Τότε που είχε μαχαιρωθεί πισώπλατα...
Όλοι όσοι παρακολουθούν την υπόθεση της παραίτησης του Δημήτρη Λιγνάδη εν μέσω φημών και καταγγελιών εναντίον του για σεξουαλική κακοποίηση στην οποία εμπλέκονται πολύ νεαρά άτομα, θυμούνται και μια παλιότερη υπόθεση από το 2002, όταν "άγνωστος" είχε μαχαιρώσει τον σκηνοθέτη και ηθοποιό στο σπίτι του στην Κυψέλη.
Τότε ο γνωστός σκηνοθέτης είχε μαχαιρωθεί πισώπλατα μέσα στο ίδιο του το σπίτι, από άγνωστο, όπως είχε δηλωθεί επισήμως.
Οι φήμες και ο ένοχος
Σύμφωνα τότε με το αστυνομικό δελτίο, ο "άγνωστος" εισέβαλλε στο σπίτι του σκηνοθέτη με ένα μαχαίρι και τραυματίζει βαριά τον σκηνοθέτη με μαχαιριές στην πλάτη από τις οποίες κινδύνευσε να χάσει τον πνεύμονά του.
Βαριά τραυματισμένος και έχοντας χάσει πολύ αίμα ο Λιγνάδης καταφέρνει να φτάσει από το διαμέρισμά του στο πεζοδρόμιο της οδού Ιθάκης όπου τον βλέπουν οι θαμώνες ενός καφενείου και καταφεύγει εκεί μέχρι να τον παραλάβει το ασθενοφόρο.
Τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο Σωτηρία και στο πλευρό του είναι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ενώ κάνουν έκκληση για αίμα σε συναδέλφους του ηθοποιούς. Μεταφέρεται στην εντατική και χειρουργείται, ενώ για το επίμαχο επεισόδιο γίνονται ανακρίσεις, λαμβάνονται καταθέσεις και η υπόθεση μπαίνει τελικά στο συρτάρι. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η υπόθεση λύθηκε εξωδικαστικά και μετά από πιέσεις ανθρώπων στην τότε κυβέρνηση, που είχαν στενή φιλία μαζί του.
Οι φήμες που κυκλοφορούν "επισήμως" μιλούν για έναν κλέφτη Αλβανικής καταγωγής, αλλά στο παρασκήνιο αρκετοί υποστηρίζουν ότι τον μαχαίρωσε ο πατέρας ενός νέου, όχι ανήλικου, με τα αρχικά Γ.Μ.
Μια ποιητική περιγραφή
«Δεν ξέρω άλλες λεπτομέρειες γι’ αυτή την ιστορία, δεν ξέρω τις λεπτομέρειες που κάποιος ίσως ήθελε να ακούσει, ξέρω όμως ότι κινδύνευσε χοντρά η ζωή μου. Με το που βγήκα από την Εντατική πήγα σε έναν θάλαμο του νοσοκομείου Σωτηρία» είχε πει αργότερα ενθυμούμενος τα όσα εφιαλτικά είχε ζήσει.
«Έξω από το παράθυρο είδα ένα δέντρο και είπα ‘τι ωραίο χρώμα που είναι το πράσινο, τι ωραία που είναι η ζωή»» είχε συμπληρώσει.
Σε άλλο μέρος της συνέντευξης είχε πει: «Πράγματι κινδύνευσε η ζωή μου. Ήμουν χύμα στο πάτωμα του σπιτιού μου. Ετοιμοθάνατος», λέει, και συνεχίζει: «ξαφνικά, κατάλαβα ότι άνθρωποι της γειτονιάς, που δεν τους έδινα καμία σημασία, είχαν μαζευτεί γύρω μου και μου φάνηκαν πολύ όμορφοι. Βυθιζόμουν στον θάνατο και τους έβλεπα: ήταν ωραίοι, παντού γύρω μου υπήρχαν ωραία χρώματα».
Η υπόθεση ξεχνιέται με τον καιρό, αλλά έρχεται ξανά στο μυαλό πολλών όταν έξι χρόνια αργότερα δολοφονείται, από άτομο που είχε προσκαλέσει στο σπίτι του, ο Νίκος Σεργιανόπουλος.