Διαδρομές της ελληνικής ακροδεξιάς
Γράφει ο Θράσος Αβραάμ
(Κοινωνικός Ανθρωπολόγος - Ιστορικός και εργαζόμενος σε ΜΜΕ)
Διαδρομές της ελληνικής ακροδεξιάς
Πριν από την εμφάνιση του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού και της νεοναζιστικής εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν είχε καταφέρει να καταγραφεί εκλογικά ως υπολογίσιμη πολιτική και κοινοβουλευτική δύναμη. Πάντα όμως υπήρχε στην Ελλάδα ένα τέτοιο ποσοστό ακραίων δεξιών, χουντικών και φασιστών το οποίο ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, μετά τον εμφύλιο, συνήθως καλυπτόταν μέσα στο εκάστοτε κόμμα της δεξιάς ενώ μερικές φορές προσπαθούσε να κατέβει αυτόνομα οπότε τότε γινόταν εμφανές.
Στην Ελλάδα οι πρώτες φασιστικές ομάδες εμφανίζονται κατά τον Α παγκόσμιο πόλεμο. Όσοι τις πλαισιώνουν είναι οπαδοί του βασιλιά Κωνσταντίνου και ορκισμένοι εχθροί του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πρόκειται για τον δυναμικό κορμό του αντιβενιζελισμού. Στην πρώτη τους οργανωμένη μορφή, κυρίαρχη θέση έχουν οι «Επίστρατοι». Πρόκειται για οργάνωση που το 1916 συγκρότησε ο κατοπινός δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς. Πρωτοστάτησε στην εκδήλωση μισαλλοδοξίας που διοργανώθηκε στο Πεδίον του Άρεως για να αναθεματιστεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Από το 1920 και μετά στην ακροδεξιά προπαγάνδα εισέρχεται η απειλή του κομμουνισμού: οι εβραιομασόνοι κομμουνιστές θέλουν να καταργήσουν την πατρίδα, να εξοντώσουν την Εκκλησία και να διαλύσουν την οικογένεια. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εμφανίζονται οργανώσεις καθαρά ναζιστικού τύπου. Ανάμεσα σε ομάδες με ονόματα όπως «Σιδηρά Ειρήνη», «Τρίαινα», «Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα», προβάλλει η «Εθνική Ένωση Ελλάδος», γνωστή μετά αρχικά ΕΕΕ, η οποία κατέβηκε στις εκλογές του 1936 με αρχηγό τον Κοσμίδη. Συγκέντρωσε 505 ψήφους, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 0,04%. Τα μέλη της ονομάζονταν χαλυβδόκρανοι και διακρίνονταν για το άσβεστο μίσος που έτρεφαν για τους Εβραίους. Η ρατσιστική αυτή οργάνωση ιδρύθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούνιο του 1931 τα μέλη της ΕΕΕ έκαψαν την εβραϊκή φτωχογειτονιά Κάμπελ της Θεσσαλονίκης. Στη φτωχογειτονιά του Κάμπελ ζούσαν περίπου 220 εβραϊκές οικογένειες, οι περισσότερες σε παράγκες.
Από τις οργανώσεις αυτές ξεπήδησαν οι συνεργάτες των Γερμανών στην Κατοχή, πολιτικοί πρόγονοι της σημερινής Χρυσής Αυγής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στους Ταγματασφαλίτες. Ταγματασφαλίτες ονομάζονταν τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Τα τάγματα ασφαλείας (ή ευζωνικά τάγματα) ήταν ένοπλα σώματα, αποτελούμενα από Έλληνες, που ιδρύθηκαν το 1943 με απόφαση της κατοχικής κυβέρνησης Ιωάννη Ράλλη και συνεργάστηκαν με τον κατοχικό στρατό εναντίον των αντιστασιακών και εναντίον της ίδιας τους της πατρίδας. Αρχικά συγκροτήθηκαν στην Πελοπόννησο τρία Τάγματα Ασφαλείας με 800 άνδρες το κάθε ένα, ενώ μέχρι το τέλος της Κατοχής ο αριθμός των ενόπλων ανήλθε σε περίπου 20.000 άνδρες. Σημειωτέον όμως ότι ήδη από τον Απρίλιο του ’43 δρούσαν υπό γερμανικό έλεγχο, αλλά «ανεπισήμως», «ανεξάρτητα» δωσίλογα σώματα, όπως αυτό υπό τον γερμανόφιλο συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλο στη Θεσσαλονίκη, των οποίων η αγριότητα εναντίον του λαού είχε «εντυπωσιάσει» κι αυτούς τους κατακτητές. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των ταγματασφαλιτών ήταν το μίσος που έτρεφαν εναντίον των μελών της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΑΜ και εναντίον όλων των αριστερών πολιτών.
Οι άνδρες του Πούλου (που φορούσαν γερμανική στρατιωτική στολή και για το λόγο αυτό λέγονταν «γερμανοντυμένοι») έγιναν γνωστοί για την εγκληματική τους δράση έναντι κυρίως των αμάχων, όπως επίσης και για πολυάριθμες δολοφονίες και για τις λεηλασίες των περιουσιών των θυμάτων τους. Τις οργανώσεις αυτές μετά την απελευθέρωση τις χρησιμοποίησε το μετεμφυλιακό καθεστώς για να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό και να δημιουργήσουν παραστρατιωτικά δίκτυα, που σε συνεργασία με την Χωροφυλακή, χτύπησαν το αναγεννώμενο αριστερό κίνημα.
Στις εκλογές του 1950, την ακροδεξιά εκπροσώπησαν 3 κόμματα : το Κόμμα Ελληνικής Αναγεννήσεως (Κ. Κοτζιάς, Κ. Μανιαδάκης), το Κόμμα Εθνικοφρόνων (Θ. Τουρκοβασίλης) και το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα Χιτών (Γ. Γρίβας) το οποίο πήρε το 0,84 % των ψήφων. Στις εκλογές του 1956 η ακτινογραφία της ελληνικής ακροδεξιάς έχει ως εξής: Προοδευτικόν Κόμμα (Σ. Μαρκεζίνης) 2,22 % 0 έδρες, Κόμμα Αρχών Ιωάννου Μεταξά (Κ. Μανιαδάκης) 0,11 % 0 έδρες. Στις εκλογές του 1958 ορισμένα πρόσωπα της ακροδεξιάς συμμετείχαν στην Ένωση Λαϊκών Κομμάτων που πήρε ποσοστό 2,94% και 4 έδρες.
Το μεταδικτατορικό τοπίο
Το 1974, στις πρώτες μετά την Χούντα εκλογές, εμφανίστηκε η «Εθνική Δημοκρατική ‘Ενωση», με επικεφαλής τον Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος είχε αποτελέσει τον Δούρειο Ίππο του βασιλιά στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 1,01%. Ακολούθησε η «Εθνική Παράταξη» των Στέφανου Στεφανόπουλου και Σπύρου Θεοτόκη, η ο οποία στις εκλογές του 1977 είχε μπει στην Βουλή με ποσοστό 6,82% και 5 βουλευτές. Η ομάδα αυτή διαλύθηκε με την προεδροποίηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στις εκλογές για το εθνικό και το ευρωπαικό Κοινοβούλιο του 1981 έκανε την εμφάνιση του το «Κόμμα των Προοδευτικών» με τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Στις Εθνικές εκλογές περιορίστηκε στο 1,69% που δεν του έδωσε περιθώρια εκπροσώπησης. Στις ευρωεκλογές όμως με ποσοστό 1,95%, κέρδισε 1 έδρα στο Στρασβούργο. Στις ευρωεκλογές του 1984 το ποσοστό του Μαρκεζίνη υποχώρησε στο 1,17%. Στο μεταξύ όμως με εντολή του φυλακισμένου δικτάτορα Παπαδόπουλου είχε ιδρυθεί η «Εθνική Πολιτική Ένωση». Η ΕΠΕΝ στις ευρωεκλογές του 1984 πήρε ποσοστό 2,29% και ανέδειξε έναν ευρωβουλευτή. Η ΕΠΕΝ εξακολούθησε να ταλαιπωρεί την πολιτική ζωή του τόπου μέχρι τις αρχές του 1990, αλλά χωρίς να πετυχαίνει αξιόλογες εκλογικές επιδόσεις. Θυμίζω ότι αρχηγός της νεολαίας της ΕΠΕΝ ήταν ο σημερινός βουλευτής της Ν.Δ. και πρώην υπουργός Μάκης Βορίδης.
Η ακροδεξιά στην ελληνική της εκδοχή όπου συνωστίζονται στοιχεία φασιστικά, στρατοκρατικά, παρακρατικά, φιλομοναρχικά και περιθωριακά, έχει ιδιαιτερότητες σε σχέση με τους ομογάλακτους της στην Ευρώπη. Η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι συνήθως εκφραζόταν πολιτικά μέσα στον κυρίαρχο πολιτικό φορέα της συντήρησης, είτε αυτός ονομάζεται «Λαικό Κόμμα» (προπολεμικά) είτε «Εθνικός Συναγερμός» και «ΕΡΕ» (προδικτατορικά) είτε «Νέα Δημοκρατία» (μεταπολιτευτικά). Στην πραγματικότητα οι σχέσεις με την ακροδεξιά αποτέλεσαν κατά καιρούς ένα τεράστιο δίλλημα για τη δημοκρατική συντηρητική παράταξη κάτι που αποτυπώνεται και στην σημερινή πολιτική συγκυρία.