Το απρόσμενο εύρημα στα Ροδαφνίδια Λέσβου, κοντά στις θερμοπηγές Λισβορίου
Το κατώτερο –και αρχαιότερο– στρώμα της υπαίθριας θέσης Ροδαφνίδια, κοντά στις θερμές πηγές του Λισβορίου στη Λέσβο, αποκάλυψε η φετινή αρχαιολογική έρευνα που διήρκησε έξι βδομάδες και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2024.
«Η φετινή ανασκαφική εξόρμηση μάς έδωσε ιδιαίτερη χαρά γιατί εντοπίσαμε το κατώτερο στρώμα, που συνδέεται με καταρρακτώδη βροχή και ό,τι αυτή ‘κατέβασε’ στα Ροδαφνίδια. Το στρώμα αυτό υπολογίζαμε να το αποκαλύψουμε περίπου ένα με ενάμιση μέτρο πιο χαμηλά, αλλά ένα ρήγμα στο σκάμμα μάς το έφερε πιο πάνω από ό,τι το περιμέναμε. Ήταν απρόσμενο εύρημα αυτό και φροντίσαμε να το αποκαλύψουμε σε μεγάλη έκταση έτσι ώστε τα επόμενα χρόνια να το διερευνήσουμε ανασκαφικά οριζοντίως και καθέτως. Αυτό το στρώμα είναι και το αρχαιότερο στην όλη στρωματογραφική ακολουθία της παλαιολιθικής θέσης και περιέχει τα παλαιότερα ευρήματα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Νένα Γαλανίδου, καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπεύθυνη του μακροχρόνιου ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου, που αποκαλύπτει την αρχαιότερη αρχαιολογική θέση στο Αιγαιακό αρχιπέλαγος.
Η πανεπιστημιακή ανασκαφή έχει φέρει στο φως από το 2012 έως σήμερα εκατοντάδες παλαιολιθικά ευρήματα της Αχελαίας τεχνολογικής παράδοσης –κοπτικά εργαλεία, πυρήνες και αποκρούσματα–, μιας παράδοσης που ξεκινά πριν από 1.700.000 και τελειώνει πριν από 200.000 έτη. Όμοια ευρήματα θα βρει κανείς πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά, στην κεντρική Ανατολία ή νοτιοανατολικά της Λέσβου, στη Συροπαλαιστίνη. Τι σημαίνει αυτό για τους αχελαίους νομαδικούς πληθυσμούς των Ροδαφνίδιων; «H αραιή εικόνα που έχουμε οφείλεται τόσο στις μεγάλης κλίμακας αποθετικές διεργασίες οι οποίες έλαβαν χώρα στο πέρασμα τόσων χιλιετιών και, εν πολλοίς, εμποδίζουν την ορατότητα άλλων πρώιμων θέσεων, όσο και στην αποσπασματικότητα των ερευνών πεδίου που είναι στοχευμένες στην πρώιμη Παλαιολιθική Αρχαιολογία. Σε κάθε περίπτωση, οι θέσεις είναι λιγοστές και πολύτιμες για την ιστορική γνώση. Τα Ροδαφνίδια και ο περιβάλλων χώρος τους χρήζουν προστασίας με την κήρυξη αρχαιολογικού χώρου. Η ανάδειξη και η ένταξή τους στο δίκτυο της προϊστορικής κληρονομιάς, που είναι τόσο ελληνική όσο και παγκόσμια, θα τονώσει και την οικονομία της δυτικής Λέσβου», απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια.
Τα ευρήματα από τα Ροδαφνίδια είναι μοναδικά τόσο σε αριθμό όσο και σε χαρακτηριστικά σε όλη την Βαλκανική χερσόνησο και τη δυτική Ανατολία, και επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα της Λέσβου ως σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής πριν από τουλάχιστον 300 χιλιάδες χρόνια. Πού έγκειται αυτή η μοναδικότητα; «Η τοποθεσία συγκεντρώνει πολλά ελκυστικά στοιχεία για τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της προϊστορίας. Γειτνιάζει με έναν μεγάλο όγκο νερού, τον Κόλπο της Καλλονής, γύρω από τον οποίο ζούσαν αγέλες ζώων και πουλιά, και στις εύφορες παρόχθιες πεδιάδες του θα μπορούσαν να βρουν τροφή, να κυνηγήσουν, να βάλουν παγίδες, να ψαρέψουν, να μαζέψουν βρώσιμους καρπούς και βολβούς. Είναι, επίσης δίπλα στις θερμές πηγές του Λισβορίου, οι οποίες προσέφεραν ζεστασιά, έτοιμο καυτό νερό για το μαγείρεμα της τροφής και πολύ καλής ποιότητας πετρώματα για την κατασκευή εργαλείων. Τρία ζητούμενα των στρατηγικών επιβίωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής σε έναν τόπο δηλαδή: τροφή, θαλπωρή και λίθινες πρώτες ύλες. Τα τελευταία χρόνια οι θερμές πηγές αναδεικνύονται σε σημείο αναφοράς για τις πρώιμες μεταναστεύσεις και εγκαταστάσεις. Η Παλαιολιθική Αρχαιολογία της Λέσβου βάζει το δικό της λιθάρι στη γνώση αυτή που χτίζεται μέρα τη μέρα», τονίζει η Νένα Γαλανίδου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κατά τη διάρκεια της φετινής εξόρμησης πραγματοποιήθηκαν επίσης επιφανειακές έρευνες και εντοπίστηκαν πανάρχαια αρχαιολογικά κατάλοιπα σε άλλα μέρη του νησιού με θερμές πηγές, γεγονός λίγο πολύ αναμενόμενο, καθώς οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Λέσβου ζούσαν νομαδικά, κυνηγούσαν, ψάρευαν και συνέλεγαν τις τροφές τους. Η ερευνητική ομάδα απαρτίστηκε από προπτυχιακές και μεταπτυχιακές φοιτήτριες, υποψήφιες διδάκτορες και μεταδιδάκτορες του Πανεπιστημίου Κρήτης, οι οποίες εκπαιδεύτηκαν στις αρχαιολογικές μεθόδους έρευνας πεδίου. Συμμετείχαν επίσης αρχαιολόγοι, γεωεπιστήμονες και γεωπληροφορικοί από όλες τις άκρες του κόσμου, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Τσεχία, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Κίνα. «Όλες και όλοι μαζί συναντήθηκαν για να λάβουν μέρος σε μια μεγάλη ‘αρχαιολογική γιορτή’ με διττό αντικείμενο, έρευνα και εκπαίδευση. Η αποκάλυψη και η ερμηνεία των μυστικών της Λεσβιακής γης είναι ένα εγχείρημα με χαρακτήρα τόσο τοπικό όσο και παγκόσμιο», προσθέτει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Επιπλέον, στο αρχαιολογικό εργαστήριο που στεγάζεται στο κλειστό δημοτικό σχολείο του Λισβορίου, η αρχαιολογική ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης κατέγραψε, τεκμηρίωσε και μελέτησε ευρήματα και δείγματα ιζημάτων αξιοποιώντας τεχνολογίες αιχμής, ενώ στον ίδιο φιλόξενο χώρο πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικά σεμινάρια βιωματικού χαρακτήρα με ομιλητές τους συνεργάτες της ανασκαφής. «Στο πεδίο δουλεύουμε με τους γεωπληροφορικούς του Πανεπιστημίου του Αιγαίου για την αυτοματοποιημένη και λεπτομερή αποτύπωση των γεωγραφικών συντεταγμένων των σκαμμάτων και των ευρημάτων. Πραγματοποιούμε δειγματοληψίες για προσδιορισμό της ηλικίας των αποθέσεων και της προέλευσής τους. Η αρχαιολογική ανασκαφή μπορεί να γίνει πλέον χωρίς χειρόγραφο ημερολόγιο, κάτι που θα ήταν πρωτάκουστο πριν από μερικά χρόνια. Στα εργαστήρια της Ελλάδας και του κόσμου αναλύουμε τη μικρομορφολογία των ιζημάτων ή χρονολογούμε τα ιζήματα με ποικίλες μεθόδους. Στο εργαστήριο στο Λισβόρι πραγματοποιούμε τρισδιάστατη σάρωση υψηλής ακρίβειας των λίθινων εργαλείων αντικαθιστώντας άλλο ένα παραδοσιακό εργαλείο του αρχαιολόγου, το σχέδιο με μολύβι και το μελάνωμα. Τέλος, κάτω από το μικροσκόπιο καταγράφουμε και μελετάμε τα μικροπαλαιοντολογικά κατάλοιπα που δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού και ανασυνθέτουμε το περιβάλλον στο οποίο έζησαν οι προϊστορικοί άνθρωποι», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ν. Γαλανίδου ως προς τις τεχνολογίες αιχμής που χρησιμοποιούνται στα Ροδαφνίδια στο πλαίσιο και της σύμπραξης του Πανεπιστημίου Κρήτης με ομάδα ερευνητών από ελληνικά και ξένα ιδρύματα για τη συνδυασμένη εργασία στο πεδίο και το εργαστήριο.
Μια σύμπραξη, που σύμφωνα με τη συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «αποτυπώνει το στίγμα της σύγχρονης αρχαιολογικής επιστήμης, που είναι υπερτοπική και διεθνοποιημένη, εξειδικευμένη και συνθετική, εσωστρεφής και εξωστρεφής, απευθύνεται στους ομοτέχνους αλλά και στο μεγάλο κοινό. Η Παλαιολιθική Αρχαιολογία, την οποία το Πανεπιστήμιο Κρήτης θεραπεύει συστηματικά από το 2000, διατυπώνει ερωτήματα στο πλαίσιο του ανθρωπιστικού και κοινωνικού πυρήνα της Αρχαιολογίας, και για την προσπέλασή τους αξιοποιεί ποικίλες μεθόδους που αντλεί από το δικό της μεθοδολογικό οπλοστάσιο, αλλά και από όλο το φάσμα των επιστημών (για παράδειγμα, απόλυτη χρονολόγηση, χημικές αναλύσεις, παλαιογενετική)».
Η αρχαιολογική θέση στα Ροδαφνίδια βρίσκεται στο υπέδαφος ενός εκτεταμένου και σημαντικού για την τοπική οικονομία ελαιώνα, κατακερματισμένου σε μικρότερες ιδιοκτησίες. Τι συμβαίνει με τις καλλιέργειες μετά τη λήξη των ανασκαφικών ερευνών; «Αν θελήσει κανείς να επισκεφθεί τα σκάμματα σήμερα, παρά την εντατική εργασία του πρώτου μισού του φετινού φθινοπώρου, τίποτε δεν θα τον/την προϊδεάσει για τη σημασία της τοποθεσίας. Και αυτό γιατί η αρχαιολογική έρευνα αποτελεί ένα μόνο κομμάτι στον ετήσιο κύκλο ζωής της. Στο τέλος κάθε ανασκαφικής περιόδου, τα ανασκαφικά ορύγματα καταχώνονται και τα αγροτεμάχια παραδίδονται στους ιδιοκτήτες για ελαιοκομική δραστηριότητα, ακριβώς όπως τα παρέδωσαν και οι ίδιοι στην ιδιαίτερη φροντίδα των αρχαιολόγων στο τέλος του καλοκαιριού. Με την ολοκλήρωσή τους, οι αρχαιολογικές εργασίες δίνουν τη σκυτάλη στις αγροτικές και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μένουν σιωπηλά και αναμένουν το ‘ξύπνημά’ τους, την επόμενη φορά που θα έρθουν οι ειδικοί να τα φέρουν και πάλι στο φως», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια.