Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια. Οι ομορφιές της Λέσβου, μέσα από τον Μυριβήλη
Το 1979, η ελληνική τηλεόραση άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει στην «έγχρωμη» εποχή της. Βεβαίως, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ανάλογων προγραμμάτων ερχόταν από το εξωτερικό, αφού ακόμα δεν υπήρχαν εδώ οι κατάλληλες υποδομές για κάτι σχετικό. Επιπλέον, ελάχιστα ήταν τα νοικοκυριά που διέθεταν «χρωματιστούς» -όπως τους έλεγαν τότε- δέκτες!
Ωστόσο, στις αρχές του έτους προβλήθηκε η πρώτη εγχώρια έγχρωμη τηλεοπτική σειρά από το δίκτυο της ΕΡΤ. Ήταν η «Εκάτη», το γνωστό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, η οποία όμως δεν κέρδισε την προσοχή του κοινού.
Το τελευταίο επεισόδιο της, προβλήθηκε το Σάββατο 7 Απριλίου και τρεις ημέρες αργότερα, την Τρίτη στις 10 του μηνός, ξεκίνησε -πάλι για λογαριασμό της ΕΡΤ- «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», το δεύτερο κατά σειρά έγχρωμο ελληνικό σίριαλ. Επρόκειτο ν’ αρχίσει μια βδομάδα νωρίτερα (3/4), ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε. Διαδέχτηκε δε στο πρόγραμμα του σταθμού, την άκρως επιτυχημένη «Λεηλασία μια ζωής», η οποία ολοκλήρωσε τον κύκλο της στις 27 Μαρτίου…
Πρόκειται για την τηλεοπτική διασκευή του γνωστού μυθιστορήματος που έγραψε ο Στρατής Μυριβήλης, την οποία επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, στην πρώτη ενασχόλησή της με την τηλεόραση. Γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σε φιλμ το καλοκαίρι του 1978 στην πανέμορφη Λέσβο και στις μαγευτικές τοποθεσίες της (Μυτιλήνη, Αγιάσο, Μόλυβο, Θέρμη), ενώ ένα μέρος της στην Αττική και κυρίως στο Λαύριο.
Σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Αριστόπουλος -με μεγάλη θητεία στον κινηματογράφο- και πρωταγωνιστές οι Γιάννης Φέρτης, Κάτια Δανδουλάκη, Νικήτας Τσακίρογλου, Ειρήνη Ιγγλέση και πολλοί άλλοι γνωστοί ηθοποιοί…
Η σειρά διήρκεσε 14 επεισόδια, σημείωσε αρκετά καλά ποσοστά θεαματικότητας και ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου, τη μέρα που συμπληρώνονταν πέντε χρόνια από την οριστική πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση…
Η υπόθεση
Η ιστορία αρχίζει το 1922, όταν ένα καράβι με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, φτάνει στο λιμάνι της Χώρας. Ανάμεσά τους, βρίσκεται ο Λεωνής Δρίβας (Γιάννης Φέρτης), ο οποίος αδημονεί να δει μετά από πολλά χρόνια τη μητέρα του και την αδελφή του, Αδριανή (Ειρήνη Ιγγλέση).
Ωστόσο, αντικρίζει μόνο την αδελφή του ντυμένη στα μαύρα και μαθαίνει ότι η μητέρα δε ζει πλέον. Οι μέρες κυλούν, με το Λεωνή να βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση και να μη μπορεί ακόμα να ξεπεράσει τα όσα έζησε στη Μικρά Ασία.
Περισσότερο δε, θυμάται την παραμονή του στο νοσοκομείο ως τραυματίας, δίπλα στο λοχαγό Στρατή Βρανά (Νικήτας Τσακίρογλου), ο οποίος έχει σοβαρότατο τραύμα στο πόδι και οι γιατροί του κρατούν μυστικό ότι πρόκειται να το ακρωτηριάσουν…
Η προσαρμογή στη νέα ζωή του στο νησί είναι πολύ δύσκολη και προσπαθεί να διώξει τις κακές σκέψεις ζωγραφίζοντας, όμως οι εφιάλτες των όσων πέρασε στο μέτωπο, δε λένε να τον αφήσουν ήσυχο. Μετά από προτροπή της Αδριανής, δέχεται να πάνε στον πύργο που έχουν έξω από τη Χώρα, ώστε να ξεφύγει λίγο και να συνέλθει.
Κι εκεί όμως, η κατάσταση δεν αλλάζει. Θυμάται το Βρανά και το «χρέος» που έχει απέναντί του. Ο λοχαγός πριν πεθάνει, του έδωσε κάποια προσωπικά αντικείμενά του, ζητώντας του να τα παραδώσει στη γυναίκα του Σαπφώ (Κάτια Δανδουλάκη), η οποία είναι δασκάλα στο Μεγαλοχώρι, απ’ όπου κατάγεται και ο Λεωνής.
Η πρώτη γνωριμία τους, θα δημιουργήσει στον κεντρικό ήρωα τις χειρότερες των εντυπώσεων -ίσως λόγω του ότι την ερωτεύεται αμέσως, αλλά δεν τολμά να το εκφράσει, σεβόμενος τη μνήμη του φίλου του. Η δασκάλα μόνο ως χήρα δε συμπεριφέρεται, αφού μπορεί μεν να φορά μαύρα, αλλά δεν παραλείπει να βάφει το πρόσωπο, τα χείλη και τα μάτια της και γενικότερα, να προξενεί την εντύπωση ότι σχεδόν αδιαφορεί για το θάνατο του άντρα της.
Όπως είναι φυσικό, σε μια κλειστή κοινωνία όπως αυτή του νησιού, τα κουτσομπολιά για κείνη δίνουν και παίρνουν, με επικεφαλής τον έτερο δάσκαλο, τον Ξυνέλη (Αντώνης Κατσάρης), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία ν’ αφήνει υπονοούμενα για την προσωπική ζωή της.
Όλα αυτά, κάνουν ακόμη πιο βαρετή και πληκτική τη ζωή του Λεωνή, ο οποίος «ξεσπά» στη ζωγραφική και μάλιστα, μαθαίνει ότι κάποια έργα του θα παρουσιαστούν σε μια μεγάλη έκθεση στην Αθήνα. Από εδώ και πέρα, θ’ αρχίσει να αισθάνεται κάπως πιο καλά και θ’ αρχίσει να βλέπει τη Σαπφώ με άλλο μάτι.
Εκείνη, θα γίνει στενή φίλη με την Αδριανή και θα της εξομολογηθεί ότι η ζωή της με το Βρανά ήταν αφόρητη. Ήταν ένας άνθρωπος αψύς, απότομος, ζηλιάρης και ουδέποτε πλάι του αισθάνθηκε την αγάπη. Επιπλέον, η ζωή της έγινε ακόμη πιο δύσκολη εξαιτίας του παιδιού τους, το οποίο γεννήθηκε με νοητικά προβλήματα και ήταν αναγκασμένη να το κρατά διαρκώς μέσα στο σπίτι, δημιουργώντας έτσι πολλά σχόλια σχετικά μ’ αυτό.
Στο μεταξύ, ο Λεωνής προσπαθεί να «κοινωνικοποιηθεί», βοηθούμενος από το νονό του και δήμαρχο του νησιού, Σπανό (Γιώργος Λουκάκης) και της συζύγου του (Μαρία Μαρμαρινού). Το ζευγάρι έχει και δύο κόρες, την Ασπασία (Τιτίκα Βλαχοπούλου) και τη Λουλού (Τάνια Τσανακλίδου), οι οποίες «γλυκοκοιτάζουν» το Λεωνή, εκείνος όμως φέρεται εντελώς τυπικά απέναντί τους…
Στην πορεία, η εξομολόγηση της Σαπφούς και η όλο και πιο στενή παρέα που κάνουν, αρχίζουν ν’ αλλάζουν τη στάση του Λεωνή απέναντί της κι εν τέλει, οι δυο τους αποφασίζουν να ομολογήσουν τον έρωτά τους…
Το καστ
Οι χαρακτήρες του έργου του Μυριβήλη, βρήκαν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών τους ιδανικούς «ενσαρκωτές» τους. Ο Γιάννης Φέρτης αποδίδει θαυμάσια το ρόλο του μελαγχολικού, φαινομενικά απόμακρου, αλλά ιδιαίτερα συναισθηματικού και δίκαιου Λεωνή, ενώ η Κάτια Δανδουλάκη είναι εξαιρετική ως Σαπφώ, η οποία υπομένει σιωπηλά έως αδιάφορα όλα τα κουτσομπολιά που ακούγονται για κείνη, τραβώντας το δικό της «Γολγοθά».
Οι δυο κεντρικοί ήρωες, κυνηγημένοι από τα «φαντάσματα» του παρελθόντος τους, διστάζουν να ζήσουν το παρόν και να ομολογήσουν τον έρωτά τους. Όμως, στο τέλος καταφέρνουν ν’ αφήσουν πίσω τους όσα πέρασαν και να κοιτάξουν μπροστά…
Η Ειρήνη Ιγγλέση, κάνει την πρώτη τηλεοπτική εμφάνισή της στη «Δασκάλα» και είναι ιδανική στο ρόλο της Αδριανής, μιας γυναίκας αφοσιωμένης σχεδόν πλήρως στον αδελφό της και γενικότερα στην οικογένεια, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις δικές της ανάγκες και το μέλλον της. Να πούμε ότι η ηθοποιός ήταν αρκετά χρόνια μαθήτρια του Κάρολου Κουν στο Θέατρο Τέχνης και στη «Δασκάλα», μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι είχε τον καλύτερο δάσκαλο!
Έκπληξη προκαλεί η παρουσία της Τάνιας Τσανακλίδου -σύντροφος του Φέρτη τότε-, την οποία όλος ο κόσμος γνώριζε ως εξαιρετική τραγουδίστρια. Εδώ, αποδεικνύει το σπουδαίο ταλέντο της και ως ηθοποιός, το οποίο μέχρι τότε ήταν γνωστό μόνο στους θεατρικούς κύκλους, καθώς είχε συμμετοχή σε αρκετές παραστάσεις. Πολύ καλός και ο Αντώνης Κατσάρης, ως δάσκαλος Ξυνέλης που αγαπά το κουτσομπολιό και τις διαβολές…
Εκτός των προαναφερθέντων, συμμετείχαν επίσης οι Βασίλης Τσάγκλος, Ειρήνη Εμιρζά (κύριος και κυρία Σκαλιώτη), Κώστας Τσιάνος (Σισμάνογλου), Ρήγας Αξελός (γιατρός), Γιάννης Φύριος (Κυργιαννάκης -σπαρταριστός ρόλος), Χρήστος Βαλαβανίδης (Φίλιππας), Νατάσα Ζούκα (Μίνα), Κυριάκος Σαράντης (Δαφνής), Ιωάννα Μήτρου (Σουλτάνα –υπηρέτρια της οικογένειας Σπανού), Κωνσταντίνος Τζούμας (εμφανίστηκε ως «μάγος» στο τελευταίο επεισόδιο) κ.α.
Πέραν όλων αυτών, ιδιαίτερη επισήμανση πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι στη «Δασκάλα» παίρνουν μέρος αρκετοί κάτοικοι της Λέσβου, κάτι που δίνει μεγαλύτερο ρεαλισμό στο όλο εγχείρημα.
Επιπλέον, εμφανίζεται αρκετά συχνά να παίζει βιολί και να τραγουδά ο σπουδαίος Τριαντάφυλλος Κουγιανός, ένας ντόπιος αυτοδίδακτος οργανοπαίκτης, ο οποίος ήταν πασίγνωστος στη Λέσβο και στα γύρω νησιά…
Ειδική αναφορά, θα πρέπει να γίνει στη δασκάλα Μαρία Αγιασώτου, η οποία σχεδόν σε κάθε επεισόδιο ακούγεται να τραγουδά το «Όσα κι αν έζησα», μ’ ένα τρόπο που παραπέμπει σε ερμηνεύτριες του «ελαφρού» τραγουδιού της δεκαετίας του ’30. Το τραγούδι, γράφτηκε από τους Κώστα Ευστρατίου κι Ευάγγελο Χατζημανώλη.
Σχόλιο
Η «Δασκάλα» είναι μια από τις καλογυρισμένες και προσεγμένες σειρές στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Τα υπέροχα τοπία της Λέσβου και της Μυτιλήνης πρωταγωνιστούν κάθε στιγμή, ενώ ο σκηνοθέτης Κώστας Αριστόπουλος καταφέρνει ν’ αναπαραστήσει με μοναδικό τρόπο την εποχή της δεκαετίας του ’20.
Επιπλέον, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη κατάφερε να κάνει μια έξοχη διασκευή του έργου, κρατώντας μόνο τα ουσιώδη σημεία, καθώς το μυθιστόρημα του Μυριβήλη είναι αρκετά μεγάλο και με πολλές λεπτομέρειες.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια κινηματογραφική ταινία …14 ωρών (όσα και τα επεισόδια), η οποία πάντως σε κάποια σημεία κάνει «κοιλιά» και φαίνεται ότι ορισμένα πλάνα υπάρχουν μόνο και μόνο για …«γεμίσματα», γεγονός που ως ένα βαθμό κουράζει τον τηλεθεατή.
Πάντως, η γενική εντύπωση που αφήνει, έχει θετικό πρόσημο. Εξαιρετικό καστ, ιδανικές ερμηνείες, ενδιαφέρουσα πλοκή και βεβαίως, δίνει μια ανάγλυφη εικόνα των αντιλήψεων και των συνθηκών που επικρατούσαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα…
πηγη: musiccorner.gr/Τάσος Κριτσιώλης
Δείτε βίντεο:
p>