύνουν έτσι την διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και κάποιες από αυτές προέβλεπαν το δικαίωμα μετανάστευσης σε παροικίες του εξωτερικού, την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την κατάργηση των μονοπωλίων. Έτσι, η Μυτιλήνη εξελίχθηκε σταδιακά σε σημαντικό εμπορικό και τραπεζικό κέντρο αναπτύσσοντας την ναυσιπλοΐα, την βιομηχανία και την εμπορία λαδιού, ο πληθυσμός της αυξήθηκε, στον τομέα της παιδείας σημειώθηκε σημαντικότατη πρόοδος, ενώ γνώρισε την αθρόα εγκατάσταση προξενικών αρχών. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου τα προξενικά σώματα αναμειγνύονται στη διοίκηση και παρεμβαίνουν, γενικότερα, στις σχέσεις των τουρκικών αρχών με την χριστιανική κοινότητα.
Στις 13 Ιουλίου το 1908, οι Μυτιληνιοί πληροφορούνται τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και την επόμενη μέρα συγκεντρώνονται μπροστά στο Διοικητήριο, όπου ο Μουτασαρρίφης της Μυτιλήνης Αλή Νοσρέντ Πασάς, άτομο ιδιαίτερα μισητό σε αυτούς, αναγγέλλει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του κινήματος. Το πλήθος παρασυρμένο από ενθουσιασμό και αγνοώντας, φυσικά, τις αληθινές προθέσεις του κινήματος ζητά την αντικατάσταση των μέχρι πρότινος διοικητικών υπαλλήλων. Γενικότερα, ο υπέρμετρος ενθουσιασμός των κατοίκων του νησιού, οι αντιδράσεις προς τα πρόσωπα εξουσίας που θεωρούνταν αυταρχικά και καταπιεστικά και η εκλογή δύο ελλήνων βουλευτών στις εκλογές τις 18ης Οκτωβρίου για το τουρκικό κοινοβούλιο, ανησύχησαν ιδιαίτερα τους εκπροσώπους του κινήματος των Νεοτούρκων, οι οποίοι άρχισαν να σκέπτονται τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης. Διορίζεται νέος Διοικητής Λέσβου ο Αλή Γκαλήμπ Πασάς, ο οποίος αν και πήρε περιοριστικά μέτρα, οι έλληνες συνέχισαν να είναι οι κύριοι του νησιού. Στη συνέχεια, φθάνει στη Λέσβο ο βαλής Εκρέμ Μπέης προκειμένου να επιληφθεί προσωπικά της υπόθεσης. Όμως, η διαλλακτική πολιτική που ακολούθησε τόσο ο Γκαλήμπ όσο και ο βαλής, δεν σταμάτησαν τις διαμαρτυρίες που προέρχονταν από τους Οθωμανούς σχετικά με την αυθάδεια και την ανυπακοή των Ελλήνων. Η επίδειξη δύναμης και η προσπάθειά τους να σπείρουν διχόνοια ανάμεσα στους μονιασμένους χριστιανούς έπεσε στο κενό. Κατάσταση αναρχίας επικρατεί στο νησί, καθώς νέες τουρκικές δυνάμεις φτάνουν στο νησί και προβαίνουν σε έκτροπα, επιτίθενται εναντίον λεσχών που είχαν ιδρυθεί στην πόλη, δημιουργούν επεισόδια, σχηματίζουν συμμορίες και λεηλατούν σε κάθε ευκαιρία γεωργικές εκτάσεις εντός και εκτός Μυτιλήνης.
Οι πρώτοι 6 μήνες κυλούν μέσα σε κλίμα φόβου και αβεβαιότητας. Οι Χριστιανοί, λόγω της πληθυσμιακής τους υπεροχής και της μεγάλης ακμής που κανένα άλλο μέρος του υπόδουλου ελληνισμού δεν είχε καταφέρει, θεώρησαν πώς αφού είχαν καταφέρει τόσα σε καιρό τυραννίας, θα μπορούσαν να καταφέρουν περισσότερα σε καιρό έστω τυπικής συνταγματικής ελευθερίας. Από την άλλη μεριά, οι Τούρκοι και ιδιαίτερα οι νεώτεροι πίστευαν πώς είναι καιρός να αποκτήσουν όλα όσα είχαν χάσει τόσα χρόνια. Αυτή η αντιπαράθεση πρόκειται να διαταράξει την πρόοδο και την ευημερία που μέχρι τότε διήγε η Λέσβος.
Τον Ιανουάριο του 1909, η Τουρκία κήρυξε Μποϋκοτάζ και συγκεκριμένα εισήγαγε βαμβακέλαιο, πράγμα που θα προκαλούσε σοβαρές επιπτώσεις στο εμπόριο και θα έθιγε τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Οι εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης δεν σταματούν να γράφουν ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να κάμψει το επαναστατικό αίσθημα του νησιού. Δημιουργούνται επεισόδια και μέσα σ αυτήν την έξαψη Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ενώνονται για λίγο προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο. Μόλις όμως ξεπεράστηκε το πρόβλημα, οι Τούρκοι βρίσκουν ευκαιρία να προκαλέσουν αναταραχές με αποτέλεσμα να κορυφώνονται οι επαναστατικές διαθέσεις των Ελλήνων.
Ο Εκρέμ Μπέης, προκειμένου να μην εφαρμοστεί ο στρατιωτικός νόμος που προέβλεπε την αποστολή των στρατιωτικών ενισχύσεων και του τουρκικού στόλου και ύστερα από πιέσεις που δέχτηκε, αναγκάστηκε να πει ότι υπεύθυνοι για την αναταραχή είναι οι δύο γυμναστικού σύλλογοι «Άτλας» και «Διαγόρας» οι οποίοι με την προκλητική τους δραστηριότητα δημιουργούν παρεξηγήσεις που μπορεί κάποια μέρα να ξεσπάσουν εναντίον της ησυχίας του νησιού και συνέστησε στους προέδρους να αναστείλουν τη δράση τους για λίγες μέρες. Ενώ, όμως, συνέβαιναν αυτά στη Λέσβο, στο Αϊβαλί και στα Μοσχονήσια είχε ήδη εφαρμοστεί ο στρατιωτικός νόμος και πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να καταφτάνουν στα Πάμφιλα και η κατάσταση στις απέναντι ακτές έγινε αφόρητη.
Άλλα η κατάσταση στο νησί δεν ήταν καλύτερη, καθώς οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες που είχαν σταλεί στο Αϊβαλί επέστρεψαν στο νησί ενισχυμένοι και αναζητούσαν προφάσεις για να δημιουργήσουν επεισόδια. Στις 15 Ιουλίου καταπλέει στο λιμάνι της Μυτιλήνης σχεδόν ολόκληρος ο τουρκικός στόλος, γεγονός που οι Μυτιληνιοί αντιμετώπισαν με πρωτοφανή αδιαφορία προκαλώντας τη δυσφορία των Τούρκων.
Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα ξέσπασε η επανάσταση στο Γουδί. Οι Λέσβιοι έδειξαν μεγάλη επιφυλακτικότητα στις εκδηλώσεις τους. Το 1897, η συνεχής πολιτική αναταραχή, η μη αποδοχή του ενωτικού κινήματος της Κρήτης και η εγκατάλειψη της Σάμου έκαναν τους υπόδουλους Έλληνες να βλέπουν με σκεπτικισμό το ελληνικό βασίλειο. Όταν γύρισαν οι εθελοντές του 1897, διηγήθηκαν με τα μελανότερα χρώματα τις προσπάθειες του ελληνικού στρατού, τη συναλλαγή και την παραλυσία που επικρατούσε στην Αθήνα, ενώ τις πράξεις των Τούρκων αξιωματικών με αρνητικότητα. Έτσι, το κίνημα στο Γουδί θεωρήθηκε από τους Λέσβιους σαν μια ακόμη καινούρια διαμάχη μεταξύ των ελεύθερων Ελλήνων. Το 1910 η ίδια κατάσταση συνεχίζεται.
Στα τέλη του 1909 οι Τούρκοι συνέλαβαν και φυλάκισαν τον πρόεδρο και δύο ακόμη μέλη της γυμναστικής λέσχης «Άτλας» με την κατηγορία ότι ανήκουν σε παράνομη επαναστατική εταιρία. Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα των εκλογών του προηγούμενου έτους εξακολουθούν να ανησυχούν τους εκπροσώπους της τουρκικής κυβέρνησης. Ολόκληρο το Αιγαίο έστειλε στη Βουλή μόνο Έλληνες βουλευτές, γεγονός που εμποδίζει την επιβολή της πολιτικής των Νεοτούρκων. Έτσι, τον Απρίλιο η κυβέρνηση αποφασίζει την αλλαγή των εκλογικών περιφερειών, πράγμα που προκάλεσε την καθολική αντίδραση των κατοίκων της Λέσβου και ανάγκασε εν τέλει την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σ’ αυτές τις αλλαγές που σχεδίαζε.
Η τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε αυτήν την περίοδο στο νησί εύκολα αναζωπυρωνόταν κάθε φορά που κάποιο πρόβλημα εμφανιζόταν είτε σε τοπικό είτε σε ευρύτερο επίπεδο. Η ορκωμοσία των Κρητών βουλευτών στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Α΄ προκάλεσε νέο κύμα αντιδράσεων σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η τουρκική κυβέρνηση διέταξε να γίνουν παντού διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και πραγματοποίησε γενικό μποϋκοτάζ των ελληνικών πλοίων και προϊόντων. Οι διαδηλώσεις συγκλόνισαν το νησί με συνθήματα κατά της Ελλάδας και υπέρ διατήρησης της Κρήτης υπό τουρκική κατοχή, στις οποίες βέβαια δεν προθυμοποιήθηκαν να συμμετάσχουν πλήττοντας καίρια το εμπόριο. Η κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει πολλές ορθόδοξες εκκλησίες και Μονές της Μακεδονίας και Θράκης στη σχισματική εκκλησία των Βουλγάρων, κάνοντας περισσότερο τεταμένη την ατμόσφαιρα.
Τα επεισόδια μεταξύ χωροφυλάκων και πολιτών δε σταματούν. Ο χριστιανικός πληθυσμός βρίσκεται σε αναταραχή και η Μητρόπολη αποφασίζει να εκδώσει εγκύκλιο που συνιστά υπομονή και ανεκτικότητα. Η κατάσταση όμως παραμένει εκρηκτική. Όλοι, ανεξαιρέτως, παραπονιούνται για την βίαιη συμπεριφορά των χωροφυλάκων. Τους τελευταίους μήνες του 1910 η κατάσταση καλυτερεύει.
Ο Φαϊκ Ααλή, πρόσωπο έμπιστο της κυβέρνησης, κατορθώνει να χαλιναγωγήσει τα όργανα ασφαλείας. Η κατάσταση στην Ελλάδα αρχίζει να στρέφει την προσοχή των υπόδουλων Ελλήνων, καθώς εξυγιάνεται το ελληνικό βασίλειο δίνοντας ελπίδες στον ελληνισμό της Τουρκίας. Ένα γεγονός όμως πρόκειται να ταράξει για άλλη μια φορά τη ζωή των κατοίκων της Λέσβου, ο πόλεμος που κηρύσσεται ανάμεσα στην Τουρκία και την Ιταλία. Στρατιωτικές ενισχύσεις καταφτάνουν κάθε μέρα, ενώ γίνονται οι απαραίτητες προετοιμασίες. Το Νοέμβριο η αγωνία των Τούρκων έχει κορυφωθεί. Αποφασίζεται μεταξύ των Τούρκων αξιωματούχων παμψηφεί αντίσταση μέχρις εσχάτων. Η αναστάτωση εξακολουθεί να υφίσταται. Εκνευρισμός και αγωνία για το μέλλον έχει κυριεύσει τόσο το μουσουλμανικό όσο και το ελληνικό στοιχείο του νησιού. Η αντίστροφη μέτρηση της παραμονής των Τούρκων στη Λέσβο έχει αρχίσει.
Το 1912 που θα ανατείλει σε λίγο θα σημάνει το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας και την αρχή του ελεύθερου βίου για τους έλληνες κατοίκους της Λέσβου. Δυστυχώς, όμως, η προσάρτηση του νησιού στο ελληνικό κράτος θα έχεις ως αποτέλεσμα τη σταδιακή παρακμή του εμπορίου με τα παράλια της Μικρά Ασίας.
Κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία της Λέσβου κατά το 19ο αιώνα.
Η μεγαλοαστική τάξη
Η πόλη της Μυτιλήνης δεν ξεπερνά τους 17.000 κατοίκους το 1905. Οι υπηρεσίες που διαθέτει είναι τριάντα παντοπωλεία, 26 εστιατόρια, 7 κρεοπωλεία, 7 γαλακτοπωλεία, 2 μακαρονοποιείες, 2 κουρεία, 3 αρτοποιεία και 20 καφενεία, καθώς επίσης 8 εκκλησίες, ένα νοσοκομείο, τρία σχολεία(που δέχονται 1830 μαθητές) και ένα γαλλικό σχολείο με 74 μαθητές. Την εποχή εκείνη δεν έλειπαν οι ατμοκίνητες βιομηχανίες, οι εμπορικοί οίκοι, οι ατμοπλοϊκές εταιρίες και αρκετές τράπεζες. Αξίζει να σημειωθεί πως η πόλη είχε επίσης ένα τριώροφο ξενοδοχείο, δύο θέατρα, δύο κινηματογράφους, ένα εμπορικό επιμελητήριο, 12 δικηγόρους και διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία, λέσχες κλπ.
Την ηγεμονική τάξη συγκροτούν οι μεγαλέμποροι, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες καθώς και οι γαιοκτήμονες. Όλοι αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης συνιστώντας το λεγόμενο αρχοντοαστικό στρώμα, ένα φαινόμενο που όπως φαίνεται από την ιστορία ανθίζει ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1880-1912 και επικρατέστερα τα δώδεκα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η αστική κοινωνία της εποχής χαρακτηρίζεται από το «άνοιγμα» προς το σύγχρονο κόσμο και ιδιαίτερα τις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις, με κύριο γνώρισμά του τον κοσμοπολιτισμό. Οι άνθρωποι είναι γοητευμένοι από τα ευρωπαϊκά μηνύματα. Η δημιουργία των Αρχοντικών της Μυτιλήνης.
Οι αστικές κατοικίες που κτίστηκαν μετά το 1850 δεν παρουσιάζουν συνέχεια του μακροχρόνια εξελιγμένου αρχιτεκτονικού προτύπου της τουρκοκρατίας. Αντίθετα χαρακτηρίζονται από ένα άνοιγμα προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Παράλληλα, η εμφάνισή τους συνδέεται με τη ραγδαία ανάπτυξη της Λέσβου που σημειώνεται την ίδια εποχή και που αποδίδεται σε ένα πλέγμα ιστορικών γεγονότων με κυριότερα τα προνόμια που εξασφάλισε ο υπόδουλος ελληνισμός ως αποτέλεσμα των ρωσοτουρκικών πολέμων. Η Μυτιλήνη εξελίσσεται σταδιακά σε σημαντικό εμπορικό και τραπεζικό κέντρο αναπτύσσοντας τη ναυσιπλοΐα, τη βιομηχανία και το εμπόριο λαδιού, ενώ πλήθος προξενικών αρχών, ταχυδρομικών γραφείων και εμπορικών οίκων, ξένων και ελληνικών, κάνουν την εμφάνισή τους.
Το νησί αποκτά σχέσεις με προηγμένα κέντρα της Ανατολής, όπως τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, ενώ η επαφή της με τη Δύση θα επηρεάσει την οικονομία της αλλά και την κοινωνία με νέες αξίες, δομές και αισθητικά ρεύματα που αποτυπώνονται στον τρόπο ζωής, την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Τα αρχοντικά που έχτισαν οι αστοί στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αποτέλεσαν ένα τρόπο επίδειξης του πλούτου που συσσώρευσαν από το εμπόριο και τη ναυτιλία. Κοσμοπολίτες όπως ήταν, συνδύασαν την κλασική ελληνική αρχιτεκτονική με στοιχεία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Γι’ αυτό και η Μυτιλήνη το 19ο αι., μοιάζει με ευρωπαϊκή κωμόπολη. Αρκετά από τα υπέροχα αυτά σπίτια ήταν χτισμένα σε προβηγκιανό, βαυαρικό νεοκλασικό και μπαρόκ ρυθμό, είχαν σοφίτες, μαρμάρινες διακοσμήσεις, σαχνισιά και τζαμωτά, εκπληκτικούς κήπους, μαρμάρινες σκάλες, ζωγραφιστά ταβάνια, τοιχογραφίες και λιθόστρωτα.
Τα χαρακτηριστικά των κατοικιών αυτών ήταν κοινά γνωρίσματα και εντοπίζονται στη μεγαλοπρέπεια, τη στέρεη κατασκευή και τις ξένες αισθητικές αναφορές. Στην μελέτη των αστικών μεγάρων εντοπίζονται τριών ειδών κτίρια.
Στην πρώτη κατηγορία κατοικιών (1850-1885) ανήκουν σπίτια που κτίζονται από την άρχουσα τάξη των γαιοκτημόνων (οικία Κοντή Βουρνάζου, Χαλήμ Βέη, Δουκάκη Κουκλέλη κ.α.) με δύο ορόφους κύριας κατοικίας και υπόγειο χώρο βοηθητικών λειτουργιών. Οι υγροί χώροι (πλυσταριό, χώρος υγιεινής) βρίσκονται συνήθως σε ανεξάρτητα κτίσματα στον κήπο. Η ζωή της οικογένειας κυλά στο υπόγειο (ισόγειο προς τη πλευρά του εσωτερικού κήπου) όπου η κουζίνα τα κελάρια, τα δωμάτια των υπηρετών κ.α. οι επίσημοι χώροι υποδοχής (σαλόνια, τραπεζαρία) βρίσκονται στον τελευταίο όροφο και έφεραν εσωτερική διακόσμηση με τοιχογραφίες. Η απόληξη των κτιρίων γινόταν με απλή τετράριχτη στέγη που διασώζεται σε ελάχιστες κατοικίες αφού με την αλλαγή του αιώνα αντικαταστάθηκε με σοφίτα.
Στη δεύτερη κατηγορία κατοικιών (1885-1900) ανήκουν αυτές που ανεγείρονται από τη νέα αριστοκρατία εμπόρων και επιχειρηματιών με δραστηριότητες σε πλούσιες παροικίες του εξωτερικού (Αίγυπτο, Σμύρνη, Ρωσία κ.α). Χώροι οικοδόμησης είναι τώρα τα προάστια της πόλης (Μακρύς Γιαλός, Ακλειδιού) ή χώροι γύρω από το Κάστρο. Η τριώροφη κατοικία της προηγούμενης περιόδου αναδιοργανώνεται εσωτερικά σε 4 επίπεδα με την προσθήκη της σοφίτας όπου διέμενε το υπηρετικό προσωπικό και με αυστηρό πλαίσιο λειτουργιών ανά επίπεδο. Έτσι, στο υπόγειο (χαμηλωμένο ισόγειο) συγκεντρώνονται όλες οι οι βοηθητικές λειτουργίες και η καθημερινή διαβίωση της οικογένειας (κουζίνα, πλυσταριό κ.α.. Το υπερυψωμένο ισόγειο αποκτά αποκλειστικά επίσημο χαρακτήρα με χώρους υποδοχής όπως σαλόνια και τραπεζαρία ενώ ο δεύτερος όροφος περιλαμβάνει αποκλειστικά υπνοδωμάτια. Στον εκτεταμένο περιβάλλοντα χώρο συνήθως υπάρχουν ο λαχανόκηπος, ο οπωρώνας, το αμπέλι, η στέρνα, το αμαξοστάσιο, το σπίτι του αμαξά και του κηπουρού κ.α. Η αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου ανάγεται σε ευρωπαϊκά πρότυπα του Second Empire, Beaux-Arts, νεοκλασικισμού ώστε να αποκληθούν δικαιολογημένα «αστικά μέγαρα» (palais bourgeois) όπως οι οικίες των Ι. Γεωργιάδη, Παν. Βαμβούρη, Αχ. Βουρνάζου , Λ. Γούτου, Α. Χατζηχριστόφα κ.α.
Στην τρίτη κατηγορία κατοικιών (γύρω στα 1900) ανήκει ένας συνεκτικότερος τύπος κατοικίας με ευρύτατη διάδοση. Στον επίσημο όροφο συνυπάρχουν οι χώροι υποδοχής που περιορίζονται σε τρεις (σαλόνι, μεγάλο χωλ και τραπεζαρία) με τους χώρους καθημερινής διαβίωσης της οικογένειας (κουζίνα και καθημερινό). Ο νέος τύπος χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από τα κλασικιστικά πρότυπα της συμμετρίας και ιεραρχίας που προσέδιδαν μεγαλοπρέπεια. Αντίθετρα η αλληλοδιείσδυση των όγκων, η έντονη κλίση στη στέγη, η ασυμμετρία εκφράζει το στιλ picturesque (γραφικό), ένα ευρωπαϊκό κίνημα που έβλεπε το αρχιτεκτόνημα ως στοιχείο του ευρύτερου φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος. Τέλος, τα οικήματα της εποχής είχαν ευρύχωρεςταράτσες και τα μπαλκόνια, περιτριγυρισμένα από περιποιημένους κήπους με πεύκα και διακόσμηση από μαρμάρινα σιντριβάνια. Επίσης το εσωτερικό των οικημάτων ανέδυε άνεση και ηρεμία, στολισμένο με έπιπλα γαλλικού τύπου σε στυλ Λουδοβίκου 15ου και 160υ αι. Θεωρούνταν πως ο κήπος ήταν η προέκταση της κοινωνικής ζωής.
Οι αρχιτέκτονες.
Η ποιοτική αρχιτεκτονική που παρουσιάζεται στη Μυτιλήνη μετά το 1850 οφείλεται σε αρχιτέκτονες που σπούδασαν στην Αθήνα και την Ευρώπη ενώ για λίγα κτίρια τα σχέδια ήρθαν από το εξωτερικό. Πολύ σημαντικός αρχιτέκτονας υπήρξε ο Μυτιληναίος Αργύρης Αδαλής με σπουδές στην Αθήνα και στο Μόναχο, συνεργάτης του Ε. Τσίλερ, που ανέγειρε 30 κατοικίες εκτός από τα δημόσια κτίρια και τις εκκλησίες (1ο Γυμνάσιο, νυν Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο Μυτιλήνης, Δημαρχείο, Άγιος Θεράποντας κ.α.).
Σπουδαίος υπήρξε επίσης και ο αρχιτέκτονας Ξενοφών Λάτρης από τη Σμύρνη με σπουδές στη Βαυαρία και ο οποίος ανήγειρε δύο κατοικίες, ο Ιάκωβος Αριστάρχης από τη Σάμο με σπουδές στη Γαλλία και Αγγλία, ο Μυτιληναίος Ιγνάτιος Βαφειάδης με λαμπρή σταδιοδρομία στη Σμύρνη ο οποίος ανήγειρε τέσσερις κατοικίες καθώς και οι εμπειρικοί αρχιτέκτονες Δ. Μεϊμάρης και Ι Φούσκας. Ο ζωγραφικός διάκοσμος πολλών κατοικιών οφείλεται στο σπουδαίο Σμυρναίο ζωγράφο Βασίλη Ιθακήσιο.
Η γυναίκα-αστή της εποχής Ρόλος της είναι η ανατροφή και το μεγάλωμα των παιδιών, η φροντίδα της συντήρησης της οικογενειακής ηρεμίας, οι οικιακές ενασχολήσεις και η επίβλεψη των υπηρετών. Επίσης, επιστατεί την παραγωγή γλυκών, εργόχειρων, κεντημάτων, Βέβαια, κατά το διάστημα των ετών 1880-1912 η γυναίκα καταφέρνει να «βγει» από τον οικιακό χώρο, και πλέον καταφέρνει να μορφωθεί (με σπουδές στο γαλλικό σχολείο, το Παρθεναγωγείο ή με δάσκαλο στο σπίτι) όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο, ενώ τα αγόρια στέλνονταν στο ελληνικό γυμνάσιο και αργότερα σε εμπορικές σχολές του εξωτερικού. Επιπροσθέτως, άρχισε να συμμετέχει και σε άλλες δραστηριότητες.
Το υπηρετικό προσωπικό Η παρουσία του υπηρετικού προσωπικού δίπλα στις αριστοκρατικές οικογένειες της εποχής εκείνης ήταν μέσο διάκρισης από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι κοπέλες ή τα αγόρια, που κατάγονταν από χωριό, «νοικιάζονταν» από τους γονείς τους στους άρχοντες της πόλης. Τα συμβόλαια «ενοικίασης» εξασφάλιζαν την διατροφή, την ένδυση και την υποχρέωση της οικογενείας για προικοδότηση, έναντι ενός ετήσιου μισθού που ανερχόταν από 5 έως 300 γρόσια. Το 1860, όμως, η κατάσταση των υπηρετών βελτιώνεται αφού, πλέον, τα αφεντικά ήταν υποχρεωμένα (εκτός από τις προαναφερθέντες υποχρεώσεις) να παρέχουν: μόρφωση, εκμάθηση μιας τέχνης ή δωρεά ενός ελαιώνα ή ενός μικρού σπιτιού. Μάλιστα, γίνεται λόγος για υιοθεσία των υπηρετών από τα αφεντικά που συνεπάγεται με την δια βίου δωρεάν εργασία. Παρόλα αυτά το υπηρετικό έμενε στο υπόγειο, στο μεσοπάτωμα ή στη σοφίτα.
Οι συνήθειες διατροφής Ο αγροτικός πληθυσμός τρεφόταν με όσπρια, σαλάτες, ψωμί, τυρί, ελιές και λάδι. Αντίθετα, στα αστικά σπίτια ή δίαιτα περιλαμβάνει τα εξής: κρέας, ψάρι και εισαγόμενα είδη από Ευρώπη, όπως: χαβιάρι, εγγλέζικες μαρμελάδες, κονιάκ, μπύρες Τεργέστης, γαλλικά κρασιά κ.α.
Η ενδυμασία Η λεσβιακή ενδυμασία διαφοροποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα, επηρεασμένη από το τούρκικο και ευρωπαϊκό στοιχείο. Συγκεκριμένα, από την Τουρκιά υιοθέτησαν το φέσι, τη βράκα ή σαλβάρι, ενώ από την Ευρώπη τα φράγκικα ρούχα. Γύρω στα 1880 η ευρωπαϊκή μόδα εισβάλει για τα καλά στον ελληνικό χώρο και οι γυναίκες έχουν ως πρότυπο τα γαλλικά μοντέλα. Εκείνες ντύνονταν ως εξής: το σώμα τους ήταν σφιγμένο μέσα σε κορσέδες, τα χέρια καλυμμένα με γάντια και οι γάμπες καλυμμένες με μεταξωτές κάλτσες. Οι επιγαμίες Με τους αλληλοδιασταυρούμενους γάμους οι αστοί προφύλασσαν τον οικονομικό πλούτο και εμπόδιζαν τη διαρροή κεφαλαίων έξω από τους κόλπους της τάξης τους. Ψυχαγωγία και ελεύθερος χρόνος Οι ασχολίες των «εκλεκτών» της εποχής εκείνης ήταν το κυνήγι, οι περίπατοι, το θέατρο και οι λέσχες. Στα διάφορα καφενεία έπιναν κονιάκ, διάβαζαν τον τοπικό και το ξένο Τύπο, έπαιζαν χαρτιά, μπιλιάρδο, λοταρία και τόμπολα και τέλος, συζητούσαν για το χρηματιστήριο, αφού εκεί μπορούσαν να ενημερώνονται για την κίνηση του χρηματιστηρίου βάμβακος στην Αίγυπτο. Αν και η κοινωνική τους ζωή αποτελούνταν από γιορτές, δεξιώσεις, χορούς και εκδηλώσεις Μουσικών Συλλόγων θεωρείται ότι ήταν μια ως επί το πλείστον «κλειστή ζωή», συγκριτικά με αυτήν των μεγαλουπόλεων του εξωτερικού. Οι γυναίκες της καλής κοινωνίας χαρακτηρίζονταν από τα φιλανθρωπικά τους αισθήματα. Η Φιλόπτωχος Αδελφότης των Κυρίων διατηρούσε εργαστήριο ραπτικής και σε συνεργασία με το Νοσοκομείο φρόντιζε τα εγκαταλελειμμένα μωρά και βοηθούσε νέες κοπέλες να βρουν δουλειά ως οικιακές βοηθοί.
Η εκπαιδευτική κίνηση Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα οι λίγοι μορφώθηκαν εκτός Λέσβου, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα ιδρύθηκε το Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Η εξάπλωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έγινε από την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, όμως αργότερα που διαχωρίστηκαν οι εξουσίες, πέρασε στην σφαίρα επιρροής των «καταστημάτων». Το 1874 η εκπαίδευση γίνεται δωρεάν κι έτσι αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών. Σε αυτή την περίοδο, όπου οι Έλληνες συνυπήρχαν με τους Τούρκους, η εκπαίδευση υπήρξε λίκνο του «εθνισμού». Το 1891 ιδρύθηκε στη Αθήνα ένας σύλλογος από Μικρασιάτες φοιτητές, που στόχο είχε την κάλυψη των μορφωτικών αναγκών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των νησιών. Ως χαρακτηριστικά αυτής της εκπαιδευτικής κίνησης είναι κατά πρώτο λόγοο λαϊκός χαρακτήρας και κατά δεύτερο η ανοχή απέναντι από τον δημοτικισμό (πνευματική κίνηση). Ο δημοτικισμός υποστηρίχτηκε, κυρίως, από δάσκαλους. Παράλληλα, σημειώνονται και αντιδράσεις απέναντι στους «μαλλιαρούς» αφού υπήρχε ο φόβος άλωσης του εκπαιδευτικού χώρου. Έτσι, το Πατριαρχείο στέλνοντας εγκύκλιο ζήτησε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.
Οι ιδέες Η πνευματική κίνηση αποτελεί τον λόγο των διαρκών αγώνων των Λέσβιων πολιτών, που εκτός από το εκπαιδευτικό ζήτημα, αναφύονται καίρια κοινωνικά θέματα και θίγονται σημαντικοί εξουσιαστικοί μηχανισμοί.
Το κοινωνικό ζήτημα Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίζεται η εργατική τάξη, η οποία πλαισιώνεται από εργάτες βιομηχανικών συγκροτημάτων, παλαιών μύλων και αγροτών αλλά και από τους χαμάληδες του λιμανιού, αχθοφόρους, ναύτες, άεργους, υπάλληλους εμπορικών καταστημάτων και από το υπηρετικό προσωπικό της πόλης. Το κίνημα προστίθεται σταδιακά στον Τύπο, ενώ το 1920 θα πάρει πιο οργανωμένη και συγκεκριμένη μορφή. Ταυτόχρονα, επισημαίνονται οι σοσιαλιστικές ιδέες. Ο λόγος δημιουργίας αυτού του κινήματος είναι η απαίτηση αύξησης των ημερομισθίων και τηρήσεως της Κυριακής ως αργίας. Τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύονται στον Τύπο αφενός κατακρίνουν την αντεργατική και αντιλαϊκή στάση των εργοδοτών αφετέρου την απάθεια και την ολιγωρία των λαϊκών αντιπροσώπων, εξαιτίας των οποίων έχουν δημιουργηθεί προβλήματα στο οδικό δίκτυο κλπ.
Το Εθνικό Ζήτημα και ο ελληνικός αλυτρωτισμός Ο φιλελευθερισμός και ο εθνικισμός ήταν ένα νέο κίνημα στο οποίο συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές τάξεις, και στόχος ήταν ο εκδημοκρατισμός του νησιού, ώστε να επιτευχθεί η ελευθερία δράσης όλων των θρησκευτικών μειονοτήτων. Άνθρωποι διαφορετικής εθνικότητας και θρησκείας διασχίζουν τους δρόμους με συνοδεία μουσικής και παράλληλα ζητωκραυγάζουν, διότι τα αιτήματά τους έγιναν δεκτά. Όμως με την λύση του Κριτικού ζητήματος οξύνθηκαν οι σχέσεις των δυο εθνοτήτων και οδηγηθήκαν στην οριστική ρήξη.
* Εργασία των μαθητών του Πειραματικού Λυκείου Μυτιλήνης Για την εκπόνηση της εργασίας αυτής εργάστηκαν: Οι μαθητές: Από την Α΄ Λυκείου: Μανωλακέλλης Νίκος Παντελής Διονύσιος Από την Β΄ Λυκείου: Βάμβουρα Ιωάννα Καραγκάνη Ελένη Κυριάκου Ορέστης Κωνσταντάρας Αποστόλης Ματθαίου Δημήτρης Μαυραπίδη Μυρσίνη Μπαιράμασι Ιούλιος Πιτσιλαδής Πέτρος Πρωτούλη Ιωάννα Τζιμή Χαρά Υπεύθυνοι καθηγητές: Διγιδίκης Γιώργος, φιλόλογος, συντονιστής Αιβαλιώτης Δημήτρης, βιολόγος Τρούλος Αναστάσιος, κοινωνιολόγος Ζαφειρίου Μαρία, φιλόλογος
Απολαύστε το ταξίδι στα Αρχοντικά της Μυτιλήνης μέσα από 48 φωτογραφίες στην gallery που ακολουθεί:
ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες δημιουργίας τους
Έρευνα / Εργασία: Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης Πανεπιστήμιου Αιγαίου *
Μοναδικό ταξίδι στο χθες μέσα από 48 φωτογραφίες